Θεραπευτήριο Αθηνών: Εκεί είχε μεταφερθεί για δεκαοκτώ μήνες πριν το τέλος, η περιπέτεια της θείας Μαίρης -Μαιρουλί για μας που την λατρεύαμε- εκεί, κάπου χαμηλά στην Κυψέλη. Σε ένα όμορφο, ηλιόλουστο, μοναχικό της δωμάτιο, όπου μέρα έμπαινε, μέρα έβγαινε, συχναλλάζαν οι άνθρωποι και οι εποχές…

Ο χώρος ανακαινισμένος, όχι χωρίς προβλήματα. Ωστόσο, αφού δεν είχε υποπέσει στην κατάντια του δημοσίου, μια χαρά συντηρημένο ήταν κι όχι μόνο σε «όσα βλέπει η πεθερά».
Οι καθαρίστριες περνούσαν όλη μέρα και ποτέ δεν θα έβρισκες σκουπίδι στο καλαθάκι του μπάνιου ή ξεχασμένο χαρτάκι, μετά τη νοσηλεία, στο διάδρομο.
Γιατί είχε προλάβει η κυρία Γιώτα και τα κορίτσια της και τα είχαν κάνει «αόρατα»!

Ένα τσούρμο από νέα παιδιά, νοσηλεύτριες και νοσηλευτές, ήταν υπεύθυνα για τη φροντίδα των ασθενών, που δεν ανήκαν και στην ευκολότερη κατηγορία. Ηλικιωμένοι, βαριά ασθενείς, εντελώς ανήμποροι κι ωστόσο, με αμείωτη την παραξενιά τους και την ικανότητα να βασανίζουν τους άλλους.
Βλέπεις, όταν μεγαλώνουμε, βοηθούσης και της άνοιας, πολλές φορές, γινόμαστε όσο πιο εγωιστές μπορούμε, με την καλή δικαιολογία ότι τελειώνει ο χρόνος μας και αν δεν το κάνουμε τώρα, πότε;
Έτσι, αυτά που άκουγες κάνοντας μια βόλτα στους μικρούς διαδρόμους του Θεραπευτηρίου, μπορούν να είναι πολύ αστεία, ταυτόχρονα όμως και πολύ σοκαριστικά.

Έτσι είναι· όλοι οι άνθρωποι δεν κάνουν για όλες τις δουλειές!

Απόδειξη τούτα εδώ τα παιδιά, που κάθε μέρα τα έβαζαν με «παράξενα θεριά».
Να καθαρίζουν τα άρρωστα σώματα, που όσο γέρικα κι αν είναι, δεν σταματούν να λερώνονται, σαν να είναι μωρά.
Να ταΐζουν παππούδες που δεν μπορούν πια να μασήσουν, ούτε να καταπιούν, δεν ελέγχουν καν τα στόματά τους, που μοιάζουν να είναι τρύπια πολλές φορές.

Σαν να μην έφταναν όσα τα γεράματα φέρνουν, είναι και οι αρρώστιες, κυρίως εκείνες του μυαλού, που τους έκαναν πιο δύστροπους. Όλα τα έχουν ξεχάσει, εκτός απ’ το να βρίζουν. Και δεν το τσιγκουνεύονται καθόλου!

Έτσι είναι πολλές φορές: Τα γηρατειά και η αρρώστια τον καλό άνθρωπο, τον κάνουν καλύτερο και τον κακό, χειρότερο…

Κουδούνια να βαράνε συνέχεια, για σοβαρούς ή ασόβαρους λόγους. Άλλοι πονάνε, άλλοι πεινάνε. Άλλοι βρίζουν, άλλοι τραγουδάνε, άλλοι έχουν λερωθεί, άλλοι απλώς θέλουν να πούνε την παρόλα τους. Μέσα σ’ αυτά και τα τετριμμένα: Άλλος πρέπει να πάρει το χάπι του, άλλος να ταϊστεί, καθετήρες να αλλάξουν, οροί να ανανεωθούν, θερμοκρασίες να παρθούν.

Κάθε δυο και τρεις «έφευγε» και κάποιος, να πάει να συναντήσει επιτέλους το Δημιουργό του.

Εκεί τα «συνεργεία» της κυρίας Γιώτας σάρωναν το δωμάτιο και έπλεναν τα πάντα! Από στρώματα, κάγκελα κρεβατιών, τοίχους, πόρτες και παράθυρα. Σαν να μην θέλανε να αφήσουν ίχνος της αρρώστιας που πήρε τους ανθρώπους μακριά.

Δεκαοκτώ μήνες, κάθε μέρα εκεί, είχαν δει τα μάτια μας πολλές τέτοιες αναχωρήσεις…

Κι όμως, εκείνα τα μικρά παιδιά εκεί, να σκύβουν πάνω απ’ όλους.
Πάνω απ’ αυτούς που δεν μιλούσαν, χαϊδεύοντάς τους κάθε φορά το κεφαλάκι. Πάνω απ’ τους φασαριόζηδες που έβριζαν τη μάνα τους και τον πατέρα τους, ακουμπώντας τους σφιχτά στον ώμο, για να ησυχάσουν την αιτία της ταραχής τους.

Μ’ ένα «πώς είναι το κορίτσι μας σήμερα» ή «πώς τα πάει η αγάπη μου» είναι συνέχεια στο στόμα.

Κι όταν ζόριζε η κατάσταση, απλώς αναστέναζαν στωϊκά κι έλεγαν: «Έλα, καλέ μου, ησύχασε λίγο να μην ξυπνήσουμε τον κυρ-Γιάννη που έμεινε ξάγρυπνος όλη νύχτα.» Προσπαθώντας να ρίξουν στο φιλότιμο τον «επαναστάτη χωρίς αιτία». Μάταια βέβαια, αφού ο νους έχει εγκαταλείψει καιρό τώρα την προσπάθεια.

Όχι, δεν μπορεί ο καθένας μας να κάνει αυτή τη δουλειά, αυτό είναι το μόνο βέβαιο. Και μάλιστα παίρνοντας 400 ευρώ το μήνα και αν. Δουλεύοντας τουλάχιστον 12 ώρες τη μέρα, άλλοτε μέρα, άλλοτε νύχτα, χωρίς να ξεχωρίζουν Σάββατο, Κυριακή ή γιορτάρα μέρα.

Κάποια πράγματα σίγουρα δεν πληρώνονται, ετούτα εδώ ακόμη περισσότερο.

Και το υπόλοιπο που λείπει απ’ την τσέπη του καθενός απ’ αυτά τα παιδιά, το έβαζε η αγάπη που έχουν στην ψυχή τους για όλους ετούτους τους ανήμπορους, μοναχικούς ανθρώπους. Αντικαθιστώντας τα παιδιά τους, τα ανίψια τους ή τα εγγόνια τους, αφού οι πιο πολλοί απ’ αυτούς δεν είχαν κανέναν να τους επισκεφτεί ή να τους πει μια κουβέντα, για μέρες ολόκληρες. Πραγματικοί θεραπευτές της μοναξιάς τους, αφού η εγκατάλειψη των γηρατειών είναι η χειρότερη αρρώστια που μπορεί να βρει έναν άνθρωπο…

Έχουν και τις αδυναμίες τους, βέβαια· λογικό! Δεν είμαστε όλοι ίδιοι…

Η αλήθεια είναι ότι το τι χαρακτήρας ήσουν σε ολόκληρη τη ζωή σου είναι πολύ καθοριστικό για το τι θα απογίνεις όταν μεγαλώσεις.

Έτσι, μιλώντας για την όμορφη, κοκέτα κι εξαιρετικά κοινωνική –παρά την αρρώστια της- θεία μου, δεν άργησε να δημιουργηθεί γύρω της ένα μελίσσι από ανθρώπους, αφού, ακόμα και στις χειρότερες μέρες της ήταν πάντα με τον γλυκό τον λόγο σε όλους:

«Ήρθε η αγάπη μου», έλεγε στη νοσηλεύτρια της απογευματινής βάρδιας, που ήταν άλλη, φυσικά, κάθε φορά· καμία σημασία δεν είχε αυτό, όλες «αγάπες της» ήταν.
«Ο Κωνσταντίνος είναι εξαιρετικά άξιος και με προσέχει σαν τα μάτια του», έλεγε για τον πρωινό νοσηλευτή, παινεύοντάς τον μπροστά μας. Κι εκείνος, χαμογελούσε και κατέβαζε τα μάτια και ποτέ δεν τη διόρθωσε πως τον λένε «Αλέξανδρο»!
Με πραγματική συμπόνια άκουγε την κυρία Γιώτα που την πονούσε η μέση της τώρα με τα κρύα, αλλά είχε βάρδιες μαζεμένες στο καθάρισμα και δεν μπορούσε να λείψει. Η Μένια είχε μόλις μετακομίσει με τον αγαπημένο της κι είχε μια πεθερά που τη λατρεύει –σπάνια τύχη, τι τα θες;- αλλά άφησε μοναχή τη γιαγιά της, που τη μεγάλωσε, για να το κάνει αυτό και μήπως βιάστηκε, βρε παιδί μου;
Ο άλλος Κωνσταντίνος -αυτός έτσι λεγόταν, ευτυχώς- είναι καλό και σεβαστικό παιδί και δουλεύει να συντηρήσει τη μανούλα του και την αδελφή του, αφού πατέρας δεν υπάρχει, τους άφησε όταν ήταν μικρά κι ο Κωνσταντίνος δουλεύει και σπουδάζει μαζί, άξιος και προκομμένος.
Και η Κατερίνα ήταν από την Καλαμάτα και μοιάζει του πατέρα της, είναι η ασχημούλα της οικογένειας, ενώ ο αδελφός της έχει πάρει όλη την ομορφιά της μάνας τους και τι άδικη, μωρέ, που είναι ετούτη η ζωή!

Όλα τα παιδιά μια ιστορία. Κι όλες τις ιστορίες η θεία τις ήξερε, αφού τους «ξομολογούσε» κανονικά, κάθε που πήγαιναν στο δωμάτιό της…

Κι ολονών είχε την έννοια τους, τι θα απογίνουν. Λες και ήταν παιδιά της. Κι η θεία παιδιά δεν είχε ποτέ της…

Κι αν πεις για τους γιατρούς, εκεί πια μια τρέλα μοναχή!

Ήταν ο καραφλός, που ερχόταν το βράδυ. Αδύνατος, με κάτι μάτια βγαλμένα από τις κόγχες τους, σιωπηλός και περπατούσε αργά. Τον άφησε η γυναίκα του, λέει, για έναν άλλον κι έχει εκείνος και μεγαλώνει το παιδί. Ε, ναι, έτσι σιωπηλός που είναι…
Αλλά πάλι, ποιος ξέρει το δράμα του καθενός…

Ήταν και ο χονδρουλός: Αυτός μόνο τους φακέλους κουβαλάει και γράφει την ιστορία του καθενός. Ψηλός, παχύς, δεν λέει ποτέ τίποτα, ότι και να τον ρωτήσεις. Μόνο γελάει.

Κι ήταν και η μεγάλη «αδυναμία» μας: Ο πρωινός γιατρός, ο Κερκυραίος. Που έμπαινε στο δωμάτιο και ερχόταν και τσιμπούσε λίγο λίγο το μαγουλάκι της θείας. Εκεί να δεις χαρά! Είναι τα φρύδια μας ωραία; Τα μαλλιά μας χτενισμένα; Τι πρόβλημα που δεν μπορεί να τα βάψει, στ’ αλήθεια και δείχνει σαν καμιά «γριά», μόλις 84 ετών κοπελούδα! Εκείνος έμπαινε κι έβγαινε και χαμογελούσε. Και δεν της έλεγε τίποτα, αλλά η θεία είναι πολύ ευχαριστημένη που αισθάνεται ότι έχει την προσοχή του.

Η θεία ποτέ δεν χτύπησε το κουδούνι να καλέσει κανέναν. «Τρέχουν όλη μέρα και δεν μπορώ να τους ενοχλώ κι εγώ. Στο κάτω κάτω, θα περάσουν όπως και να έχει να με δούνε», έλεγε με τη σιγουριά ή την «αλαζονεία» της διαφορετικότητάς της.

Τα βράδια, όταν οι θάλαμοι ησύχαζαν εκείνη πολλές φορές τραγουδούσε: «Δύο πράσινα μάτια, με μπλε βλεφαρίδες, με έχουνε κάνει τρελό» κι όλοι, στα γύρω δωμάτια, σταματούσανε τη γκρίνια τους και στήνανε αυτί να την αφουγκραστούν. Και τα παιδιά της νυχτερινής βάρδιας περνούσαν κάθε βράδυ από το δωμάτιο της να ευχηθούν «καληνύχτα στην κυρία Μαίρη» κι ας δούλευαν σε άλλο όροφο, δικαιώνοντας την «αλαζονεία» της…

Έλεγε η συγχωρεμένη η γιαγιά μου, η αδελφή της θείας: «Καθένας με τις χάρες του 'γαπιέται και μισιέται» και φαίνεται, την αδελφή της είχε στο νου της. Σε όλη της τη ζωή, πάντα έπιανε φιλίες με όλους. Δεν υπήρχε ταξί που να έμπαινε και να μην της έπιανε την κουβέντα ο ταξιτζής. Δεν υπήρχε διάκριση σε πλούσιους ή φτωχούς, πάντα ευγενική και με το σεις και με το σας σε όλους. Πάντα όμορφη και πάντα περιποιημένη, διότι «η γυναίκα δεν βγαίνει άφτιαχτη από το σπίτι, ούτε για να πάει στο περίπτερο»!

Χαμόγελο που γεμίζει το βλέμμα που, ακόμα και ηλικιωμένο, ακόμα και καταπονημένο από τα πολλαπλά εγκεφαλικά δεν είχε χάσει τη γλυκύτητα και τη λάμψη του.

Κάποια στιγμή, ένα ακόμα ξαφνικό και βαρύ επεισόδιο μας τρόμαξε για τα καλά.
Δεν ξέραμε αν θα κέρδιζε κι εκείνη τη φορά.
Όλο το θεραπευτήριο έκανε παρέλαση απ’ το δωμάτιο.
Τα παιδιά που άλλαζαν βάρδιες, δεν έφευγαν αν δεν περνούσαν να τη δουν.
Από καθαρίστρια, μέχρι μαγείρισσα κι από νοσηλεύτρια μέχρι γιατρό, όλοι πέρασαν απ’ το δωμάτιό της και δεν μπορούσαν να πιστέψουν το ξαφνικό.

Οξύμωρο θα μου πεις· όλοι όσοι πάνε εκεί, συνήθως «φεύγουν» μετά, τι πιο φυσικό απ’ το θάνατο σε ένα τέτοιο περιβάλλον; Κι όμως, είναι κάποιες παρουσίες, που δεν μπορείς να πιστέψεις ότι θα λείψουν ποτέ απ’ τη ζωή σου…

Στο τέλος, η θεία άκουγε και καταλάβαινε τα πάντα, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει. Κι όμως, όταν ερχόταν κάποιο απ’ αυτά τα παιδιά, έκανε προσπάθεια να ανοίξει τα μάτια της και να τους αρθρώσει μία κουβέντα, δείχνοντάς τους πως τους ακούει και μπορεί να τους μιλήσει, πως ήταν ακόμα εδώ…

Η Μαρία, μια γιατρός που έκανε ειδικότητα, ερχόταν κλαίγοντας το βράδυ και της έλεγε: «Μαιρούλα μου, σε παρακαλώ, μίλησέ μου, γιατί με έχεις αφήσει στη μέση και δεν ξέρω τι να κάνω, να τον παντρευτώ τελικώς τον Κώστα ή όχι;»
Την κοιτούσαμε εμείς, μέσα στην ταραχή μας και στη στεναχώρια μας και μας λέει: «Δεν θα παντρευτώ, αν δεν μου το πει η Μαιρούλα, διότι προχθές συζητάγαμε και κάποιες αμφιβολίες μου έβαλε στο κεφάλι». Κι η θεία σήκωσε το μοναδικό χεράκι που ακόμα μπορούσε να κουνήσει προς επίρρωση των λόγων της.
Κι εκείνη της το έσφιξε μέσα στο δικό της, μεταγγίζοντάς της όση αγάπη χρειάζεται για να ανανεωθούν οι ανάσες και να πειστεί ο κυρ-Μιχαλάκης από κει πάνω πως ετούτος εδώ ο άνθρωπος σε κάποιους ακόμα είναι χρήσιμος και, άντε, ας κάνει ακόμα μια γύρα σε κάναν άλλον πριν έρθει να τον μαζέψει τούτον…

Η αγάπη είναι η μόνη ανανεώσιμη πηγή ενέργειας… Αγάπη δίνεις, αγάπη σου επιστρέφεται…

Η θεία δεν ξεπέρασε τον κίνδυνο. Μετρημένες ήταν οι μέρες της. Καμία σημασία δεν είχε στ’ αλήθεια, διότι όταν έφυγε, ήταν «πλήρης αγάπης».

Από μας, που ήμασταν συνέχεια δίπλα της κι είχαμε στολίσει το μοναχικό της δωμάτιο με χριστουγεννιάτικα στολίδια και φωτάκια που έλαμπαν τη νύχτα.
Από όλα αυτά τα παιδιά, που ήταν κάθε στιγμή στο πλευρό της και νοιάζονταν ειλικρινά για εκείνη. Γιατί κάποια πράγματα δεν είναι «μόνο δουλειά»…

Οι άνθρωποι δένονται με τους ανθρώπους, αυτή είναι η μόνη παγκόσμια σταθερά. Δένονται με τους καλούς ανθρώπους, που αντέχουν να μοιράζονται το χαμόγελό τους και την καλή τους την κουβέντα, γιατί ξέρουν ότι δεν θα τους λείψει, παρακάτω έχουν κι άλλη, έχουν αρκετή για όλους…

Λένε για τα Χριστούγεννα πως είναι «μέρες αγάπης». Δεν ξέρω αν είναι, γιατί εμείς την αγάπη την είχαμε πάντα στο σπίτι μας. Στην οικογένειά μας. Τη δίναμε, την παίρναμε, την κάναμε φούρλες. Όχι πάντα εύκολα, όχι πάντα όλοι. Αλλά υπήρχε και δεν χρειαζόταν κάποιες συγκεκριμένες μέρες για να εξασκηθεί. 

Η αγάπη είναι η μόνη ανανεώσιμη πηγή ενέργειας… Αγάπη δίνεις, αγάπη σου επιστρέφεται…

Η θεία δεν ξεπέρασε τον κίνδυνο. Μετρημένες ήταν οι μέρες της. Καμία σημασία δεν είχε στ’ αλήθεια, διότι όταν έφυγε, ήταν «πλήρης αγάπης».

Από μας, που ήμασταν συνέχεια δίπλα της κι είχαμε στολίσει το μοναχικό της δωμάτιο με χριστουγεννιάτικα στολίδια και φωτάκια που έλαμπαν τη νύχτα.
Από όλα αυτά τα παιδιά, που ήταν κάθε στιγμή στο πλευρό της και νοιάζονταν ειλικρινά για εκείνη. Γιατί κάποια πράγματα δεν είναι «μόνο δουλειά»…

Οι άνθρωποι δένονται με τους ανθρώπους, αυτή είναι η μόνη παγκόσμια σταθερά. Δένονται με τους καλούς ανθρώπους, που αντέχουν να μοιράζονται το χαμόγελό τους και την καλή τους την κουβέντα, γιατί ξέρουν ότι δεν θα τους λείψει, παρακάτω έχουν κι άλλη, έχουν αρκετή για όλους…

Λένε για τα Χριστούγεννα πως είναι «μέρες αγάπης». Δεν ξέρω αν είναι, γιατί εμείς την αγάπη την είχαμε πάντα στο σπίτι μας. Στην οικογένειά μας. Τη δίναμε, την παίρναμε, την κάναμε φούρλες. Όχι πάντα εύκολα, όχι πάντα όλοι. Αλλά υπήρχε και δεν χρειαζόταν κάποιες συγκεκριμένες μέρες για να εξασκηθεί.

Δεκαοκτώ μήνες, όμως, σε εκείνο το θεραπευτήριο με έκαναν να συνειδητοποιήσω πως η αγάπη δεν είναι πάντα δεδομένη.

Δεν είναι για όλους πάντα εκεί.

Και υπάρχουν κι εκείνες οι φορές, οι πολύ άσχημες, που ετούτη η αγάπη πληγώνεται· κυρίως όταν οι άνθρωποι έχουν κάτι να μοιράσουν και δεν «τα βρίσκουν» στη μοιρασιά.

Αν λοιπόν, σε κάποιον κάνουν διαφορά οι γιορτάρες μέρες, ας είναι: Ας γίνουν η καλή αφορμή να δώσουν αγάπη σε όλους εκείνους τους ξεχασμένους, μοναχικούς ανθρώπους, που κάποτε τους αγόραζαν δώρα και τα έκρυβαν κάτω απ’ το δέντρο.

Σε όλους εκείνους τους κατάλευκους γέροντες, που όταν ήταν μικρά, τους έβγαζαν φωτογραφία με τον Άγιο Βασίλη στο Μινιόν ή έκρυβαν καραμέλες στις τσέπες τους για να δώσουν κρυφά κρυφά «στο παιδί».

Σε όλους εκείνους τους «δικούς τους» ανθρώπους, που περιμένουν μία μόνη τους επίσκεψη, ένα μόνο τους τηλέφωνο για να λάμψουν τα μάτια τους, για να χαρούν.

Σε όλες εκείνες τις παρουσίες που σήμερα ακόμα είναι εδώ και ακόμα τους χρειάζονται. Γιατί όταν θα είναι πια απουσίες, όσα μνημόσυνα κι αν τους κάνουν, κανένα δεν θα φτάσει στα αυτιά τους…

Ας δώσουν αγάπη σε όλους εκείνους που δεν μπορούν να έρθουν να τη ζητήσουν και περιμένουν να τους δουν μία τελευταία φορά για να κλείσουν ήσυχοι τα μάτια τους…

Αγάπη δίνεις… αγάπη παίρνεις…
Κι εκεί που ήσουν ήμουνα κι εδώ που είμαι θα ’ρθεις…

*Εύα Τσαροπουλου


Βίας ο Πριηνεύς: Άκουγε πολλά, μίλα την ώρα που πρέπει.

Θαλής o Μιλήσιος: Καλύτερα να σε φθονούν παρά να σε λυπούνται.

Κλεόβουλος ο Λίνδιος: Το μέτρο είναι άριστο.

Περίανδρος ο Κορίνθιος: Οι ηδονές είναι θνητές, οι αρετές αθάνατες.

Πιττακός ο Μυτιληναίος: Με την ανάγκη δεν τα βάζουν ούτε οι θεοί.

Σωκράτης: Εν οίδα ότι ουδέν οίδα. Ουδείς εκών κακός.

Θουκυδίδης: Δύο τα εναντιότατα ευβουλία είναι, τάχος τε και οργήν.

Πλάτων: Άγνοια, η ρίζα και ο μίσχος όλου του κακού. 

Αριστοτέλης: Δεν υπάρχει τίποτε πιο άνισο από την ίση μεταχείριση των ανίσων.