Η Περιστέρα τέλεσε, στις 13 Απριλίου 2025, Κυριακή των Βαΐων, μετά το πέρας της θείας λειτουργίας στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Περιστέρας, εκδήλωση τιμής και μνήμης για τους εκτελεσθέντες του χωριού από τους Γερμανούς, στις 2 Απριλίου 1944.

Το Πρόγραμμα Εκδήλωσης:

Επιμνημόσυνη δέηση, Προσκλητήριο νεκρών, Κατάθεση στεφάνων, Απαγγελία Ποιήματος, κα Κική Γκούμα, Ενός λεπτού σιγή, Εθνικός Ύμνος

- Μετάβαση Συμμετεχόντων στην Αίθουσα Τελετών του Δ. Σχολείου,

Προσφορά Καφέ, Χαιρετισμός Αντιπεριφερειάρχου, Δημάρχου, Προέδρου,

Εκφώνηση Λόγων:

κκ Κ. Μπαρμπαρούσης, Κ. Βαϊνάς, Α. Μπασαράς, Παράθεση Αναψυκτικών και Εδεσμάτων

Στην κεντρική πλατεία της Περιστέρας, που βρίσκεται το μνημείο των πεσόντων, έγινε η επιμνημόσυνη δέηση, η κατάθεση στεφάνων και το προσκλητήριο των εκτελεσθέντων.

  

Στεφάνια κατέθεσαν για την Περιφερειακή Ενότητα Τρικάλων η Αντιπεριφερειάρχης Χρύσα Ντιντή, για την Τοπική Κοινότητα Περιστέρας ο πρόεδρος Αθανάσιος Γκούμας, για τον Δήμο Μετεώρων ο Αντιδήμαρχος Αντώνης Παπαναστασίου και ο υιός εκτελεσθέντος Νικολάου Περώνα, Γιάννης Περώνας.

  

Εξαιρετικούς χαιρετισμούς, πολύ πέρα από τυπικούς, έστειλαν οι βουλευτές του νομού Τρικάλων: Κωνσταντίνος Σκρέκας, ΝΔ, Αικατερίνη Παπακώστα, ΝΔ και Μαρίνα Κοντοτόλη, ΣΥΡΙΖΑ

   

Ακολούθησε ένα ποίημα από την κα Κική Γκούμα, καθηγήτρια, χαιρετισμός της κας Χρύσας Ντινή, Αντιπεριφερειάρχη Τρικάλων, ενός λεπτού σιγή και με τον Εθνικό Ύμνο έκλεισε αυτή η λιτή εκδήλωση.

    

Την τελετή στην πλατεία συντόνισε, ο κ. Αναστάσιος Μπασαράς, Πρόεδρος του Κέντρου Αριστείας «Ακρόπολις», Σχος (Μ) ε.α. της Πολεμικής Αεροπορίας, εγγονός του εκτελεσθέντος Αναστασίου Μπασαρά.

   

Στη συνέχεια, στην αίθουσα τελετών του Δημοτικού Σχολείου, έγινε εκφώνηση των επετειακών λόγων από τους εγγονούς εκτελεσθέντων, κκ Κωνσταντίνο Μπαρμπαρούση, Κωνσταντίνο Βαϊνά και Αναστάσιος Μπασαρά και παράθεση Αναψυκτικών και Εδεσμάτων. Παράλληλα, εγκαινιάστηκε και η βιβλιοθήκη του Πολιτιστικού Συλλόγου Περιστέρας, δωρεά της οικογένειας Ανασατασίου Μπασαρά, στη μνήμη του υιού τους Κωνσταντίνου.

    

  

Αξίζει να διαβάσετε τους λόγους των εγγονών:

Αναστάσιος Μπασαράς: 

Ο νομός Τρικάλων, μετά τη ναζιστική εισβολή τον Απρίλιο του 1941, περιήλθε στην κατοχή των Ιταλών και στην Καλαμπάκα εγκαταστάθηκε Ιταλική Διοίκηση, με ισχυρή φρουρά. Η μαύρη περίοδος της υποδούλω- σης είχε πλέον αρχίσει.

Η πείνα, οι στερήσεις, οι καταδόσεις, οι συλλήψεις, οι φυλακίσεις και οι δολοφονίες έγιναν καθημερινά φαινόμενα. Στην κατοχή των Ιταλών η Καλαμπάκα παρέμεινε έως και τον Φεβρουάριο του 1943, ημερομηνία που ταυτίζεται με την μάχη της Οξύνειας, Μερίτσας και αξίζει να σημειωθεί, ότι η μάχη αυτή αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της Εθνικής Αντίστασης.

Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1943, οι πολλές καθημερινές συγκρούσεις δημιουργούσαν αβεβαιότητα και ανασφάλεια στους κατοίκους, οι οποίοι -για να αποφύγουν τα χειρότερα- σκόρπισαν στα χωριά της περιοχής Καλονερίου, Βυτουμά, Παρασκευής και Κορομηλιάς.

Με τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, τα πράγματα άλλαξαν. Ο νομός Τρικάλων και η περιοχή πέρασαν στον έλεγχο των ναζιστικών στρατευμάτων. Οι Γερμανοί, γνωρίζοντας τη δράση των Αντιστασιακών Οργανώσεων, άρχισαν τον Σεπτέμβριο του 1943, τις εξορμήσεις εκκαθαρίσεων προς τα χωριά της Πύλης, του Ασπροποτάμου και της Καλαμπάκας, δεχόμενοι συνεχώς τις αντεπιθέσεις των Αντάρτικων Τμημάτων τους Ε.Α.Μ., Ε.Λ.Α.Σ και του Ε.Δ.Ε.Σ.

Η εκτέλεση στις 13 Ιουλίου 1943, 78 Γερμανών που είχαν συλληφθεί στον Ασπροπόταμο, έναν μήνα πριν και κρατούνταν στη Μονή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού Δολιανών, ήταν η αφορμή της έναρξης της εκκαθαριστικής επιχείρησης των Γερμανών. Πέρασαν δια πυρός και σιδήρου όλα τα χωριά του Ασπροπόταμου και της ευρύτερης περιοχής, καίγοντας και καταστρέφοντας τα πάντα, εκτελώντας εκατοντάδες κατοίκους.

Το ημερολόγιο έγραφε 18 Οκτωβρίου του ’43, όταν οι μηχανοκίνητες διμοιρίες των Γερμανών κινούμενες από τα Τρίκαλα, υπερφαλαγγίζοντας και εξουδετερώνοντας κάθε αντίσταση, μετέτρεψαν σε πραγματική κόλαση την Καλαμπάκα, με τους κατοίκους της να βλέπουν τις φλόγες από τα γύρω υψώματα- Κορομηλιά, Αι Γιάννης Κρύας Βρύσης, Μετέωρα, όπου είχαν καταφύγει προκειμένου να προστατευτούν.

Η Καλαμπάκα μετά από ολιγόωρη μάχη, κάηκε.
Κάηκαν πολλά σπίτια και ένα μεγάλο τμήμα της πόλης μετατράπηκε σε ερείπια.
Οι κάτοικοι κυνηγημένοι την εγκαταλείπουν.

Το απόγευμα της 19ης Οκτ/ρίου, το 2ο τάγμα των Γερμανών κατευθύνεται προς Καστανιά. Η είδηση διαδόθηκε στην Καστανιά και στα χωριά του Ασπροποτάμου, οι κάτοικοι των οποίων προσπάθησαν να κρυφτούν, εγκαταλείποντάς τα. Το πρωί της 20ης φθάνουν στην Καστανιά και δεν βρίσκουν ψυχή.
Την Πέμπτη 21η αρχίζει η λεηλασία του χωριού και ανακαλύπτουν το στρατηγείο του ΕΛΑΣ, γεγονός που έκανε τους Καστανιώτες ενόχους και συνεργάτες των ανταρτών εναντίον των Γερμανών. Το Σάββατο 23 του Οκτώβρη, όλα τα γυναικόπαιδα που βρέθηκαν, περίπου 155 κάτοικοι, φυλακίστηκαν στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Στους έγκλειστους μοιράστηκαν αριθμοί με «σειρά προτε- ραιότητας» για εκτέλεση, σε περίπτωση επίθεσης από τους αντάρτες. Την Κυριακή 24 του Οκτώβρη, οι κρυμμένοι στο δάσος Καστανιώτες βρέθηκαν περικυκλωμένοι από τους Γερμανούς, οι οποίοι χωρίς δισταγ- μό άρχισαν να πυροβολούν, αδιακρίτως. Ο απολογισμός εκείνης της ημέρας ήταν 46 νεκροί.

Την Δευτέρα 25η συνεχίσθηκε η λεηλασία του χωριού και την επόμενη, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, η Καστανιά παραδόθηκε στις φλόγες. Πυρπολήθηκαν 194 σπίτια και 266 αχυρώνες, τα καταστήματα και το σχολείο του χωριού και το λαογραφικό μουσείο, με σπάνιο λαογραφικό υλικό 400 ετών, από την εποχή του Διονυσίου Πύρρου. Διασώθηκε μόνο η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου και το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, που είναι τα κύρια εκκλησιαστικά μνημεία του χωριού. Ανάλογη τύχη είχαν και τα υπόλοιπα χωριά του Ασπροποτάμου.

Συνολικά, οι Γερμανοί στον Ασπροπόταμο έκαψαν 1624 σπίτια, 780 αποθήκες και βοηθητικούς χώρους, εκτέλεσαν 121 κατοίκους, έκαψαν 13 εκκλησίες και μοναστήρια και, φυσικά, δεν άφησαν τίποτα σε υποδομές στο πέρασμά τους.

Ετσι ήταν τα πράγματα και οι δράσεις, το φθινόπωρο του 1943 και τον χειμώνα του 1944. Πολλοί είχαν μαζευτεί πέρα από το ποτάμι, ιδιαίτερα από τις αντιστασιακές ομάδες του ΕΑΜ, ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, στην περιοχή του Σκούμπου, του Βυτουμά, της Παρασκευής, της Διάβας και του Κόζια κα. Στις ομάδες αυτές, φαίνεται να ήταν και οι συγχωριανοί μας: Λάμπρος Κατσακιώρης, Αντ. Μπασαράς, Θεόδωρος Μπαρμπαρούσης, Γιάννης και Θόδωρος Απόχας. Ασφαλώς και ο περισσότερος ανδρικός πληθυσμός της Περιστέρας ήταν εκεί με τα κοπάδια του.

Τα χωριά που ήταν ανατολικά του Πηνειού, όπως: Σαρακήνα, Περιστέρα, Βασιλική, ήταν πατριωτικό και ανθρώπινο καθήκον να συνεισφέρουν στον εφοδιασμό αυτών των ανταρτών, αλλά και των ξεπορτισμένων Καλαμπακιωτών.

Μάλιστα, κάθε χωριό είχε και έναν ή δύο υπευθύνους. Φαίνεται ότι στην Περιστέρα ήταν ο μακαρίτης ο Φώτης ο Μπαρμπαρούσης. Ο Δημήτρης Καλύβας, ένας αξιόλογος κάτοικος της Διάβας, ήταν ο σύνδεσμος μετα- ξύ αυτών των ομάδων και, κατά κάποιον τρόπο, διαχειριστής όλων αυτών των μικρών, μικρών τέλος πάντων που ήταν στα διάφορα χωριά και είχαν και καταστάσεις ονομάτων κ.τ.λ., οι οποίοι συνεισέφεραν και συνεισέφεραν σχεδόν όλοι.

Κάπου εκεί στις 8 Μαρτίου του ‘44, πήγε ο Δημήτρης Καλύβας στην Περιστέρα και αντάμωσε τον Φώτη, τον Μπαρμπαρούση και κάποιον άλλον, ίσως τον Βασίλη τον Περώνα.

Από κάπου φαίνεται ότι έπεσε κάποιο καρφί στους Γερμανούς. Ότι εκεί, στην Περιστέρα, θα βρείτε τον σύνδεσμο Καλύβα, ο οποίος μάλιστα έχει και μία κατάσταση όλων των ανθρώπων και των οικογενειών που συνεισφέρουν αυτά τα λίγα, ιδιαίτερα σε τρόφιμα και ρούχα και άλλα πράγματα. Ο Καλύβας, ο Φώτης Μπαρμπαρούσης και ο άλλος, κατά- λαβαν την κατάδοση. Οπότε, κάπου μέσα εκεί, δίπλα στο σπίτι του Μπαρμπαρούση, σε μια καλύβα με σανό, έκρυψαν την ονομαστική κατάσταση.

Ήρθαν οι Γερμανοί, κάνανε την ανάκριση, δεν μπόρεσαν να πάρουν την κατάσταση και εκβίασαν τον Μπαρμπαρούση ότι, «…εάν μέχρι αύριο 9 Μαρτίου το μεσημέρι, που θα ξανάρθουμε, δεν έχετε την κατάσταση, θα κάψουμε όλο το χωριό.» Και πήραν μαζί τους τον Καλύβα. Δεν τον αφή- σανε εκεί.

Εν τω μεταξύ, ο Φώτης διέδωσε το κακό μαντάτο και ιδιαίτερα οι μέσες ηλικίες και ίσως και ελάχιστοι από τους μεγαλύτερους έφυγαν και πήγαν πέρα από το ποτάμι, στον Κόζιακα.

Οι πολύ μεγάλοι, που είχαν και τις σειρές τους εκεί, όπως ο παππούς, ο αδερφός μου και κάποιοι άλλοι, υπέθεσαν ότι επειδή είναι μεγάλοι, οι πρεσβύτεροι θα μείνουν και θα τους σεβαστούν οι Γερμανοί.

Πήγαν την άλλη μέρα οι Γερμανοί· ο Φώτης, βέβαια, και ο σύντροφός του την κοπάνησαν για να γλυτώσουν… καμιά κατάσταση δεν βρέθηκε.

Ευνόητο είναι οι Γερμανοί να εξαγριωθούν και να συλλάβουν όσους από τους άντρες βρήκαν, μαζί με δύο εφήβους 15 και 16 χρονών, τους Καραλιόλιο και Γκούμα, παρά τα κλάματα και τα σπαρακτικά παρακάλια των δικών τους. Τους χειρόδεσαν και τους πέταξαν στο στρατιωτικό Ρεο για να τους πάνε στο στρατόπεδο της Γερμανικής Διοίκησης, στα Τρίκαλα.

Τους κρατήσανε καμιά δεκαπενταριά μέρες και μετά τους πήγανε στη Λάρισα. Εκεί στην περιοχή των Αγίων Αναργύρων, που είχανε αυτοί ένα στρατόπεδο, τους κάνανε μια στρατιωτική δίκη την 1η Απριλίου και, βλέποντας ότι ήταν αθώοι, χωριάτες και οι περισσότεροι χωρίς καμιά αντιστασιακή δράση κτλ., τους αθώωσαν. Τους λένε: «Θα σας αφήσουμε ελεύθερους, αλλά επειδή είναι αργά, δεν μπορούμε να σας αφήσουμε απόψε να φύγετε μόνοι σας. Καλύτερα να φύγετε αύριο το πρωί, πρωί πρωί. Να φύγετε και να πάτε στα χωριά σας.»

Εν τω μεταξύ, την 1η Απριλίου ή και στις 31 Μαρτίου έγινε ένα σαμποτάζ αρκετά σημαντικό στην περιοχή της Λάρισας.
Ένας από τους κρατούμενους, από τα Βανακούλια, την Κρύα Βρύση, είχε την τύχη να φύγει την προηγούμενη βραδιά, με την ανακοίνωση της αθωότητας. Και την άλλη μέρα, κατά τον Γιάννη τον Περώνα, πέρασε αργά το απόγευμα από την Περιστέρα και καθησύχασε τους κατοίκους, να μην ανησυχούν, τους αθώωσαν όλους και σήμερα το βράδυ κάποια ώρα αργά θα επιστρέψουν και αυτοί.

Ωστόσο, το σαμποτάζ της 1ης Απριλίου άλλαξε την απόφαση:
Η κατοχική δύναμη του Γερμανικού Στρατού, για λόγους αντίστασης των Ελλήνων, με την παρακάτω Γνωστοποίηση: ‘’Ο Γερμανικός Στρατός γνωρίζει ότι η μεγάλη πλειοψηφία του Ελληνικού λαού μετ' αποστροφής αποστρέφει τα βλέμματα από τοιούτων εγκλημάτων εις την υπηρεσίαν τής Μόσχας εργαζομένων εγκληματικών στοιχείων και ότι καταδικάζει αυτούς. Εξάλλου, ο Γερμανικός Στρατός δεν είναι διατεθειμένος να αφήσει ατιμώρητα τα εγκλήματα ταύτα. Η βάσει σχεδίου εκτέλεσις απόπειρων αναγκάζει τον Γερμανικόν Στρατό να λάβει αποφασιστικά μέτρα. Ο Στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδας διέταξε τον τυφεκισμό των κάτωθι Ελλήνων, ως αντίποινα δια τας δύο τελευταίας αποπείρας, «συμφώνως προς τους στρατιωτικούς νόμους, οίτινες, ως αδιαμφισβήτως διεπιστώθη είχαν σχέσιν με τας τρομοκρατικάς ομάδας.
Και, εκτέλεσε, στις 2/4/1944, στους Αγίους Αναργύρους Λαρίσης, 65. Μεταξύ των οποίων και οι συγχωριανοί μας:
Μπασαράς Αναστάσιος 1879, Μπασαράς Αθανάσιος 1892, Μπαρμπαρούσης Κωνσταντίνος 1898, Μπαρμπαρούσης Βησ. 1898, Ρούντος Ιω. 1877, Βαϊνάς Βασ. 1886, Γκούμας Ανδρ. 1903, Γκούμας Σταύρος 1903, Περώνας Νικόλαος 1895, Πλευράς Νικόλαος 1900, Καλύβας Δημ. 1907.

Εκείνο που θυμάμαι και έχει γραφεί με ανεξίτηλη μελάνη στη μνήμη μου, ήταν εκεί, γύρω από δυο τρεις ώρες ύπνο, κοντά στα μεσάνυχτα, κάθε βράδυ μα κάθε βράδυ, η γιαγιούλα μου σηκωνότανε και καθότανε στο κρεβάτι σταυροπόδι, με την ωραία άσπρη της πουκάμισα. Μονολογούσε συνέχεια και μοιρολογούσε και έκλαιγε. Κι έλεγε κατάρες. Λίγα καταλάβαινα.

Ήξερα όμως ότι ήταν πάντα για τον παππού μου τον Τάσο. Για τον λεβέντη της που τόσο πολύ αγαπούσε. Που της χάρισε τα δώδεκα παιδιά, έστω και τα τρία χαμένα. Που την έκανε αρχόντισσα και βασίλισσα στην περιοχή. Πολύ νωρίς, έπαιρνε ώρα αυτή η σκηνή. Μισό έκλαιγα κι εγώ, αλλά γρήγορα πάλι με έπαιρνε ο ύπνος.

Μια μέρα ή μάλλον ένα βράδυ, εκεί που έκλεινα τα έξι μου χρόνια. Ήταν 9 ή 10 Μάρτη του 1951. Θυμάμαι πολύ καλά· το μοιρολόι και οι κατάρες εκείνης της βραδιάς, ξεπέρασαν κάθε άλλη φορά. Και της λέω, «γιατί κλαις απόψε τόσο πολύ γιαγιούλα;» Το είπα αυτό, ύστερα από ώρα, αφού έπαψε να μοιρολογεί.
«Αχ, μαναράκι μου», μου λέει. «Ευτυχώς που έχω εσένα δίπλα μου. Και μου τον θυμίζεις. Θυμήθηκα απόψε εκείνη τη βραδιά που τον έχασα και δεν τον ξαναείδα. Η μέρα ήταν πολύ συννεφιασμένη και το κρύο επίσης πολύ τσουχτερό, γιατί φυσούσε από τον χιονισμένο Κόζιακα που είχε ασπρίσει μέχρι το ποτάμι.

Όσο βράδιαζε, η βροχή δυνάμωνε. Άνοιγαν οι καταρράκτες του ουρανού. Οι αστραπές, οι βροντές και οι κεραυνοί προ μήνυαν το μεγάλο κακό που θα έρθει. Δεν φανταζόμαστε πως με εκείνη την κοσμοχαλασιά, στις 9 του Μάρτη του 1944, οι Γερμανοί θα έρχονταν στο σπίτι. Όλα τα παιδιά είχαν φύγει, δυο τρεις μέρες πριν και ήταν όλοι στον Σκούμπο, πέρα από το ποτάμι. Ήξεραν ότι οι Γερμανοί θα κάνουν μπλόκο.

Ο παππούς σου και ο αδερφός του Θανάσης και καμιά δεκαριά άλλοι μεγάλοι το ήξεραν και αυτοί. Αλλά σκέφτονταν και έλεγαν: ‘Τόσο μεγάλοι που είμαστε, πάνω από τα εξήντα, θα μας σεβαστούν, δεν θα μας κάνουν κακό και πρέπει να κάτσουμε να φυλάξουμε την περιουσία μας’. Έμειναν. Θυμάμαι τους Γερμανούς. Έβαλαν τις φωνές: έξω από το σπίτι, «Raus, schnell, alle raus», στους άντρες, να βγουν στην αυλή.

Είχαν μείνει μόνο ο Τάσος και ο Θανάσης. Τα παιδιά μου: ο Γιώργος, ο Σπύρος, ο Κώστας, καθώς και τα μικρότερα: ο Αντώνης, ο Νίκος, ο πατέ ρας τους ο Χρήστος μου και οι άλλοι, είχαν πάει πέρα από το ποτάμι, στον Σκούμπο, στον Κόζιακα.

Τους έδεσαν τα χέρια. Τους πήραν μαζί τους. Δεν καταλάβαιναν τι τους έλεγαν. Τους έσπρωχναν όμως. Και τους φώναζαν με τις αγριοφωνάρες τους. Και, εμείς οι γυναίκες και τα μικρά τρέχαμε πίσω από τους Γερμανούς και ουρλιάζαμε και ικετεύαμε να τους αφήσουν... Από κει και πέρα, δεν τους ξαναείδα ποτέ και δεν ξέρω αν τους εκτέλεσαν ή αν ακόμα τους έχουν φυλακισμένους.

Εφτά χρόνια τώρα, ούτε ένα μνημόσυνο δεν κάναμε για την ανάπαυση των ψυχών τους.»

Αυτά μου έλεγε η μανιά μου η Θεοπούλα στις 10 Μαρτίου 1951, επτά χρόνια μετά την εκτέλεση του παππού μου.

Εμείς, οι υιοί, θυγατέρες, εγγονοί και εγγονές, με μεγάλο σεβασμό, και με εξαιρετική τιμή και με περίσσεια περηφάνεια, αναγνωρίζοντας ότι η συνεισφορά τους στην στήριξη της εθνικής αντίστασης, ο αγώνας των για τη λευτεριά και η εγκληματική εκτέλεσή τους αφήνει παρακαταθήκη και χρέ ος σε όλους εμάς για ομόνοια και αγάπη μεταξύ μας και θέλοντας να τιμήσουμε τους πατεράδες, παππούδες και προπαππούδες μας, κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ μας: στους ‘Εκτελεσθέντες υπό Γερμανών, την 2.4.44 για την Ελευθερία της Πατρίδας’, αλλά μεγαλόψυχα, και σε εκείνους από τους συγχωριανούς μας, που τότε, συμμετείχαν στις ομάδες ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ του Κόζιακα και έπεσαν αργότερα και πριν το 1950.

Αθάνατοι! Ζήτω η Περιστέρα! Ζήτω η Ελλάδα!

Στην διάσκεψη του Κάιρου το φθινόπωρο του 1943, συμφωνήθηκε μεταξύ του αμερικανού προέδρου Ρούσβελτ, του Βρετανού πρωθυπουργού Τσώρτσιλ και του Στρατάρχη Τσαγκ Κάι Σεκ η Κορέα να μείνει ανεξάρτητη απαλλαγμένη από την ιαπωνική κατοχή. Η απόφαση αυτή έγινε αποδεκτή και από την Σοβιετική Ένωση το 1945 στο Ποτσδάμ, όταν κήρυξε και αυτή τον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας.

Έτσι αποφασίστηκε τα Σοβιετικά στρατεύματα να αφοπλίσουν την Βόρεια Κορέα και την Νότια τα αντίστοιχα αμερικανικά. Σημειώνεται ότι κατά τον ρωσοιαπωνικό 1904-1905 η Ρωσία διεκδίκησε την χερσόνησο της Κορέας ανεπιτυχώς και η κυριαρχία περιήλθε στην Ιαπωνία από το 1910.

Μετά την λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την ήττα της Ιαπωνίας η κορεατική χερσόνησος χωρίζεται σε δύο ζώνες και ο 38ος παράλληλος αποτελεί και το σύνορο των δύο ζωνών.

Ήταν 15 Αυγούστου 1945. Ο ψυχρός πόλεμος οδηγεί τις δύο ζώνες σε δύο ανεξάρτητα κράτη, την Βόρειο Κορέα να ανήκει στο κουμμουνιστικό ανατολικό στρατόπεδο της ΕΣΣΔ και την Κίνα και την Νότιο Κορέα να ανήκει στην δύση, υπό την προστασία των ΗΠΑ. Στις 25 Ιουνίου 1950 η Βόρειος Κορέα υπό την ηγεσία του Κιμ Ιλ Σονγκ, παππού του σημερινού ηγέτη, Κιμ Γιονγκ Ουν, εισβάλει στην Νότιο Κορέα. Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, (ΣΑΗΕ),  με την απόφαση 82 απαίτησε από τη Βόρειο Κορέα να τερματίσει αμέσως την εισβολή. Η Βόρειος Κορέα δεν συμμορφώθηκε με την απόφαση, συνέχισε την εισβολή αναγκάζοντας το ΣΑΗΕ στις 27 Ιουνίου 1950 να εκδώσει την απόφαση 83. Η απόφαση 83 τόνιζε ότι η Βόρειος Κορέα παραβιάζει την ειρήνη και απαιτούνται επείγοντα στρατιωτικά μέτρα για την αποκατάσταση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, κάνοντας ταυτόχρονα σύσταση στα κράτη μέλη να παράσχουν στρατιωτική βοήθεια στη Δημοκρατία της Νότιας Κορέας.

Αυτά τα λίγα για να θυμηθούμε την ιστορία έναρξης του εμφύλιου πολέμου στην Κορέα.

Η συνέχεια: PDF

* Ο Κωνσταντίνος Τζαβέλλας είναι αντιπτέραρχος ε.α., πρόεδρος της ΕΑΑΑ.


Βίας ο Πριηνεύς: Άκουγε πολλά, μίλα την ώρα που πρέπει.

Θαλής o Μιλήσιος: Καλύτερα να σε φθονούν παρά να σε λυπούνται.

Κλεόβουλος ο Λίνδιος: Το μέτρο είναι άριστο.

Περίανδρος ο Κορίνθιος: Οι ηδονές είναι θνητές, οι αρετές αθάνατες.

Πιττακός ο Μυτιληναίος: Με την ανάγκη δεν τα βάζουν ούτε οι θεοί.

Σωκράτης: Εν οίδα ότι ουδέν οίδα. Ουδείς εκών κακός.

Θουκυδίδης: Δύο τα εναντιότατα ευβουλία είναι, τάχος τε και οργήν.

Πλάτων: Άγνοια, η ρίζα και ο μίσχος όλου του κακού. 

Αριστοτέλης: Δεν υπάρχει τίποτε πιο άνισο από την ίση μεταχείριση των ανίσων.