Κατέληξα πως μου είναι σημαντικό να ζω σ’ έναν κόσμο που, με κάποιον τρόπο, βγάζει νόημα, αλλά απ’ τη στιγμή που πήρα αυτή την απόφαση, σκοντάφτω συνεχώς σε μια σειρά από παραλογισμούς, που αποδεικνύουν πως -στην καλύτερη περίπτωση- η κοινή λογική δεν είναι τελικώς και τόσο κοινή…

Αυτές τις μέρες, με αφορμή άλλη μία ατέρμονη συζήτηση για το συνταξιοδοτικό -τον καυτό υπότιτλο του ασφαλιστικού- μου έρχονται στο μυαλό μερικές μικρές, παλιές ιστορίες παραλόγου...

Η μάνα μου, που λες, πέρασε όλα τα χρόνια της ζωής της σ’ ένα βιβλιοπωλείο.
Γέρασε για να φύγει κι όταν έφυγε, δεν έφυγε ποτέ στ’ αλήθεια απ’ αυτό…
Όλα της τα χρόνια πλήρωνε το Ταμείο Τυπογράφων, βαρέα και ανθυγιεινά, λέει.
Εγώ, ως παιδί, δεν ήξερα τι ακριβώς σήμαινε αυτό, όμως καταλάβαινα πως της κόστιζε παραπάνω. Επιπλέον, έδινε κατιτίς για το ΙΚΑ, κάτι που τότε ήταν υποχρεωτικό κι ευτυχώς δηλαδή διότι, όταν το Ταμείο Τυπογράφων ενσωματώθηκε, όπως είπαν, με το ΙΚΑ, η μάνα μου, έχοντας πληρώσει όλα αυτά τα πολύ βαρέα… βρέθηκε να συνταξιοδοτείται μόνο από εκείνο το μικρό, συμπληρωματικό κατιτίς, παίρνοντας δηλαδή τον βασικό του ΙΚΑ.
Τα άλλα, φαίνεται, είχαν πέσει σε ένα βαρέλι δίχως πάτο και κάποιος σκέφτηκε να τα εξαφανίσει, με την καλή δικαιολογία πως ήτανε και… ανθυγιεινά!
Πέρασε πολύ καιρό η φουκαριάρα η μάνα μου να σέρνεται από επιτροπή σε παραεπιτροπή διαμαρτυρόμενη, αλλά ποτέ δεν κερδήθηκε τίποτα ουσιαστικό κι ως ήταν αναμενόμενο, κερδισμένοι βγήκαν μόνο οι δικηγόροι!

Υποθέτω πως όλοι έχουν μία μικρή προσωπική ιστορία να διηγηθούν, σαν αυτήν της μάνας μου, για να αποδείξουν πως ανήκουν στους αδικημένους αυτής της ζωής, απλώς εγώ μένω με τα μάτια γουρλωμένα για κάθε μία απ’ αυτές που τυχαίνει να ακούσω.
Η λογική και η πίστη, λένε, βαδίζουνε στην ίδια όχθη.
Ίσως γι’ αυτό, με όσα συνάντησα στη ζωή μου, εκεί που έχανα την πρώτη, έχανα και τη δεύτερη… μα πόσο να αντέξει κανείς στου κόσμου το παράλογο;
Είναι πολλά αυτά που δεν ξέρω και τόσα άλλα που δεν καταλαβαίνω.
Στην Ελλάδα, δεν μου λείπουν καθημερινά οι αφορμές για νέες απορίες.

Να, τώρα δα, ακούω πως οι αγρότες θα κλείσουν και πάλι τις συγκοινωνιακές αρτηρίες της χώρας, διαμαρτυρόμενοι. Θα βάλουν γραμμή τα τρακτέρ τους και θα χωρίσουν την Ελλάδα στα δύο, όχι ότι θα είναι και η πρώτη φορά δα!
Δεν προκάνω να σκεφτώ αν έχουν δίκιο, γιατί θυμάμαι, σε κάποιες άλλες εποχές, που προτιμούσαν να θάψουν στο χώμα τόνους πορτοκάλια και ροδάκινα, αντί να τα δώσουν σε τιμές που τις θεωρούσαν εξευτελιστικές ή να τα μοιράσουν στον κόσμο να τα φάει, να τους μνημονεύει κιόλας!
Μπερδεύομαι, γιατί είναι οι ίδιοι που σύσσωμοι ψήφιζαν να φύγουμε τρέχοντας απ’ την Ευρώπη. Αυτή την ίδια την Ευρώπη που, επί χρόνια, τους τροφοδοτούσε με επιδοτήσεις, που τις έκαναν πρέφα και καφέ στα καφενεία του χωριού τους, αφήνοντας τους Πακιστανούς να μαζεύουν τις φράουλες που σάπιζαν στο μεταξύ κάτω απ’ τον ήλιο…

Τούτη η νέα, μάλλον κακομαθημένη γενιά αγροτών, μοιάζει να μην ξέρει πολλά περισσότερα, όπως ούτε και το τι είναι το υνί και τι το αλέτρι…

Σχεδόν πάντα, από κοντά στη διαμαρτυρία και οι κτηνοτρόφοι. Παλιά τακτική και αυτή.
Θα έχουν κι αυτοί κάποιο καλό λόγο να παραπονιούνται, σίγουρα.
Μόνο που είναι εκείνοι που κάποτε έχυναν, σε αυτούς τους ίδιους δρόμους, λίτρα από γάλα. Θα καταλάβαινα καλύτερα τη διαμαρτυρία τους αν αυτό, το ίδιο γάλα, το έστελναν στην Αφρική, να μοιραστεί σε όλα εκείνα τα παιδιά που βουτάνε το προσωπάκι τους κάθε μέρα σαν τα γουρούνια σε μικρές λασπωμένες γούρνες που σχηματίζει η βροχή, για να πιουν μια σταγόνα νερό.

Κι εκεί διαμαρτυρία θα ήταν και μάλιστα για πολλά περισσότερα δεινά… αλλά βλέπεις ήταν προτιμότερο να χυθούν στις εθνικές οδούς, χαμένα, αφού εκεί είχαν την ευκαιρία να έχουν το ένα τέταρτο δημοσιότητας που αναλογούσε στη διαμαρτυρία τους, από τα κανάλια που διψούσαν για θέαμα, όσο περίπου και τα παιδάκια στην Αφρική για νερό...

Το παράλογο έχει πολλά πρόσωπα και καμία συγκεκριμένη πατρίδα…

Μετά ήταν κι η Παυλίνα.
Συνάδελφός μου, τα χρόνια τα παλιά.
Βγήκε στη σύνταξη στα 42 της, έχοντας μετρήσει μόνο 15 χρόνια δουλειάς.
Πιτσιρίκα εγώ τότε, τη ρώτησα απορημένη, πώς θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή της.
Με τόσο ελεύθερο χρόνο, μια τόσο νέα γυναίκα, δεν θα βαριόταν;
Όταν τόλμησα να της το πω, με κοίταξε με απορία, ανάμικτη με λύπη, λέγοντάς μου:
«Μα, θα ξεκουραστώ!».

Άλογος κόσμος!

Στα 19χρονα μάτια μου, δεν ήταν σαφές τι είχε κουράσει μία νέα, ευκατάστατη γυναίκα, που δούλευε μόνο έξι ώρες τη μέρα, κάνοντας τουλάχιστον δύο ώρες διάλειμμα για καφέ!
Μου ήταν άγνωστος βλέπεις ο κόσμος του δημοσίου ακόμα για μένα και χαίρομαι που, τόσα χρόνια μετά, δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να τον γνωρίσω ποτέ, αφού ευτυχώς δεν είναι παντού ο ίδιος...

Πολύ καιρό μετά, σ’ ένα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη, γνώρισα τον Βασίλη.
Έναν 40χρονο στρατιωτικό από τη Λάρισα, ο οποίος υπηρετούσε γραφέας σε μία μονάδα εκεί. Το ωράριό του ήταν επτάμιση με τρεις, όσο ενός οποιουδήποτε διοικητικού υπαλλήλου στο δημόσιο. Τελείωνε και πήγαινε στο μικρό του διαμέρισμα, περιμένοντας υπομονετικά, να περάσουν τα επόμενα έξι χρόνια για να βγει, λέει, στη σύνταξη.

Στο μεταξύ, υπολόγιζε πώς ακριβώς θα τοποθετούσε τα χρήματά του σε μία μικρή κτηνοτροφική μονάδα, που θα έφτιαχνε στο όνομα του αδελφού του, για να μην φαίνεται αυτός και τον τσακίσει, φυσικά, η εφορία!

Τώρα ξέρω, ίσως κάποιος πει πως η μητέρα πατρίδα δικαιούται να προσφέρει σε αυτούς που την υπηρέτησαν κάποια προνομιακή μεταχείριση, ως προς την "ξεκούρασή" του, αλλά τελευταία φορά που κοίταξα, βρε παιδί μου, είχαμε πολλά χρόνια ειρήνης και, στο δικό μου το μυαλό, δεν βρίσκεται κανένας σοβαρός λόγος, ώστε ο γραφέας σε ένα στρατιωτικό γραφείο να δικαιούται διαφορετικής μεταχείρισης από τον γραφέα ενός οποιουδήποτε άλλου, κυρίως αν απλώς περιμένει τον χρόνο να περάσει, λουφάζοντας μέσα σ' αυτό, αντί να τρέχει όπως εκατοντάδες άλλοι συνάδελφοί του να φυλάει τα σύνορα...

Δεν θα εξοικειωθώ ποτέ με το παράλογο…
Είχα πάντα την ελπίδα πως στον μεγάλο κανόνα, αυτές ήταν μόνο οι εξαιρέσεις...

Θυμάστε παλιότερα, όταν ο κόσμος είχε κλείσει τους δρόμους, για να διαμαρτυρηθεί για το ασφαλιστικό;
Είχαν κατέβει όλοι μαζί, αλλά υποπτεύομαι ότι διαμαρτύρονταν ο καθένας για άλλο λόγο και τρέμω στη σκέψη του ότι η διαμαρτυρία του ενός στρεφόταν τελικώς εναντίον της διαμαρτυρίας του άλλου και μάλιστα, χωρίς να το πάρει χαμπάρι κανένας απ’ τους δύο!

Εγώ που δεν ξέρω τα πολλά κι ο νους δεν κατεβάζει, φαντάζομαι πως όλο τούτο που δημιουργούσε τόση φασαρία, δούλευε κάπως έτσι:

Κάπου υπάρχει ένα μεγάλο κουτί, μέσα στο οποίο μπαινοβγαίνουν τα χρήματα που χρησιμοποιούνται για να ζήσουν τελικώς οι πολίτες, όταν οι δυνάμεις τους θα τους έχουν εγκαταλείψει.
Δουλεύει δηλαδή ο εργαζόμενος, όσο είναι νέος και δυνατός· μπαίνουν μέσα οβολάκια.
Κι όταν γίνεται πια συνταξιούχος, ανίκανος να εργαστεί, βγαίνουν από μέσα, για να ζήσει.
Παλιότερα, όσο ο πληθυσμός ήταν «νέος» κι επαγγελματικά ενεργός, το κουτί γέμιζε και επειδή οι «γέροι» συνταξιούχοι ήταν λιγότεροι, περίσσευαν χρήματα κιόλας, έμεναν απόθεμα για όσους μελλοντικά θα είχαν την ανάγκη του.
Δίκαιο σύστημα δεν το λες, αφού ποτέ κανένας δεν έπαιρνε πίσω αυτό που στ’ αλήθεια έδινε, αλλά ποιος μας κατηγόρησε ποτέ ότι διαθέτουμε κράτος δικαίου;

Αλλά φτάνει κάποτε η στιγμή που τούτο το παράλογο δεν μπορεί να δουλέψει πια, ούτε στον έναν πόδα. Έτσι, οι αναλογίες άλλαξαν και μάλιστα πολλαπλώς.
Φταίει που σταματήσαμε να γεννάμε σε τούτη τη χώρα κι έτσι έχουμε πια περισσότερους μεγάλους, παρά μικρούς. Περισσότερους ήδη συνταξιούχους, παρά έστω και υποψήφιους εργαζόμενους.
Φταίει που η ανεργία έχει χτυπήσει κόκκινο, οπότε ακόμα και να είχαμε μικρούς, σε τι θα μας χρησίμευαν, αν όχι στο να τραβάμε τα μαλλιά μας για το πού να τους πρωτοστείλουμε μετανάστες;
Με τούτα και με κείνα, τα ταμεία έφαγαν τα οβολάκια για τη δύσκολη ώρα και το κράτος αναγκάστηκε να βάλει το χέρι στην τσέπη και να τσοντάρει κι αυτό, προκειμένου να βγαίνουν οι συντάξεις.
Ποιο κράτος; Αυτό που έχουμε, που χρωστάει και της Michele (της Ευρωπαίας Μιχαλούς) και δεν μου βγάζεις απ’ το νου, πως μεγάλο μέρος αυτών που της χρωστάμε οφείλεται σε τούτο το τσοντάρισμα.
Σε ποια τσέπη; Σε όποια μπορούσε! Κι από ποια μπορούσε;

Κάπου εδώ, το μάθαμε πια καλά, μπλέκουμε στη δυσάρεστη πολιτική ιστορία, όπου οι κυβερνήσεις πέφτουνε, μα τα πελατάκια μένουν.
Πελατάκια που δεν μπορεί να στεναχωρήσει κανείς πολιτικός που θέλει να έχει κι αύριο δουλίτσα.
Πελατάκια που εύκολα διορίζονται, ξεκούραστα δουλεύουνε και σίγουρα πληρώνονται!
Κι αφού αυτά τα πελατάκια δεν πρέπει να θιγούν με τίποτα, ποιος θα πληρώσει το τσοντάρισμα;
Μαντέψτε!
Ο μεγάλος παραγωγικός τομέας που, ας πρόσεχε!
Και παράγει και πληρώνει, για να τραφούν αυτοί που πίνουν στην υγειά του κορόιδου! Ανατομία του παραλόγου…

Έτσι που λες, μέχρι να στρίψουμε το βλέμμα μας, το κουτί είχε αδειάσει!
Και με το φτωχό μου το μυαλό, λέω πως οι δρόμοι γέμιζαν γιατί ήρθε ο λογαριασμός και δεν ξέρουμε ποιος θα τονε πληρώσει…

Δεν ξέρω αν υπάρχει κόκκινη γραμμή στον παραλογισμό.
Αλλά αν υπάρχει, ετούτη τη φορά την ξεπεράσαμε!

Σ’ αυτή την ίδια διαδήλωση, σαν ταινία που περιμένεις το τέλος για να ενωθούν τα κομμάτια και να καταλάβεις τη σύλληψη της ιδέας του σκηνοθέτη, συναντήθηκε η μάνα μου, που παίρνει 600 ευρώ σύνταξη, μετά από 40 χρόνια εργασίας και δεν ξέρει πώς θα ζήσει αν αυτά γίνουν 300, με την Παυλίνα, που παίρνει 2000, με 15 χρόνια δουλειάς και δεν θέλει αυτά να γίνουν 1000, γιατί πώς θα ζήσει με τα μισά λεφτά απ’ αυτά που υπολόγιζε;
Συμφωνώ, ένας άνθρωπος που χάνει τα μισά απ’ τα λεφτά του, δεν μπορεί να ζήσει όπως είχε συνηθίσει να ζει κι αυτό είναι πάντα ένα πλήγμα. Συμφωνώ, σε μία χώρα που ολισθαίνει, υπάρχει ανάγκη περικοπής, αλλιώς δεν γίνεται! Αλλά θα συμφωνήσεις κι εσύ πως τα «μισά» είναι αλλιώς όταν είναι τα μισά του 2000 κι αλλιώς όταν είναι τα μισά του 600!
Μισό από μισό, μία επιβίωση διαφορά!

Στο ίδιο πεζοδρόμιο βγήκανε τότε –και- τα θρασύτατα πελατάκια, που δεν θέλουν να χάσουν κανένα προνόμιο ή ευεργετική διάταξη, μαζί με τον Βασίλη, που συνταξιούχος στρατιωτικός και κτηνοτρόφος πια είχε, όπως πίστευε, διπλούς λόγους για να διαμαρτύρεται…

Στον ίδιο δρόμο μπλέχτηκαν αγρότες, κτηνοτρόφοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, στρατιωτικοί, συνταξιούχοι, ιδιωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι, εργαζόμενοι και άνεργοι, εξυπηρετώντας όλοι τον παραλογισμό που τους ήθελε να διαμαρτύρονται μαζί, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι για να δοθούν στον έναν πρέπει να παρθούν απ’ τον άλλον… χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να μετρήσουν ότι δεν γίνεται να κρατήσει ο καθένας τα δικά του, χωρίς να αλλάξει τίποτα, διότι όταν το κουτί έχει αδειάσει, έχει αδειάσει για όλους…

Όλη αυτή η ίδια κοινωνία, ενωμένη κάτω απ' τις ίδιες σημαίες, τα ίδια πανό, εναντίον αυτού που μαζί ψήφιζε ως "λυτρωτή" λίγο καιρό πριν και ίσως ξαναψήφιζε ως δικαιούχο μιας δεύτερης ευκαιρίας...

Δεν θυμάμαι ποιος είπε πως όλη η τέχνη της πολιτικής συνίσταται στο να διευθύνεις με τρόπο λογικό τους παραλογισμούς των ανθρώπων, αλλά όποιος και να το είπε, δεν είχε στο νου του τη χώρα μας αφού, μέσα σε όλο το παράλογο, ακούσαμε και το πιο παράλογο ακόμα –λες και είχαμε κι άλλα περιθώρια- την τότε κυβέρνησή μας να λέει πως στέκεται στο πλευρό των απεργών, που διαδηλώνουν εναντίον των δικών της αποφάσεων!

Κάπου εδώ ο παραλογισμός με ξεπερνάει, αλλά πριν αναφωνήσω «δεν περιγράφω άλλο», λέω να του δώσω μία ακόμα ευκαιρία…

Όπως το καταλαβαίνω δύο είναι οι λύσεις και κανείς δεν ισχυρίζεται πως είναι εύκολες:

Στη μία, το κράτος χρειάζεται να αναλάβει τις ευθύνες του και να αποφασίσει να το κάνει σωστά. Χρήματα δεν υπάρχουν, αυτή είναι μια αλήθεια και κάτι πρέπει να γίνει.
Θα πάρει λοιπόν απ’ όλους, συμπεριλαμβανομένων και των πελατών του, που σημαίνει ότι θα αναλάβει το πολιτικό κόστος στο ακέραιο και θα αποδείξει ότι ήρθε να βάλει το μαχαίρι στο κόκκαλο, να αλλάξει το μάταιο τούτο πολιτικό γίγνεσθαι.
Ομολογώ πως δεν τρέφω πολλές ελπίδες ότι αυτό μπορεί να συμβεί, διότι εμπεριέχει κάτι που λέγεται "πολιτική βούληση" κι αυτό είναι στοιχείο άγνωστο του Έλληνα πολιτικού, τουλάχιστον μέχρι τα σήμερα.

Στην άλλη, το κράτος τους φωνάζει όλους μαζί και λέει: "Παιδιά, τα λεφτά είναι τόσα όλα κι όλα κι άλλα δεν έχει! Επομένως, αφού έχετε έννομο συμφέρον κι εγώ θέλω να σας ικανοποιήσω όλους, σας καλώ να μπείτε σε ένα δωμάτιο και να μην βγείτε, αν δεν αποφασίσετε μόνοι σας πώς θέλετε να μοιραστούν. Φροντίστε ώστε και να φτάνουν και να είστε όλοι τόσο ευχαριστημένοι απ' τη λύση που θα βρείτε, που θα μου αδειάσετε τους δρόμους, μπας και κάνουμε και τίποτα πιο παραγωγικό επιτέλους, να έχουν ελπίδα τα εγγόνια μας να βρουν καμιά δουλειά εδώ κι όχι στη μακρινή ξενιτιά.
Στο κάτω κάτω, αν φωνάζετε για αυτοδιαχειριζόμενο κράτος, ε, αυτοδιαχειριστείτε το!

Εγώ κάτι άλλο δεν κατέω να προτείνω, άσε που πιο μεγάλο κακό απ’ το συνταξιοδοτικό, αν με ρωτάς, είναι το παράλογο…. και τούτο περισσότερο απ’ όλα φοβάμαι…

Είναι πρόβλημα που δεν μπορούμε να καταλάβουμε ότι ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι και δεν έχει κανένα παραπάνω νόημα -αυτή τη στιγμή- να αναζητήσουμε ευθύνες, απ' ότι θα είχε όλο το χρόνο, για όλα όσα συμβαίνουν σ' αυτή τη χώρα.
Όμως δεν το κάνουμε.

Βλέπεις, πιο παράλογο ακόμα είναι που θυμόμαστε να κατέβουμε στους δρόμους μόνο όταν κάτι φτάνει στ' αυτιά μας...τα όσα υπάρχουν πίσω απ' αυτό όμως, γίνονται κάθε μέρα, στα κρυφά, στα μουλωχτά και εκειανά δεν φροντίζουμε να τα μάθουμε ποτέ, ούτε καν οι λίγο πιο υποψιασμένοι...

Όσο η βολή μας δεν θίγεται, όσο είμαστε εμείς που κάνουμε χρήση των όποιων ευεργετικών διατάξεων, κάνουμε πως δεν ακούμε.
Μακριά απ' τον κώλο μου κι ας είν' και στ' αδελφού μου...

*Εύα Τσαροπουλου

 

Νομίζω πως δεν αγαπούσα τίποτα το παιδικό, ποτέ, ούτε όταν ήμουν παιδί. 

Σιχαινόμουν τον Καραγκιόζη, δεν έπαιζα με παιχνίδια παιδικά, έκανα μόνο κούνια στις παιδικές χαρές κι αδιαφορούσα για το λούνα παρκ!

Δεν με λες και πολύ φυσιολογικό παιδάκι, θα μου πεις, αλλά αυτό τώρα ας το κρίνει κανένας ψυχολόγος, δεν είναι και δουλειά μου δηλαδή… 

Μεγαλώνοντας, συνέχισα να σιχαίνομαι με το ίδιο πάθος τον Καραγκιόζη, δεν ενδιαφερόμουν ποτέ για κούκλες, δεν χώραγα πια στις κούνιες και η μόνη μου διασκέδαση στο αναπόφευκτο λούνα παρκ, ήταν τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια. Κι εκεί ποτέ δεν διασκέδαζα όταν με τρακάρανε! Μου άρεσε όμως η αίσθηση της βόλτας μέσα στο αυτοκινητάκι! 

Τι τα θες, ήμουν πιο αλητάκι μάλλον. Μου αρέσανε τα «μήλα» με τους φίλους στην αλάνα, η βόλτα με τα ποδήλατα, να φτιάχνω φανταστικά σπιτάκια από πευκοβελόνες στα δασάκια, να κάνω συμμορίτικες αλητείες με την παρέα. Κι όλα αυτά γίνονταν μόνο τα καλοκαίρια, διότι το χειμώνα, εις τα Πατήσια, τα μαγευτικά, δεν υπήρχαν ούτε αλάνες, ούτε παρέες· μόνο διάβασμα πολλών βιβλίων, μουσική και γράψιμο. 

Χειμώνιαζαν και οι ασχολίες μου, μαζί με την εποχή… 

Ωστόσο, υπήρχε ένα καλοκαίρι στον Ωρωπό, όπου –πάντα με τη γιαγιά και τις αδελφοξαδέλφες μου- είχαμε ξεκαλοκαιριάσει κι εγώ πού με έχανες, πού με έβρισκες όλο στα «Αηδονάκια» ήμουν!

Τα «Αηδονάκια» ήταν το λούνα παρκ της περιοχής, τοποθετημένο στη μέση σχεδόν του κεντρικού δρόμου του Ωρωπού, εκεί που σήμερα βρίσκεται η τεράστια «σικ» παραλία του και σημείο συνάντησης μικρών και μεγάλων στην απογευματινή βόλτα. «Πού θα βρεθούμε; Στα Αηδονάκια, στις επτά!» ήταν το σύνηθες ραντεβού μας.

Δεν ήταν πολύ μεγάλο λούνα παρκ, αλλά δεν ξέρω να σου πω και πόσο ακριβώς, διότι εγώ, πέρα απ’ τα συγκρουόμενα, δεν είχα επισκεφτεί κανένα άλλο παιχνίδι μέσα εκεί. 

Εκείνο το καλοκαίρι, πάρα πολλά χρόνια πίσω, ο μάστορας που το είχε, δεν κάτεχε και πολλά από μουσική. Ένα δισκάκι είχε και το έβαζε να παίζει συνέχεια το ίδιο. Ήταν το «Sultans of Swing» των Dire Straits. Με τούτο ξεκίναγε κάθε νέα βόλτα, με τούτο γίνονταν οι καλύτερες «μετωπικές», άλλο δεν υπήρχε και να ήθελες! Ακόμα και σήμερα, κάθε που ακούω αυτό το κομμάτι, νομίζω ότι βρίσκομαι μέσα στο αυτοκινητάκι και πρέπει να πατήσω πιο δυνατά το γκάζι, να γλιτώσω απ’ αυτούς που θα έρθουν απ’ το πλάι να με χτυπήσουν!  

Ήχοι και μυρωδιές, στοιχειώνουν τις αναμνήσεις μας! 

Είχα κι έναν θαυμαστή εκείνο το καλοκαίρι! Τον Παναγιώτη! 1.98 ύψος! Τετράγωνοι ώμοι, καστανόξανθα μαλλιά, γαλανά μάτια, σκούρο ροζ μπλουζάκι, τζιν ξεθωριασμένο παντελόνι. Ήταν 19 χρονών ο Παναγιώτης και εγώ φαινόμουνα πιο μεγάλη απ’ ότι ήμουν (13 στα 14, έδειχνα τουλάχιστον 16) και τ’ άρεσα. 

Με κυνήγαγε ο φουκαράς, με μία βέσπα που είχε, σύχναζε για να με δει στο λούνα παρκ που πήγαινα με τις αδελφοξαδέλφες μου, για να προλάβει να μου πει μία κουβέντα· βοηθούσε μάλλον που ήταν και ανιψιός του μάστορα! Κοντούλα και μικροσκοπική εγώ τότε, χανόμουν μπροστά του κι έτσι, τον πιο πολύ καιρό, μου μιλούσε καθισμένος πάνω στη βέσπα, να έρθει το πράμα σε μια ισορροπία.  Και πάντως εγώ, μάλλον για εκείνον έμαθα να ανέχομαι το λούνα παρκ!

Τις άλλες ώρες, ερχόταν κάτω απ’ το σπίτι που νοικιάζαμε για καλοκαίρι πάνω κάτω στο δρόμο με τη βέσπα, βρουμ βρουμ όλη την ώρα, μπας και βγω να του χαμογελάσω. 

Μέχρι που τόνε πήρε χαμπάρι η κυρά Λένη (η γιαγιά μου) και αυτή σε κάτι τέτοια δεν χαριζόταν, του έριξε ένα βράδυ που πέρναγε όλα τα ζουμιά και τα κουκούτσια απ’ το καρπούζι που φάγαμε, τον έκανε χάλια το φουκαρά και δεν ξαναφάνηκε ο έρμος! Πάει κι αυτό το αίσθημα, αχ βρε γιαγιά! 

Τι πήγα και θυμήθηκα, θα μου πεις, αλλά ο νους του ανθρώπου ανασύρει αναμνήσεις για λόγους που τους ξέρει μόνο αυτός… 

Πολλά χρόνια αργότερα, που λες, στο Μαρούσι νομίζω, είδα ένα λούνα παρκ που το έλεγαν «Αηδονάκια» κι είπα: Να, εκείνο θα είναι! Φαίνεται, μέσα μου έψαχνα να ξαναβρώ τον Παναγιώτη! Αλλά δεν ήταν τελικώς! Μετά άλλο ένα στο Ρέντη, αλλά και αλλού. Δεν εξηγείται αλλιώς, έλεγα, θα πρέπει το ελληνικό όνομα του λούνα παρκ να είναι «Αηδονάκια»!

Μέχρι που βγήκε το «Allou fun park» και πέταξαν μακριά όλα τα «Αηδονάκια» των παιδικών μου χρόνων, που τα έφαγε η πρόοδος και η τεχνολογία των 6G! 

Η αλήθεια είναι πως όταν ήταν μικρή η κόρη μου επιχείρησα να την πάω σ’ αυτό το μοδάτο και πλήρως εξοπλισμένο «παιδικό πανηγύρι». Φαίνεται όμως πως εκείνη κληρονόμησε από μένα το γονίδιο της απέχθειας προς το είδος, με μοναδική εξαίρεση τα συγκρουόμενα (!) κι έτσι δεν ασχοληθήκαμε ποτέ ξανά με δαύτο… 

Πώς τα ανέσυρα όλα τούτα, θα μου πεις. 

Θυμήθηκα εκείνο το παλιό ατύχημα στο λούνα παρκ του Αιγίου, όπου μια 39χρονη μητέρα τραυματίστηκε, όταν το υπαίθριο, εναέριο τρενάκι, στο οποίο επέβαινε μαζί με τα τρία ανήλικα παιδιά της, εκτροχιάστηκε και βρέθηκαν όλοι μαζί στο έδαφος! Τρενάκι του τρόμου, στην κυριολεξία! Ένα ατύχημα το οποίο είχε συμβεί πολύ πριν εκείνο της Χαλκιδικής, που στοίχισε τη ζωή στον 19χρονο απ' τη Βέροια.  

Η μητέρα, η οποία είχε αρχικώς εγκλωβιστεί στο κάτω μέρος της κατασκευής και χρειάστηκε η επέμβαση του ΕΚΑΒ και της Πυροσβεστικής για να απελευθερωθεί, περίπου 20' λεπτά αργότερα, ευτυχώς τη γλίτωσε μόνο με μία μετατόπιση σπονδύλου και τα παιδιά δεν τραυματίστηκαν. Η έρευνα έδειξε ότι το λούνα παρκ λειτουργούσε χωρίς αδειοδότηση, καθώς δεν είχαν ολοκληρωθεί ακόμα οι διαδικασίες που απαιτούνταν γι’ αυτήν. Ποιες ακριβώς διαδικασίες δεν είχαν ολοκληρωθεί;  

Μα εκείνες που έπρεπε! Δηλαδή ο έλεγχος για την ασφάλεια των παιχνιδιών! 

Διάβασα πως η αστυνομία συνέλαβε μόνο δύο άτομα: τον ιδιοκτήτη του λούνα παρκ, τον «μάστορα» και τον χειριστή του συγκεκριμένου μηχανήματος.  

Ωστόσο, κάτι δεν καταλαβαίνω εγώ εδώ. Σε ένα μικρό σχετικά μέρος, είναι δυνατόν να έχει τεθεί σε λειτουργία ένα λούνα παρκ, που δεν το λες και εύκολο να κρυφτεί και κανένας απ’ τον δήμο, που γνώριζε ότι δεν του είχε δοθεί άδεια ακόμα, να μην φρόντισε να πάει να ρωτήσει τα πώς και τα γιατί; 

Ανάλογα με τον δήμο είδα ότι αλλάζουν λίγο τα διαδικαστικά για την αδειοδότηση των «πάρκων ψυχαγωγίας», για να σας το πω με τον επίσημο και εξελληνισμένο όρο του. Ωστόσο, ανεξάρτητα απ’ τις μικροαλλαγές, υπάρχουν δύο παράμετροι, δύο δικαιολογητικά που απαιτούνται απαρέγκλιτα σε όλους: 

Δήλωση του Ν. 1599/86 Ηλεκτρολόγου Μηχανικού για την ασφαλή ηλεκτροδότηση και την ασφαλή λειτουργία των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων και δήλωση του ίδιου νόμου Μηχανολόγου Μηχανικού για την καλή λειτουργία των παιχνιδιών. Εάν πρόκειται να λειτουργήσουν πίστες αυτοκινητιδίων δε, απαιτείται τεχνική έκθεση με τα τεχνικά χαρακτηριστικά και τον αριθμό των οχημάτων. 

 Πώς λοιπόν, με αυτά να εκκρεμούν, δόθηκε η άτυπη έστω άδεια να ξεκινήσει η λειτουργία του;  

Έστω ότι δεν δόθηκε· ποιος έκανε τα στραβά μάτια για λειτουργήσει; 

Πόσα πήρε γι’ αυτό; 

Ποιος «λαδώθηκε» και γιατί αυτός δεν σύρθηκε στο τμήμα, μαζί με τον ιδιοκτήτη και τον χειριστή; 

Σε μια επαρχιακή πόλη, σίγουρα είναι πολύ πιο εύκολο να ξέρει κανείς το πώς, ποιος και γιατί συμβαίνουν διάφορα. 

Αλλά, βλέπεις, στόματα κλειστά... 

Να, από κάτι τέτοια καταστρέφονται οι παιδικές μας αναμνήσεις. Όταν ξυπνάμε μια μέρα, μεγαλωμένοι και διαπιστώνουμε ότι πίσω απ’ αυτά τα ωραία που θυμόμασταν, υπάρχει και κάτι που δεν το ξέραμε, κάτι που δεν δούλευε τότε και δεν του δίναμε τη σημασία που του έπρεπε, απασχολημένοι με τους διάφορους Παναγιώτηδες ετούτης της γης… 

Τώρα που ανακαλώ στη μνήμη μου, όλες εκείνες τις παλιές μας βόλτες σε αυτά τα «πλανόδια» πάρκα, δεν θυμάμαι ποτέ όμορφα, αστραφτερά, καινούργια παιχνίδια. Ό,τι θυμάμαι ήταν παλιό και φθαρμένο. Βαρκούλες-κούνιες που τις κοιτούσα και φοβόμουν να ανέβω, γιατί δεν ήξερα αν θα κρατήσουν οι ιμάντες τους, τροχοί και βιδάκια σκουριασμένα. Κι αν πεις για τα τρενάκια του τρόμου, ήταν πιο τρομακτικά απ' έξω παρά από μέσα, φαντάζομαι! 

Το λούνα παρκ ήταν μια φτηνή, γυρολόγικη ψυχαγωγία, ιδίως στα μικρά μέρη, στα καλοκαιρινά θέρετρα. Πολύ πριν φτιαχτούν παντού μοντέρνες παιδικές χαρές, εκεί μαζεύονταν ο κόσμος. Ανάλογα με το μέρος έπαιζε το μικρό ή το μεγάλο πάρκο. Το εισιτήριο σχετικά φθηνό για τα παιχνίδια κι αναρωτιέμαι αν τα κέρδη που άφηναν έφταναν για μια καλή συντήρηση ή προτιμούσαν να τα φτιάχνουν οι μάστορες με τα ίδια τους τα χέρια; 

Λίγος κομπογιαννιτισμός δεν πειράζει, αλλά όταν έχει να κάνει με την ασφάλεια της ζωής των παιδιών –και των μεγάλων εν προκειμένω- θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται με μεγαλύτερη σοβαρότητα και ευθύνη. 

Αναρωτιέμαι πόσα τέτοια να έχουν συμβεί εκείνα τα χρόνια, που τα έφαγε η μαρμάγκα της ανωνυμίας.

Πόσες τέτοιες αμέλειες έχουν σημαδέψει ανθρώπους για μια ολόκληρη ζωή, για τις οποίες ποτέ δεν μάθαμε. 

Κι όμως, υπάρχει νομολογία και μάλιστα αρκετή –εγώ χάθηκα στην πληροφορία των σχετικών νόμων για τις αδειοδοτήσεις αυτών των πάρκων κι ήταν μόνο για να γράψω ετούτο το μικρό πονηματάκι… 

Το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ η έλλειψη νόμου, αλλά η μη εφαρμογή του... 

Μια γυναίκα έπεσε απ’ το τρενάκι κι ευτυχώς δεν σκοτώθηκε. Η είδηση θάφτηκε λίγο στα ψιλά. 

Αν είχε σκοτωθεί, θα ήταν μεγαλύτερο θέμα, ίσως για πιο πολλές μέρες. 

Αναφορά για την ευθύνη του δήμου δεν έκανε κανείς. 

Θάφτηκε κι αυτή στα ψιλά ψιλά, όπως θάβονται πάντα οι ευθύνες…

Κι αν πούμε και τίποτα, τότε σίγουρα θα τα βάλουν μαζί μας που συνωμοσιολογίες βλέπουμε παντού… 

Ευτυχώς, μεγάλωσα αρκετά πια.  

Ακόμα δεν μου αρέσουν τα παιδικά παιχνίδια, δεν πηγαίνω σε λούνα παρκ και ξέρω πια με σιγουριά ότι σιχαίνομαι κάθε είδους υπεύθυνους και ανεύθυνους Καραγκιόζηδες, που κάνουν τη ζωή μου να μοιάζει με τρενάκι του τρόμου κάθε φορά…

*Εύα Τσαροπουλου

Ορθότατα, ίσως, καταργήσαμε τις αυθεντίες, αλλά πρέπει να παραδεχθούμε, ότι και εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε αυθεντίες. Όσο «ειδικοί» και εάν είμαστε δεν είναι δυνατόν να είμαστε «ειδικοί» σε όλα τα θέματα. Πρέπει να εμπιστευθούμε, ξανά και σοβαρά τους συνανθρώπους μας.

Το μεγάλο έλλειμμα της σημερινής Κοινωνίας μας είναι η ουσιαστική έλλειψη της εμπιστοσύνης μεταξύ μας. Αυτό προκαλεί το κύριο χαρακτηριστικό της εποχής μας την αβεβαιότητα, η οποία όταν μας κυριεύσει καθίσταται η μεγάλη κατάρα και πρόξενος πολλών δεινών. Μετουσιώνεται όμως, η αβεβαιότητα σε οξυγόνο ανανέωσης και προόδου μας, όταν βρίσκεται μέσα στα μέτρα μας.

Η συνέχεια ΕΔΩ! 

Δημήτρης Κ. Μπάκας 

 

Βίας ο Πριηνεύς: Άκουγε πολλά, μίλα την ώρα που πρέπει.

Θαλής o Μιλήσιος: Καλύτερα να σε φθονούν παρά να σε λυπούνται.

Κλεόβουλος ο Λίνδιος: Το μέτρο είναι άριστο.

Περίανδρος ο Κορίνθιος: Οι ηδονές είναι θνητές, οι αρετές αθάνατες.

Πιττακός ο Μυτιληναίος: Με την ανάγκη δεν τα βάζουν ούτε οι θεοί.

Σωκράτης: Εν οίδα ότι ουδέν οίδα. Ουδείς εκών κακός.

Θουκυδίδης: Δύο τα εναντιότατα ευβουλία είναι, τάχος τε και οργήν.

Πλάτων: Άγνοια, η ρίζα και ο μίσχος όλου του κακού. 

Αριστοτέλης: Δεν υπάρχει τίποτε πιο άνισο από την ίση μεταχείριση των ανίσων.