Το χρονικό του «Αττίλα» - Το πραξικόπημα του Ιωαννίδη για να ανατρέψει τον Μακάριο, η απόβαση των τουρκικών δυνάμεων στην Κερύνεια, τα λάθη αλλά και οι ήρωες που αν και θυσιάστηκαν δεν κατάφεραν να αποτρέψουν την καταστροφή
Δοκιμαστικές πτήσεις αεροσκαφών, πολεμικά πλοία στη Κερύνεια, τάγματα γενίτσαρων με παραδοσιακές στολές και πρόβες στρατιωτών που πατάνε ξένα χώματα. Χώματα, στα οποία οι ίδιοι θα είναι πάντα ξένοι.
Και στην ελεύθερη πλευρά, μνημόσυνα, μνημόσυνα, μνημόσυνα. Άνθρωποι που χάθηκαν, που μάτωσαν, που ξεριζώθηκαν, που πάλεψαν και ηττήθηκαν. Η ήττα όμως δεν βαραίνει τις δικές τους πλάτες. Τους δόθηκε άδικα και δεν την άξιζαν. Μισός αιώνας από την εισβολή, με τις κατάρες να ακολουθούν αυτούς που έφταιξαν.
Δεν υπήρξαν όμως μόνο οι επίορκοι. Υπήρξαν και αυτοί που συνειδητά αντιστάθηκαν, πολέμησαν και αδικήθηκαν από την ιστορία, γιατί τους σκέπασε η σκόνη του πολέμου και της προδοσίας.
Δεν ήταν απόβαση, ήταν κρουαζιέρα
Η τουρκική εισβολή ξεκίνησε τα ξημερώματα της 20ης Ιουλίου 1974 και θα μπορούσε να είχε ναυαγήσει πριν τα αποβατικά του «Αττίλα» προσεγγίσουν τις ακτές της Κερύνειας. Ακόμα και όταν έριξαν τους καταπέλτες για να κάνουν την απόβαση θα μπορούσαν να την καταστείλουν. Είχε προηγηθεί όμως στις 15 Ιουλίου 1974, το πραξικόπημα του Ιωαννίδη για να ανατρέψει τον Μακάριο. Οι επίλεκτες μονάδες της κυπριακής Εθνικής Φρουράς είχαν συγκεντρωθεί στη Λευκωσία, για να στηρίξουν την μαριονέτα της χούντας, τον «πρόεδρο» Νίκο Σαμψών, τον οποίο είχε επιλέξει ο Ιωαννίδης, γιατί ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για το κατάλληλο έγκλημα.
Ο Τούρκος στρατηγός Μπεντρεντίν Ντεμιρέλ, διοικητής της 39ης Μεραρχίας Πεζικού, η οποία ήταν η πρώτη που πάτησε τις ακτές της Κερύνειας είχε γράψει στα απομνημονεύματα του: «Αναρωτιέμαι σήμερα αν τότε εκείνη η ακτή είχε εμπόδια ή ήταν ναρκοθετημένη! Τι θα κάναμε; Ποια άλλη ακτή θα επιλέγαμε και θα ερευνούσαμε; Ήταν ποτέ δυνατόν αφού η επιχείρηση στην Κύπρο θα άρχιζε το πρωί της 20ης Ιουλίου, να ψάχναμε άλλη ακτή και να την ερευνούσαμε κιόλας;». Και τα τουρκικά αποβατικά πλοία και οι πεζοναύτες αντί απόβασης, έκαναν αποβίβαση. Δεν έπεσε ούτε μια τουφεκιά, έστω για τη τιμή των όπλων.
Στην ακτή Πέντε Μίλι που έγινε η τουρκική απόβαση, υπήρχαν δύο τάγματα πεζικού της Εθνικής Φρουράς. Κανένα από τα δύο δεν κινητοποιήθηκε για να αντισταθεί. Το 281 Τάγμα Πεζικού, είχε σταλεί να κυνηγήσει τον Μακάριο που είχε διαφύγει από την επίθεση των πραξικοπηματιών στο Προεδρικό Μέγαρο και το άλλο είχε λάβει οδηγίες να μην κάνει απολύτως τίποτα.
Παρά το ότι υπήρχε πλήρης αποδιοργάνωση, το 251 Τάγμα Πεζικού υπό τον Καλαματιανό αντισυνταγματάρχη Παύλο Κουρουπή, που ακόμα είναι αγνοούμενος, άρχισε να χτυπάει τα τουρκικά στρατεύματα με ό,τι οπλισμό διέθετε με την συμβολή του υποδιοικητή του, Ταγματάρχη Τσιάκκα. Και οι δύο παραμένουν αγνοούμενοι. Κατάφεραν να καθηλώσουν τους Τούρκους για 2,5 μέρες. Την ίδια ώρα, χωρίς εντολές από το Γενικό Επιτελείο, από τα υψώματα του Πενταδάκτυλου άρχισαν και οι βολές πυροβολικού με προσωπική πρωτοβουλία του τότε υπολοχαγού Αντωνακόπουλου (αργότερα Αρχηγός ΓΕΣ και ΓΕΕΘΑ).
Μεχμετζίκ για κλάματα
Παρά, τη σχεδόν ανύπαρκτη αντίσταση, οι Τούρκοι (Μεχμετζίκ) καθυστέρησαν για ώρες να δημιουργήσουν προγεφύρωμα και να προχωρήσουν στη κατάληψη της Κερύνειας, η οποία βρισκόταν μόλις 8 χιλιόμετρα μακριά από την ακτή Πέντε Μίλι, στην οποία έγινε η απόβαση. Αν υπήρχε στοιχειώδης αντίσταση, είναι σίγουρο ότι οι απώλειες τους θα ήταν τεράστιες και ενδεχομένως το εγχείρημα να έπαιρνε άλλη τροπή.
Είναι σημαντικό το γεγονός ότι το πρώτο βράδυ της 20ης Ιουλίου, οι τουρκικές αποβατικές δυνάμεις βρισκόντουσαν καθηλωμένες σε μια ακτίνα 400 μέτρων στις ακτές και δεν υπήρξε καμία αντεπίθεση. Αντιθέτως, οι δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς χτυπούσαν άλλους στόχους και κατά τις μετακινήσεις τους αντιμετώπιζαν την τουρκική αεροπορία, η οποία κυριαρχούσε πάνω από τη Κύπρο, χωρίς καμία ελληνική παρουσία.
Ακόμα και τα δύο υποβρύχια που είχε στείλει το ελληνικό Γενικό Επιτελείο Ναυτικού διατάχθηκαν να αλλάξουν πορεία και αντί να χτυπήσουν τον τουρκικό στόλο επέστρεψαν στην Ρόδο. Η ελληνική αεροπορία, η οποία είχε προμηθευτεί προσφάτως αεροσκάφη Phantoms (F4), δεν έδωσε άδεια απογείωσης και εμπλοκής. Δηλαδή, έγιναν όλα όσα έπρεπε για να διευκολυνθεί η τουρκική εισβολή σε μια εποχή που σε Αθήνα και Κύπρο τα ηνία τα κρατούσαν οι στρατιωτικοί και θα ανέμενε κάποιος μια πιο σθεναρή στάση, έστω και για λόγους γοήτρου.
Αν και η κατάσταση στη Κύπρο ήταν τραγική, με τις στρατιωτικές δυνάμεις να βρίσκονται σε αποσύνθεση, δεν έλειψαν αυτοί που πήραν στον ώμο τους την ιστορία και την προσωπική τους αξιοπρέπεια. Πάλεψαν, θυσιάστηκαν αλλά δεν κατάφεραν, να αποτρέψουν την καταστροφή.
Οι πρώτοι νεκροί ήταν ο υποπλοίαρχος Ε. Τσομάκης από τη Καλλιθέα και οι ναύτες και οι αξιωματικοί δυο παλιών τορπιλακάτων Τ1 και Τ3 που βγήκαν στα ανοικτά της Κερύνειας για να αντιμετωπίσουν τον τουρκικό αποβατικό στόλο. Ήταν μια αποστολή αυτοκτονίας και όμως την εκτέλεσαν.
Ακολούθησε ο δεύτερος γύρος της εισβολής, ο οποίος ήταν καθοριστικός. Η ΕΛΔΥΚ έδωσε άνιση μάχη και αποδεκατίστηκε, αφού αφέθηκε χωρίς αεροπορική κάλυψη και κάλυψη πυροβολικού να αντιμετωπίσει μια επίθεση, στην οποία οι Τούρκοι έριξαν τις καλύτερες δυνάμεις τους. Ακόμα και σε αυτή τη χαμένη μάχη της ΕΛΔΥΚ, βρέθηκαν άνθρωποι όπως ο Μανιάτης λοχαγός Σωτήρης Σταυριανάκος, ο οποίος με νύχια και με δόντια πολέμησε με ένα πιστόλι εναντίον αρμάτων. Κάποια στιγμή ένας από τους στρατιώτες τον ρώτησε: «Δεν μου λες, κύριε Λοχαγέ εμείς εδώ οι λίγοι, τι κάνουμε; Τι παριστάνουμε; Τους 300 του Λεωνίδα; Γιατί όσο και να αντέξουμε, όσο και να κρατήσουμε, σε κάποια στιγμή θα πέσουμε». Η απάντηση του Σταυριανάκου δεν χωρούσε παρανοήσεις: «Άκουσε να σου πω Λοχία. Είμαστε Έλληνες Στρατιώτες, εδώ είναι Ελλάδα και είμαστε υποχρεωμένοι να πέσουμε μέχρι ενός. Τα άρματα θα περάσουν από πάνω μας». Λίγο αργότερα τα τουρκικά άρματα περνούσαν από πάνω τους.
Αυτοί που θυμούνται τις τελευταίες στιγμές αναφέρουν την υπεράνθρωπη προσπάθεια που κατέβαλε τις κρίσιμες ώρες της τελικής μάχης, εκθέτοντας τον εαυτό του σε θανάσιμο κίνδυνο και βάλλοντας μόνος από προωθημένη θέση πυροβολικού για να καλύψει την ασφαλή αποχώρηση των στρατιωτών του. Η τύχη του Καλμπουρτζή αγνοείτο από τις 23 Ιουλίου 1974. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ένας Τουρκοκύπριος παρέδωσε στην Διερευνητική Επιτροπή Αγνοουμένων το περίστροφο του και την βέρα του γάμου του. Τα οστά του είχαν βρεθεί σε ομαδικό τάφο το 2011 και ταυτοποιήθηκαν με DNA το 2015. Τα 8 οστά του Στυλιανού Καλμπουρτζή, που ταυτοποιήθηκαν, είναι οι δύο παλάμες με τα δάκτυλα, καθώς και οστά από την κνήμη, τον μηρό, το στέρνο και τη σπονδυλική στήλη.
Την ίδια ώρα στην Πάφο, ο Κερκυραίος πλωτάρχης Ε. Χανδρινός παρά το ότι δεν είχε διαταγές κανονιοβόλησε τον τουρκικό θύλακα και στη συνέχεια παραπλάνησε την τουρκική αεροπορία, η οποία αναζητώντας το αρματαγωγό «Λέσβος» βύθισε δύο τουρκικά αντιτορπιλικά.
Με νύχια και με δόντια στο αεροδρόμιο
Στο αεροδρόμιο Λευκωσίας οι καταδρομείς που έφτασαν με τα αεροσκάφη ΝΟΡΑΤΛΑΣ από τη Κρήτη, βρέθηκαν πριν ακόμα προσγειωθούν, στο στόχαστρο των δυνάμεων της κυπριακής Εθνικής Φρουράς, λόγω ασυνεννοησίας. Οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις στο έδαφος νόμιζαν πως τα αεροσκάφη ήταν τουρκικά.
Κάποια προσγειώθηκαν και οι καταδρομείς μπόρεσαν να υπερασπίσουν την τιμή των ίδιων και της Ελλάδας. Δυστυχώς οι καταδρομείς και το πλήρωμα του Noratlas «Νίκη-4» σκοτώθηκαν, πλην του Θανάση Ζαφειρίου που έκανε άλμα στο κενό. Ο ίδιος απεβίωσε το 2016.
Πριν λίγα χρόνια ταυτοποιήθηκαν τα οστά αυτών των ανθρώπων και παραδόθηκαν στους συγγενείς τους. Είχαν θαφτεί για περισσότερο από τέσσερις δεκαετίες στο σημείο που έπεσαν.
Ο Γιώργος Παπαμελετίου, Διοικητής της Α’ Μοίρας Καταδρομών που έφτασε αποδεκατισμένη από το Μάλεμε της Κρήτης, μετά το πρώτο σοκ κατάφερε να σταθεροποιήσει θέσεις στο αεροδρόμιο Λευκωσίας για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων καθώς είχαν πλησιάσει στα 100 μέτρα.
Σε συνέντευξη του, είχε περιγράψει τις δύσκολες ώρες: «Επιβιβάστηκα στο Landrover, που μου είχαν διαθέσει, στο οποίο είχα τοποθετήσει τη μεγάλη κεραία του ασυρμάτου, με οδηγό έναν Κύπριο αστυνομικό- το μικρό του όνομα ήταν Γιαννάκης- τον οδηγό, και τον ασυρματιστή μου. Όπως πληροφορήθηκα αργότερα. Σε απόσταση περίπου 200 μέτρων από την πύλη του αεροδρομίου, δέχομαι μία ριπή από αριστερά, από το μέρος που ήταν τα οικήματα της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ.
Αμέσως, διέταξα τον Κύπριο οδηγό να σταματήσει, λέγοντας “βαλλόμεθα, πηδάτε έξω”. Πήδησα πρώτος και ακολούθησαν και οι άλλοι. Είμαι πλέον βέβαιος πως οι σφαίρες που ρίχτηκαν εναντίον μου, ήταν σφαίρες των 9 μιλιμέτρ από μικρό αυτόματο όπλο, και εκτιμώ πως αυτές τις έριξαν οι δυνάμεις του ΟΗΕ, που ήταν αριστερά μου, ενώ οι Τούρκοι, όπως διαπίστωσα, ήταν δεξιά μου, και αυτό για να μας προκαλέσουν σύγχυση, μόλις είδαν το Landrover με την κεραία του ασυρμάτου που προεξείχε, διότι κατάλαβαν ότι στο όχημα αυτό ήταν ο επικεφαλής των δυνάμεων που είδαν και μπήκαν μέσα στο αεροδρόμιο.
Η θέση που βρισκόταν ο Παπαμελετίου. καλυμμένος σε ένα αυλάκι δίπλα στο δρόμο, ήταν μεταξύ του Λόχου του Κιουτσούκη και των Τούρκων.
Οι καταδρομείς που ήταν μέσα στο αεροδρόμιο, δεν γνώριζαν ποιος ήταν αυτός με το Landrover, και άρχισαν να τον κτυπούν και εκείνοι, στο σημείο που βρισκόταν. Συνεχίζοντας ο Παπαμελετίου, είχε πει: «Η ώρα πρέπει να ήταν περίπου 11:00 όταν άρχισε η ανταλλαγή των πυρών, από τα οποία τραυματίσθηκε ο Κύπριος οδηγός μου Γιαννάκης στη μέση, κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης, από σφαίρα που εξοστρακίσθηκε, αλλά δεν ήταν σοβαρή η κατάσταση του, όπως και ο αγγελιοφόρος μου ο Σπύρος που είχε δεχθεί σφαίρα στον ώμο, και αυτός ελαφρά, και εμένα με είχαν χτυπήσει κάτι σκάγια, που διαπίστωσα την άλλη ημέρα.
Αιφνιδιάστηκα από την εξέλιξη αυτή, διότι δεν γνώριζα ότι οι Τούρκοι είχαν φθάσει τόσο κοντά στο αεροδρόμιο, και ομολογώ ότι ανησύχησα για την τύχη των ανδρών που είχαν προηγηθεί.
Από το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ δεν έπεσε ούτε μια τουφεκιά, όσο διάστημα διήρκησε η ανταλλαγή των πυρών μας με τους Τούρκους, ούτε στον αέρα, έστω για αντιπερισπασμό. Όπως πληροφορήθηκα πολύ αργότερα, έγινε αυτό για να μην κατηγορηθεί η ΕΛΔΥΚ, ότι παραβίασε την εκεχειρία. Ησθάνοντο, οι αρμόδιοι του ΓΕΕΦ, τόσο ένοχοι που έκαναν πιστά ότι τους έλεγαν οι ΟΗΕδες πράγμα που εκείνοι το είχαν αντιληφθεί. Σημειώνω επίσης το γεγονός, ότι μετά την κατάπαυση του πυρός, ο Ταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος που ήταν υπεύθυνος για την άμυνα του αεροδρομίου, δεν ήρθε να με συναντήσει».
Το αεροδρόμιο Λευκωσίας στη συνέχεια παραδόθηκε στον ΟΗΕ ο οποίος διατηρεί τον έλεγχο μέχρι σήμερα.
Ο Γ. Παπαμελετίου, είχε γεννηθεί το 1931 και αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων το 1954. Υπηρέτησε στις Δυνάμεις Καταδρομών ενώ ήταν από τους πρώτους Έλληνες αλεξιπτωτιστές. Η πατρίδα το 1983 τον «επιβράβευσε» με την... αποστρατεία του στον βαθμό του Ταξιάρχου, καθώς έπρεπε να ανελιχθούν άλλοι. Πέθανε το 2018 σε ηλικία 87 ετών.