Ενώ έχουν γραφεί βιβλιοθήκες άπειρες για την Παιδεία και τη αξία της για τον άνθρωπο. Ενώ άπειροι συγγραφείς έχουν μελετήσει την Παιδεία των λαών όλης της ιστορικής πραγματικότητας.  Ενώ τη θεωρούμε στην εποχή μας  δεδομένη και υπάρχουν…άπειρα «ενώ», εντούτοις σήμερα ζούμε το μεγαλύτερο έλλειμμά της.

 Στο έλλειμμα  Παιδείας αποδίδεται η δυστυχία, που μαστίζει πολλούς συνανθρώπους μας σήμερα, παρά  την αφθονία υλικών αγαθών, που προσφέρει η τεχνολογία, η οποία έχει αναπτυχθεί σε αξιοθαύμαστο βαθμό. Σε έλλειμμα παιδείας οφείλεται κατά βάση το άγχος και ο φόβος που κατακυριεύει τον σύγχρονο άνθρωπο....

Η συνέχεια ΕΔΩ! 

Δημήτρης Κ. Μπάκας 

 

Η αδυναμία να κατανοήσουμε το «αυτονόητο» όλοι. Με τον ίδιο τρόπο, κατά προτίμηση.
Αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «η μάστιγα της εποχής», αν δεν υπήρχαν τόσο εξαιρετικά κραυγαλέα άλλα στη γκάμα της καθημερινότητάς μας.

Κι όμως είναι τόσο απλό:
«Αν μοιάζει με σκατά, μυρίζει σαν σκατά, τότε πιθανότατα είναι σκατά».
Θέλει και ρώτημα;
Ναι, μοιάζει να θέλει.
Γιατί; Διότι προφανώς, έχουμε κατακλυστεί τόσο από ψευδή πληροφόρηση, που μας είναι αδύνατον να αποδεχτούμε κάτι έτσι, μόνο και μόνο επειδή το
βλέπουν τα μάτια μας ή το ακούνε τα αυτιά μας! Δεν γίνεται να δεχτούμε ότι κάτι συμβαίνει, μόνο και μόνο επειδή απλώς συμβαίνει και να το αντιμετωπίσουμε έτσι.
Χρειάζεται από κάτω του να υπάρχει και κάτι άλλο, για το οποίο θεωρούμε ότι δικαιούμαστε να υποθέτουμε ό,τι θέλουμε!

Κι όμως· πρόκειται για σχήμα απολύτως οξύμωρο, αν σκεφτείς ότι, την ίδια στιγμή που αμφισβητούμε τα πάντα, καταπίνουμε αμάσητες ολόκληρες κουμούτσες ακρότητας από παντού!

Αίφνης, είναι τόσο δύσκολο να κατανοήσουμε το απολύτως αυτονόητο ότι, όταν μετατρέπεται η θάλασσα σε πετρελαιοπηγή, δεν μπορούμε να κολυμπήσουμε σαν να μην τρέχει τίποτα και τα ψάρια που ζουν εκεί δεν μπορούμε να τα φάμε. Εκτός αν μας αρκεί το επιχείρημα του στιγμιαίου μαυρίσματος και της ρέγγας της καπνιστής!

Αν όμως δεν μας αρκεί, δεν έχει απολύτως κανένα νόημα να μπερδευόμαστε απ’ τις δηλώσεις του ενός υπουργού, ο οποίος δεν μπορεί να συμφωνήσει με τον άλλον –της ιδίας κυβέρνησης- για το ποιο είναι το καλύτερο να γίνει. Κρατούμε απλώς την πληροφορία της αδυναμίας τους να συνεννοηθούν (δεν είναι και η πρώτη φορά, άλλωστε) και τη χρησιμοποιούμε κατά το δοκούν την ώρα της… κρίσεως, δηλαδή των εκλογών.

Δεν είναι καθόλου δύσκολο, επίσης, να κατανοήσουμε το αυτονόητο ότι, όταν ένα παιδάκι δεν εμβολιαστεί, εξαιτίας της φοβίας ή της ανοησίας των γονιών του, πες το όπως θες, τότε μένει απροστάτευτο και απολύτως εκτεθειμένο στην αρρώστια. Είναι επίσης το ίδιο αυτονόητο ότι εξίσου απροστάτευτα μένουν και όλα τα άλλα παιδάκια που θα έρθουν σε επαφή με αυτό το παιδάκι και δεν έχουν προλάβει ή δεν έχει έρθει ακόμα η ηλικία να εμβολιαστούν, παρά το ότι οι δικοί τους γονείς έχουν περισσότερο μυαλό στο κεφάλι τους…

Άσε που, και να έχουν εμβολιαστεί, πάντα θα κινδυνεύουν, αφού δεν έχει βρεθεί ακόμα εμβόλιο έναντι της έμφυτης αμφιβολίας, βλακείας ή ξερολισμού, οπότε κάπου θα το βρούμε μπροστά μας το κακό…

Είναι αυτονόητο ότι, όταν μία χώρα βρίσκεται σε «κρίση», έχει ανάγκη από πολιτικές στρατηγικές που θα τη βοηθήσουν να βγει απ’ αυτή, να παράγει, να είναι αποτελεσματική, να είναι κερδοφόρα. Άρα και απολύτως αυτονόητο ότι τέτοιες πολιτικές στρατηγικές δεν μπορούν να τις κάνουν ανθρωπάκια που τσακώνονται στη Βουλή για το ποιος αγόρασε Barbie ή αεροπλανάκια στα παιδιά του ή για το αν κάποιος μίλησε με μια κούκλα σε βιτρίνα και της είπε καλημέρα, ωσάν να ήταν η φανταστική του φίλη! Ούτε φυσικά, κάποιοι που βρίζονται και χυδαιολογούν, χωρίς να επηρεάζονται διόλου απ’ το γεγονός ότι όλα αυτά καταγράφονται, τόσο σε κάμερες, όσο και στις συνειδήσεις του κόσμου, που έχει απαυδήσει πια απ’ την τόση ανοησία γύρω του… Διότι -άλλο αυτονόητο αυτό- για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να έχουν τσίπα και αυτή δεν είναι στα προαπαιτούμενα χαρακτηριστικά ενός πολιτικού των ημερών μας, τουναντίον μάλιστα!

Δεν θέλω να μηδενίζω τα πάντα. Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι με τσίπα, είναι ότι, στην παρούσα κατάσταση, δεν έχει νόημα να υπάρχουν. Διότι -κι αυτό αυτονόητο- αν κάποιος θέλει να αποτελεί μέρος του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος, οφείλει να παίζει με τους κανόνες του, αλλιώς δεν έχει ελπίδα επιβίωσης. Πρέπει να είσαι λέρα, για να κυβερνάς γαλέρα! Άρα, θέλοντας και μη, η τσίπα αποτελεί εμπόδιο, μόνο και μόνο διότι έτσι λειτουργεί· αυτονόητα!

Είναι πολύ πιο εύκολο λοιπόν και σίγουρα μας εξοικονομεί πολύ περισσότερο χρόνο, απ’ το να βασανίσουμε το κεφάλι μας με αυτονόητα ή με δεδομένα που μπορούν να καταλήξουν σε αυτά, να χρησιμοποιήσουμε τον άλλο -διαθέσιμο εν αφθονία- πόρο μας: Την προκατάληψη!
Με αυτήν σχηματίζεις μια γνώμη πολύ πιο εύκολα, πολύ πιο γρήγορα και χωρίς χρονοβόρες διαδικασίες εξέτασης δεδομένων.

Αν το καλοσκεφτείς, σε μία πιο βαθιά ανάλυση, την οποία δεν είναι και τόσο απαραίτητο να κάνεις, τόσο η προκατάληψη, όσο και αυτό που καλούμε αυτονόητο μοιάζουν πολύ, απλώς προέρχονται από διαφορετικές διαδικασίες και σχηματοποιούνται μέσα μας με τη βοήθεια διαφορετικών «οργάνων». Το αυτονόητο αποκτά τη δυναμική του γνωστικού αντικειμένου, άρα εικάζουμε ότι προέρχεται από μία σειρά διαδικασιών, που προκύπτουν έπειτα από επεξεργασία πληροφοριών μέσα στο κεφάλι μας, ενώ η προκατάληψη (που επίσης προκύπτει απ’ το κεφάλι μας) βιώνεται ωστόσο, περισσότερο συναισθηματικά.

Τι είναι πιο δυνατό; Νομίζω η προκατάληψη, διότι πάντα ή σχεδόν πάντα ή σχεδόν στους περισσότερους ανθρώπους, το συναίσθημα λειτουργεί απολύτως καταλυτικά, σε αντίθεση με τη λογική, που μας μιλάει μεν, αλλά δεν μας ενδιαφέρει να την ακούσουμε όταν το συναίσθημά μας ουρλιάζει…

Το είπε πολύ ωραία ο Αϊνστάιν: Αν τα γεγονότα δεν συμφωνούν με τις θεωρίες, τότε αλίμονο στα γεγονότα, για να έρθει ο Νίτσε να τον υποστηρίξει κατά κάποιο τρόπο: Δεν υπάρχουν γεγονότα λέει, μόνο ερμηνείες και οι ερμηνείες έχουν σχεδόν πάντα μπόλικη προκατάληψη μέσα τους.

Στο μυαλό μου, δουλεύει όπως η φωτογραφία: Όταν της βάλεις γύρω της μια κορνίζα, τότε η ματιά που ξεστρατίζει στην κορνίζα, αλλάζει όλη την οπτική της φωτογραφίας, πέρα απ’ το γεγονός ότι αυτή μπορεί να την ωραιοποιεί ή να την ασχημαίνει, ανάλογα με το χρώμα ή το σχήμα της. Το ίδιο συμβαίνει και με τα αυτονόητα· είναι πολύ δύσκολο να τα αντιληφθούμε όλοι με τον ίδιο τρόπο, ακριβώς διότι τα βάζουμε μέσα σε διαφορετικό πλαίσιο, ο καθένας το δικό του κάθε φορά.

Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, γίνεται όμως κακό όταν δεν γνωρίζουμε πως συμβαίνει έτσι, με αποτέλεσμα να καταλήγουμε να μην μπορούμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας.

Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με την περίπτωση όλων αυτών των ακροτήτων, με τις οποίες ερχόμαστε αντιμέτωποι καθημερινά. Μπαίνουν μέσα στο προσωπικό μας πλαίσιο, μεταφράζονται με τους προσωπικούς μας υπότιτλους, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η ευθυκρισία μας. Κάτι στο οποίο, φυσικά, προστίθεται και ο παράγοντας της άγνοιας, διότι δεν είναι δυνατόν να είμαστε φωτεινοί παντογνώστες όλων όσων υπάρχουν γύρω μας για να ξέρουμε, ακόμα κι αν η πληροφορία είναι εκεί και διαθέσιμη σε όλους.

Ε, πάνω εκεί είναι που μπορούν ωραιότατα να κάνουν business as usual κάτι τυπάκια έξυπνα, που περιμένουν σαν τα κοράκια την πρώτη «στραβή» που θα σκεφτείς, για να σου πουλήσουν το εμπόρευμά τους. Είτε αυτό είναι πολιτική, είτε είναι θρησκεία, είτε είναι σχέσεις, οτιδήποτε μπορεί να επηρεάζει τη δική σου καθημερινότητα και να αποτελεί πηγή «κέρδους» για εκείνα.

Δεν μπορώ να σκεφτώ κάποια απολύτως αποτελεσματική μέθοδο προστασίας. Πολλές φορές, ακόμα κι αυτή η «ορθή κρίση» είναι ορθή μόνο από τη μεριά που την κοιτάς. Θα βοηθούσε ίσως η μαζικοποίηση της αντίδρασης. Εγώ, πολύ πολύ της επανάστασης δεν είμαι, ωστόσο τείνω ειλικρινώς να πιστέψω πως, όταν νευριάζουμε πολλοί μαζί, σίγουρα έχουμε καλύτερο αποτέλεσμα απ’ το να νευριάζει ο καθένας μόνος του ή να προσπαθεί να λειτουργήσει με τεχνικές γιόγκα, που απλώς του δένουν τα χεροπόδαρά του κόμπο. Αλλά και η τσαντίλα, έχει κι αυτή τα όριά της. Πόσο να νευριάσει κανείς; Και για πόσο διάστημα αυτό μπορεί να διατηρηθεί, ώστε να προλάβει να μαζικοποιηθεί και να φέρει και αποτέλεσμα;

Το σίγουρο είναι πως η λογική του διαίρει και βασίλευε, που είναι η λογική με την οποία μας ταΐζουν απλόχερα ετούτη την εποχή, μέθοδος παλιά, καλή και δοκιμασμένη, μας φέρνει αντιμέτωπους μόνο με τον εαυτό μας. Αντί να αντιστεκόμαστε στην όποια βλακεία ακούγεται, εμείς ή που θα τσακωθούμε μεταξύ μας, διότι πάντα υπάρχει περιθώριο για μία βλακεία παραπάνω ή που θα απογοητευόμαστε, σηκώνοντας τα χέρια και σταματώντας να λειτουργούμε, άρα και να παράγουμε.

Δεν ξέρω κι εγώ να σου πω κάτι παραπάνω, κουρασμένος άνθρωπος είμαι κι εγώ. Απογοητευμένη όσο κι εσύ.

Απλώς ακόμα, εκεί στο βάθος της κεφαλής μου, κάτω απ’ το ξανθό μου τρίχωμα, υπάρχει ένα μικρό έλασμα, ένα πηνίο, το οποίο -με όλα αυτά που ακούει ή βλέπει- έχει χάσει την αυτεπαγωγική του ικανότητα. Τινάζεται, ηλεκτρίζεται απότομα και δημιουργεί ένα μαγνητικό πεδίο, που ακόμα αρνείται να συμβιβαστεί.

Δεν ξέρω αν αυτό θα με σώσει ή θα με κάψει τελικώς, ξέρω όμως –κι αυτό δεν είναι διόλου αυτονόητο- ότι ακόμα λειτουργεί…

*Εύα Τσαροπουλου

Τα Πτερόεντα Δώρα: Πρωτοχρονιάτικο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Ξένος τοῦ κόσμου καὶ τῆς σαρκός, κατῆλθε τὴν παραμονὴν ἀπὸ τὰ ὕψη, συστείλας τὰς πτέρυγας ὅπως τὰς κρύπτῃ, θεῖος ἄγγελος. Ἔφερε δῶρα ἀπὸ τὰ ἄνω βασίλεια διὰ νὰ φιλεύσῃ τοὺς κατοίκους τῆς πρωτευούσης. Ἦτον ὁ καλὸς ἄγγελος τῆς πόλεως.

Ἐκράτει εἰς τὴν χεῖρα ἓν ἄστρον καὶ ἐπὶ τοῦ στέρνου του ἔπαλλε ζωὴ καὶ δύναμις, καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἐξήρχετο πνοὴ θείας γαλήνης. Τὰ τρία ταῦτα δῶρα ἤθελε νὰ μεταδώσῃ εἰς ὅλους ὅσοι προθύμως τὰ δέχονται.

Εἰσῆλθεν ἐν πρώτοις εἰς ἓν ἀρχοντικὸν μέγαρον. Εἶδεν ἐκεῖ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν σεμνοτυφίαν, τὴν ἀνίαν καὶ τὸ ἀνωφελὲς τῆς ζωῆς ζωγραφισμένα εἰς τὰ πρόσωπα τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, καὶ ἤκουσε τὰ δύο τεκνία νὰ ψελλίζωσι λέξεις εἰς ἄγνωστον γλῶσσαν. Ὁ Ἄγγελος ἐπῆρε τὰ τρία οὐράνια δῶρά του, καὶ ἔφυγε τρέχων ἐκεῖθεν.

Ἐπῆγεν εἰς τὴν καλύβην πτωχοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀνὴρ ἔλειπεν ὅλην τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν ταβέρναν. Ἡ γυνὴ ἐπροσπάθει ν᾿ ἀποκοιμίσῃ μὲ ὀλίγον ξηρὸν ἄρτον τὰ πέντε τέκνα, βλασφημοῦσα ἅμα τὴν ὥραν ποὺ εἶχεν ὑπανδρευθῆ. Τὰ μεσάνυχτα ἐπέστρεψεν ὁ σύζυγός της· αὐτὴ τὸν ὕβρισε νευρικὴ μὲ φωνὴν ὀξεῖαν, ἐκεῖνος τὴν ἔδειρε μὲ τὴν ράβδον τὴν ὀζώδη, καὶ μετ᾿ ὀλίγον οἱ δύο ἐπλάγιασαν χωρὶς νὰ κάμουν τὴν προσευχήν των, καὶ ἤρχισαν νὰ ροχαλίζουν μὲ βαρεῖς τόνους. Ἔφυγεν ἐκεῖθεν ὁ Ἄγγελος.

Ἀνέβη εἰς μέγα κτίριον πλουσίως φωτισμένον. Ἦσαν ἐκεῖ πολλὰ δωμάτια μὲ τραπέζας, κ᾿ ἐπάνω των ἔκυπτον ἄνθρωποι μετροῦντες ἀδιακόπως χρήματα, παίζοντες μὲ χαρτία. Ὠχροὶ καὶ δυστυχεῖς, ὅλη ἡ ψυχή των ἦτο συγκεντρωμένη εἰς τὴν ἀσχολίαν ταύτην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε τὸ πρόσωπον μὲ τὰς πτέρυγάς του διὰ νὰ μὴ βλέπῃ κ᾿ ἔφυγε δρομαῖος.

Εἰς τὸν δρόμον συνήντησε πολλοὺς ἀνθρώπους, ἄλλους ἐξερχομένους ἀπὸ τὰ καπηλεῖα, οἰνοβαρεῖς, καὶ ἄλλους κατερχομένους ἀπὸ τὰ χαρτοπαίγνια, μεθύοντας χειροτέραν μέθην. Τινὰς εἶδε ν᾿ ἀσχημονοῦν, καὶ τινὰς ἤκουσε νὰ βλασφημοῦν τὸν Ἁι-Βασίλην ὡς πταίστην. Ὁ Ἄγγελος ἐκάλυψε μὲ τὰς πτέρυγας τὰ ὦτα, διὰ νὰ μὴν ἀκούῃ, καὶ ἀντιπαρῆλθεν.

Ὑπέφωσκεν ἤδη ἡ πρωία τῆς πρωτοχρονιᾶς, καὶ ὁ Ἄγγελος διὰ νὰ παρηγορηθῇ, εἰσῆλθεν εἰς μίαν ἐκκλησίαν. Ἀμέσως πλησίον τῆς θύρας εἶδεν ἀνθρώπους νὰ μετροῦν νομίσματα, μόνον πὼς δὲν εἶχον παιγνιόχαρτα εἰς τὰς χεῖρας· καὶ εἰς τὸ βάθος, ἀντίκρυσεν ἕνα ἄνθρωπον χρυσοστόλιστον καὶ μιτροφοροῦντα ὡς Μῆδον σατράπην τῆς ἐποχῆς τοῦ Δαρείου, ποιοῦντα διαφόρους ἀκκισμοὺς καὶ ἐπιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἄλλοι μερικοὶ ἔψαλλον μὲ πεπλασμένας φωνάς: Τὸν Δεσπότην καὶ ἀρχιερέα!

Ὁ Ἄγγελος δὲν εὗρε παρηγορίαν. Ἐπῆρε τὰ πτερόεντα δῶρά του ― τὸ ἄστρον τὸ προωρισμένον νὰ λάμπῃ εἰς τὰς συνειδήσεις, τὴν αὔραν, τὴν ἱκανὴν διὰ νὰ δροσίζῃ τὰς ψυχάς, καὶ τὴν ζωήν, τὴν πλασμένην διὰ νὰ πάλλῃ εἰς τὰς καρδίας, ἐτάνυσε τὰς πτέρυγας, καὶ ἐπανῆλθεν εἰς τὰς οὐρανίας ἁψῖδας.
(1907)

"Αν υπήρχε Άγιος Βασίλης..."

Αν υπήρχε Άγιος Βασίλης, θα του ζητούσα…

…να μην ξαναζήσω χρονιά σαν αυτή που πέρασε, μια ακόμα χρονιά απώλειας, που αποχαιρέτισα ανθρώπους, ενώ ταυτόχρονα, μέτρησα χασούρες, που δεν περιορίστηκαν μόνο στο εισόδημά μου…

…να έχω χρήματα για να αγοράζω όλα εκείνα τα πράγματα που τα χρήματα αγοράζουν, χωρίς να χάσω όλα αυτά που ήδη έχω και δεν μπορούν να αγοραστούν με αυτά...

…να μου αλλάξει τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα, διότι μόνο έτσι θα αλλάξουν τα πράγματα που βλέπω...

…να μην με αφήσει να πετάξω κάτι καλό για κάτι που μοιάζει καλύτερο, για να ανακαλύψω αργότερα ότι το καλό ήταν πραγματικά πολύ καλό και το καλύτερο απλώς δεν ήρθε ή αυτό ήταν το καλύτερο για μένα...

…να με κάνει να μην μπερδεύω μια κακή μέρα που θα έχω, με μια κακή ζωή, γιατί καθόλου το ίδιο πράγμα δεν είναι και η παρεξήγηση είναι μοιραία...

…όχι να έχω μια ευκαιρία, αλλά να μπορώ να βλέπω την ευκαιρία, όταν αυτή παρουσιάζεται...

…να χαμογελάω σε κάθε στιγμή, όχι γιατί η ζωή μου είναι εύκολη ή όπως ακριβώς θα την ήθελα, αλλά γιατί έχω επιλέξει να είμαι ευχαριστημένη για όλα τα καλά που έχω και για όλα τα προβλήματα που γνωρίζω ότι δεν έχω...

…να αποδέχομαι περισσότερο τις αποφάσεις που παίρνω, ώστε να χρειάζεται όλο και λιγότερο να τις αποδέχονται οι άλλοι...

…να σταματήσω να ανησυχώ τόσο για ανθρώπους που δεν ανησυχούν καθόλου για μένα...

…να αποκτήσω επίγνωση του ότι η περιβόητη αξιοπρέπειά μου δεν μπορεί να γίνεται σημαία μόνο για συγκεκριμένη χρήση, σε συγκεκριμένη περίοδο, ενώ μου την τσαλαπατούν ανετότατα σε όλες τις άλλες περιόδους και μάλιστα με την άδειά μου...

…να πιστέψω περισσότερο στον εαυτό μου, όχι συγκρίνοντάς τον με κάποιους άλλους, αλλά συγκρίνοντάς τον με αυτό που ήταν πέρσι ή πρόπερσι και να πράττω βελτιωτικά...

…να μην προσποιούμαι ότι δεν συνέβησαν αυτά που συνέβησαν, διότι αυτό δεν με γλιτώνει καθόλου από τον πόνο που μου προκαλούν, αφού συνέβησαν ούτως ή άλλως. Εξάλλου, πώς θα αλλάξω κάτι που αρνούμαι να αντιμετωπίσω;

…να μην ενδιαφέρομαι για το τι σκέφτονται οι άλλοι για μένα, αλλά να επικεντρωθώ στο πώς θα γίνομαι καλύτερη ώστε να σκέφτομαι _εγώ_ καλύτερα για μένα...

…να σταματήσω να ανησυχώ, σπαταλώντας χρόνο κι ενέργεια, αφού ανησυχώντας δεν αλλάζει στ’ αλήθεια κάτι πέρα απ’ το να χάνεται η χαρά μου, τη στιγμή που τη χρειάζομαι πιο πολύ...

…να μην προσπαθώ να ελέγξω τα πάντα, καταλήγοντας να μην απολαμβάνω τίποτα. Αν δεν μπορώ να ελέγξω τα πάντα, ας ελέγχω τουλάχιστον το πώς αντιδρώ εγώ σ’ αυτά...

…να μου φέρει καινούργια ξεκινήματα κι ας μου φαντάζουν πολύ τρομακτικά από δω που τα κοιτάζω...

…να κάνω έναν άνθρωπο ευτυχισμένο και δεν θα ήταν άσχημη ιδέα, αν ξεκινούσα απ’ τον εαυτό μου.

Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει. Το ξέρω. Φρόντισαν να μου το πουν εδώ και χρόνια.
Καλύτερα που δεν υπάρχει, νομίζω.

Διότι, αν υπήρχε Άγιος Βασίλης, θα με ρωτούσε σίγουρα πόσο καλό κορίτσι ήμουν φέτος εγώ, για να αξίζω όλον αυτόν τον απαιτητικό κατάλογο! Δικαιολογημένα!

Δεν ήμουν «καλό κορίτσι», αυτό έχω να πω. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε ποτέ κανέναν απ’ το να θέλει και να ζητάει πράγματα, ακόμα κι αν δεν τα αξίζει.

Ξέρω ότι Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει. Αλλά δεν πειράζει. Διότι, έτσι δεν θα έχω κανέναν να φορτώνομαι για όλα όσα δεν έκανα η ίδια για μένα, παρά μόνον εμένα…

Ξέρω ότι Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει. Γι’ αυτό είμαι τόσο ευτυχισμένη που ο παλιός χρόνος μου πήρε μεν τόσα σημαντικά, τόσα σπουδαία πράγματα, αλλά μου χάρισε ταυτόχρονα, τη συγχώρεση όλων εκείνων που στεναχώρησα, πίκρανα ή νευρίασα ούσα «όχι και τόσο καλή». Εκείνων που μου φτιάχνουν τη ζωή. Εκείνων των πολύ σημαντικών.

Και δεν χρειάστηκε κανενός η μεσολάβηση γι’ αυτό.

Ήμουν τυχερή. Και τούτη τη χρονιά. Ετούτη τη χρονιά της απώλειας.
Έχασα πολλά. Κέρδισα άλλα τόσα, ίσως πολύ πιο σημαντικά.
Είμαι ευγνώμων. Πολύ ευγνώμων. Κι έτοιμη για ό,τι φέρει η καινούργια...

Αν υπήρχε, ωστόσο, Άγιος Βασίλης κι έπρεπε να του γράψω ένα γράμμα, θα ήταν μόνο τούτες οι δυο γραμμές:

«Άγιε μου Βασίλη, δεν θέλω τίποτα άλλο φέτος από σένα. Φέτος σε χρειάζονται αλλού, πολύ περισσότερο από μένα. Εγώ, με μια καλή υγεία και κάποιους που αγαπώ στο πλάι μου, αν και όχι όλους, έχω ήδη τα δώρα που χρειάζομαι κι όσα μπορεί να μου λείπουν, με τη βοήθειά τους, θα τα βρω στην πορεία»…

Φτιάξτε μια όμορφη, νέα χρονιά για σας και όλους όσους αγαπάτε! Κι όλα να σας είναι Ευάερα...

*Εύα Τσαροπουλου


Βίας ο Πριηνεύς: Άκουγε πολλά, μίλα την ώρα που πρέπει.

Θαλής o Μιλήσιος: Καλύτερα να σε φθονούν παρά να σε λυπούνται.

Κλεόβουλος ο Λίνδιος: Το μέτρο είναι άριστο.

Περίανδρος ο Κορίνθιος: Οι ηδονές είναι θνητές, οι αρετές αθάνατες.

Πιττακός ο Μυτιληναίος: Με την ανάγκη δεν τα βάζουν ούτε οι θεοί.

Σωκράτης: Εν οίδα ότι ουδέν οίδα. Ουδείς εκών κακός.

Θουκυδίδης: Δύο τα εναντιότατα ευβουλία είναι, τάχος τε και οργήν.

Πλάτων: Άγνοια, η ρίζα και ο μίσχος όλου του κακού. 

Αριστοτέλης: Δεν υπάρχει τίποτε πιο άνισο από την ίση μεταχείριση των ανίσων.