
«Κύριε Ταγματάρχα, πρέπει να γνωρίζετε, ότι η τιμή της παράδοσης των Ιωαννίνων οφείλεται σε σας»!
Κάπως έτσι αποχαιρέτησαν τον ταγματάρχη Βελισσαρίου, που είχε πρωταγωνιστήσει στην πολιορκία, οι δύο Τούρκοι αξιωματικοί που μετέφεραν την απόφαση του Εσσάτ πασά να παραδώσει τον Στρατό του και την πόλη των Ιωαννίνων.
Είναι η 10η νυκτερινή της 20ης Φεβρουαρίου 1913. Φώτα κινούνται εντός της πόλεως των Ιωαννίνων με νότια κατεύθυνση, προς τα οχυρά του Μπιζανίου, προς τις Ελληνικές θέσεις. Μια περίπολος εξέρχεται της αμυντικής γραμμής και με όλες τις προφυλάξεις ασφαλείας αναμένει την απροσδόκητη επίσκεψη.
Την προηγουμένη, δύο Ελληνικά Ευζωνικά Τάγματα, με τις οδηγίες του Ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου, είχαν κάνει παράτολμες διεισδύσεις στο εσωτερικό της εχθρικής τοποθεσίας μέχρι τις παρυφές των Ιωαννίνων. Ήταν οι τελευταίες αποφασιστικές ενέργειες από ελληνικής πλευράς που έκαμψαν το ηθικό του τουρκικού στρατοπέδου και έφεραν τον αρχηγό του σε απόγνωση. Η πολιορκία είχε ξεκινήσει πριν ογδόντα πέντε ημέρες, στις 29 Νοεμβρίου 1912, από τα υψώματα της Αετοράχης, της Μανωλιάσας και του Μπιζανίου, με επικεφαλής αρχικά τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Σαπουτζάκη. Ήταν η προέκταση του Α’ Βαλκανικού Πολέμου που είχε κηρυχθεί στις 5 Οκτωβρίου 1912 με σημείο εκκίνησης τα Στενά του Σαρανταπόρου, για την απελευθέρωση των ελληνικών περιοχών από τον Οθωμανικό ζυγό.
Όμως οι δυστοκίες, οι απώλειες, τα ατελέσφορα επιχειρησιακά σχέδια και οι άστοχες αποφάσεις του Σαπουντζάκη, ανάγκασαν την Ελληνική Ηγεσία να τον αντικαταστήσει με τον Αρχιστράτηγο Διάδοχο, που είχε θριαμβεύσει στο άλλο μέτωπο με την τελική κατάληψη-απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Ο Κωνσταντίνος έφθασε στην Ήπειρο το απόγευμα της 10ης Ιανουαρίου 1913 και εγκατέστησε το Αρχηγείο του στο Χάνι Εμίν Αγά, είκοσι περίπου χιλιόμετρα νότια των Ιωαννίνων, έχοντας στο επιτελείο του τους λοχαγούς Ιωάννη Μεταξά, Ξενοφώντα Στρατηγό και Βίκτωρα Δούσμανη.
Μετά από ένα επταήμερο έντονων συσκέψεων, προβληματισμών αλλά και γενναίων αποφάσεων, ο Κωνσταντίνος θα απευθύνει μήνυμα προς τον Εσσάτ πασά, ζητώντας του να παραδώσει τα Ιωάννινα, για λόγους κυρίως ανθρωπιστικούς, αφού η Τουρκία είχε χάσει οριστικά τον πόλεμο. Είχαν υπάρξει συμμαθητές στην Ακαδημία Πολέμου του Βερολίνου:
«Προσφεύγω εις Υμάς, εν ονόματι της ανθρωπότητος και του πολιτισμού, προ της τελικής εφόδου, όπως αποφευχθεί αιματοχυσία πολλών ηρώων και όπως περιφρουρηθεί η πόλις των Ιωαννίνων εκ της καταστροφής ην θα φέρει η μάχη εις τας πύλας ταύτης. Ο εν Κορυτσά Στρατός μου αφαιρεί κάθε ελπίδα διαφυγής σας εκ της αιχμαλωσίας . . .».
Αλλά ο Εσάτ Πασάς θα απορρίψει τις προτάσεις του Κωνσταντίνου, και, μεταξύ άλλων, θα του διαμηνύσει, « . . . Θα επιμείνω, μέχρι του τελευταίου ανδρός και του τελευταίου βλήματος εις την εκτέλεσιν του καθήκοντος όπερ επιβάλλει εις τους υπερασπιστάς ενός φρουρίου η στρατιωτική τιμή και το στρατιωτικόν γόητρον».
Στις 6 Φεβρουαρίου έρχεται στην Ήπειρο, μετά την επιστροφή του από το Λονδίνο, και ο ίδιος ο Βενιζέλος. Ανεβαίνει στον Προφήτη Ηλία, όπου το στρατηγείο του αρχηγού του πυροβολικού, και αποκτά ιδίαν αντίληψη του τι σημαίνει “Μπιζάνι”. Ήταν μια επικίνδυνη επίσκεψη. Ξεναγήθηκε από τον άριστο υπολοχαγό Χαβίνη, αργότερα στρατηγός, βουλευτής Πρεβέζης και υπουργός. Όταν επέστρεψε στο Εμίν Αγά, πήρε ιδιαιτέρως τον Δούσμανη, για να του κάνει την απροσδόκητη ερώτηση, “Σας παρακαλώ, να μου πείτε απεριφράστως αν είναι δυνατή η άλωσις του Μπιζανίου και η κατάληψις των Ιωαννίνων”. Ναι, τα οχυρά του Μπιζανίου είχαν κάνει τα Γιάννενα απόρθητη πολιτεία.
Το Μπιζάνι θα πέσει. Το επιχειρησιακό σχέδιο είχε καταρτίσει ο Ιωάννης Μεταξάς. Η περιγραφή των επιχειρήσεων χωράει κάπου μεταξύ θρύλου και πραγματικότητας.
«Περί την μεσημβρίαν, η πραγματική κόλαση πυρός επί του Μπιζανίου καθιστά αδύνατη την παραμονή μου εκεί και αναγκάστηκα να το εκκενώσω. Όταν πλησίασα στις παρυφές τις πόλεως άκουσα αίφνης “αλτ” . . . “τις ει” ! Ήταν οι διπλοσκοποί των ευζώνων του Βελισσαρίου. Έκαμα μεταβολή και με καλπασμό τράπηκα σε φυγή». Κάπως έτσι περιγράφει τις τελευταίες στιγμές ο αρχηγός της Τουρκικής άμυνας του Μπιζανίου, Βεχήπ μπέης, απόφοιτος και αυτός της Στρατιωτικής Ακαδημίας του Βερολίνου, όπως και ο Ιωάννης Μεταξάς. Αναλογίσθηκε τις συμφορές που θα ακολουθούσαν και εισηγήθηκε στον Εσσάτ πασά, παράδοση.
Όταν τα φώτα της απροσδόκητης επίσκεψης πλησίασαν, ο επί κεφαλής της περιπόλου διαπίστωσε ότι επρόκειτο για άμαξα η οποία εσύρετο από τρία άλογα στα οποία επέβαιναν τούρκοι στρατιώτες με φανούς στα χέρια. Άλλοι τρεις έφιπποι στρατιώτες με φανούς ακολουθούσαν. Στα πλαϊνά της άμαξας υπήρχαν επίσης όμοιοι φανοί. Στην άμαξα επέβαιναν δύο Τούρκοι αξιωματικοί και ο Πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως. Ο επικεφαλής της περιπόλου ζητάει αναγνώριση, σύνθημα-παρασύνθημα, “Τι Ευαγγέλιον έχομεν σήμερον, Αιδεσιμότατε”; Και εκείνος ανέφερε το ορισμένο Ευαγγέλιο της ημέρας. Χωρίς χρονοτριβές, ο τούρκος αξιωματικός θα προσθέσει, ότι έχουν διαταγή από τον αρχηγό τους να παρουσιασθούν στον Έλληνα Γενικό Αρχηγό και να αναφέρουν, ότι τα φρούρια Μπιζανίου, Καστρίτσης και Ιωαννίνων παραδίδονται άνευ όρων με τον στρατό τους που ανέρχεται σε τριάντα τρείς χιλιάδες άντρες.
Σε λίγο θα εμφανιστεί ο ίδιος ο Βελισσαρίου, ο οποίος θα οδηγήσει την αντιπροσωπεία, με όχημα πλέον, στο Χάνι Εμίν Αγά, στον Γενικό Αρχηγό, στις 4 τα ξημερώματα της 21ης Φεβρουαρίου 1913. “Καλώς τον Γιάννη”, θα του πει ο Κωνσταντίνος, και θα προσθέσει, “θέλεις φίλημα, αλλά θέλεις και δέσιμο”, υπαινισσόμενος το παράτολμο της επιχειρήσεως του τάγματος Βελισσαρίου. Μετά από μισή ώρα, ο Βελισσαρίου παρέλαβε τους δύο Τούρκους Αξιωματικούς με τους γραπτούς όρους του Κωνσταντίνου προς τον Εσσάτ Πασά για την παράδοση των οχυρών και των τουρκικών δυνάμεων και πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Και το όνομα “Βελισσαρίου” θα γινόταν ταυτόσημο του θρύλου και του πατριωτισμού.
Σε λίγο, κάτοικοι των Ιωαννίνων και Έλληνες φαντάροι θα αγκαλιάζονταν στις παρυφές της πόλεως και θα ψέλλιζαν, “Χριστός Ανέστη, αδέρφια”! Θα είναι το τέλος του Α’ Βαλκανικού Πολέμου.
Την επομένη, 22 Φεβρουαρίου 1913, στις 10 το πρωί, εισέρχεται στα Ιωάννινα, έφιππος, ο Κωνσταντίνος με το επιτελείο του. Ανάμεσα στο παραταγμένο πλήθος που επευφημεί είναι και ο Αντιστράτηγος Σαπουντζάκης, ως απλός πολίτης, περιθωριοποιημένος και άσημος. Κρίμα!
Όμως, πιο κει, εκεί στη Βόρειο Ήπειρο, στο Αργυρόκαστρο και στη Χειμάρρα, στους Άγιους Σαράντα και στην Πρεμετή, στην Αυλώνα και την Πυρσόγιαννη, στο Τεπελένι στη Μοσχόπολη και την Κορυτσά, οι Έλληνες αδελφοί περιμένουν . . . και θα περιμένουν!
Ιστορικά δεδομένα τεσσάρων χιλιάδων χρόνων ελληνικής ιστορίας και ελληνικού πολιτισμού, εθνικές, φυλετικές και θρησκευτικές συγγένειες, στηρίζουν τις ελληνικές απόψεις ότι η Βόρειος Ήπειρος είναι γη ελληνική. Όμως το καλοκαίρι του 1912 τα πράγματα αρχίζουν να μπερδεύονται. Οι Αλβανοί εξασφαλίζουν μεγάλες παραχωρήσεις από τους Νεότουρκους. Τα Βιλαέτια της Σκόδρας και των Ιωαννίνων καθώς και τμήματα των Βιλαετίων Κοσσόβου και Μοναστηρίου περιλαμβάνονται στον όρο “Αλβανία”. Αλβανοί εθνικιστές με βάση το Βουκουρέστι αναλαμβάνουν δράση για τη δημιουργία ανεξάρτητης πατρίδας και στις 14 Νοεμβρίου 1912 ο Ισμαήλ Μπέης με την υποστήριξη της Αυστρίας και τη σύμφωνη γνώμη της Γερμανίας θα κηρύξει στην Αυλώνα την ανεξαρτησία της Αλβανίας, ενέργεια την οποία επιδοκίμασε και η Ιταλία. Με τη Συνθήκη του Λονδίνου, 30 Μαΐου 1913, οι Μεγάλες Δυνάμεις αναλαμβάνουν τη ρύθμιση των συνόρων. Η Ελλάδα θα υπογράψει τη Συνθήκη για να της αναγνωριστεί η κυριαρχία της στα νησιά του Αιγαίου.
Όταν ο Ελληνικός στρατός πολεμούσε τους Βουλγάρους στη Τζουμαγιά (Β’ Βαλκανικός Πόλεμος) και ο Βενιζέλος βρισκόταν στο Βουκουρέστι για κρίσιμες διαπραγματεύσεις, οι Μεγάλες Δυνάμεις, στις 16 Ιουλίου 1913, ανακήρυξαν την Αλβανία ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος και επέλεξαν τον πρίγκιπα Γουλιέλμο του Wied, Γερμανό αξιωματικό, ηγεμόνα της Αλβανίας και στις 17 Δεκεμβρίου 1913, με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας προσδιορίζονται τα νέα σύνορα, τα οποία περικλείουν όλες τις προαναφερθείσες ελληνικές πόλεις. Ο Ελληνικός στρατός καλείται να εκκενώσει όλα τα εδάφη της Βορείου Ηπείρου που είχε καταλάβει αμέσως μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.
Πικρία και αγανάκτηση. Οι Βορειοηπειρώτες έχουν την πεποίθηση ότι η Ελληνική Κυβέρνηση τους είχε προδώσει. Αποφασίζουν να πάρουν οι ίδιοι την κατάσταση στα χέρια τους και στις 28 Φεβρουαρίου 1914 ο πρώην υπουργός της Ελλάδος, Γεώργιος Ζωγράφος, ανακηρύσσει στο Αργυρόκαστρο την Αυτόνομη Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου. Εθελοντές από όλη την Ελλάδα σπεύδουν να υπερασπιστούν την ακεραιότητα της νέας αυτής πολιτικής και γεωγραφικής οντότητας.
Θα ξεσπάσουν σοβαρές ταραχές μεταξύ Αλβανών και Ηπειρωτών. Με τη μεσολάβηση Διεθνούς Επιτροπής επήλθε συνεννόηση μεταξύ Αλβανών και Ζωγράφου και στις 17 Μάϊου 1914 θα υπογραφεί το Πρωτόκολλο της Κερκύρας με το οποίο η Βόρειος Ήπειρος αποκτούσε αυτονομία. Την 1η Ιουνίου οι Μεγάλες Δυνάμεις επικύρωσαν το Πρωτόκολλο και η Αλβανία το αποδέχτηκε με κάποιες επιφυλάξεις.
Δυστυχώς, προτού τεθεί σε εφαρμογή, κηρύχθηκε ο Α’ΠΠ και στην Αλβανία δημιουργήθηκε χαώδης κατάσταση. Στο πεδίο εμφανίζεται η Ιταλία ως ο κακός δαίμονας της Ελλάδος. Θα εκμεταλλευτεί τον Εθνικό μας Διχασμό, Βενιζέλου-Κωνσταντίνου, και θα καταλάβει όλη τη Βόρειο Ήπειρο. Στις 3 Ιουνίου 1917 ο Ιταλός διοικητής της Ιταλικής Στρατιάς Αλβανίας κήρυξε την ενότητα και ανεξαρτησία της χώρας αυτής υπό την προστασία του βασιλέως της Ιταλίας. Η συμπεριφορά της υπήρξε άθλια για τα ελληνικά συμφέροντα.
Στη συνεδρίαση του Ανωτάτου Συμβουλίου των Συμμάχων στο Παρίσι, 13 Ιανουαρίου 1920, Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία συμφώνησαν να παραχωρηθεί η Βόρειος Ήπειρος στην Ελλάδα. Αλλοίμονο, όμως! Η βάσκανος μοίρα της Ελλάδος . . . Στις βουλευτικές εκλογές στις οποίες θα προσφύγει εσπευσμένα και χωρίς ιδιαίτερο λόγο ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο ίδιος δεν θα εκλεγεί καν βουλευτής. Αχ, αυτές οι εκλογές του 1920! Ήταν μια πολιτική απερισκεψία του Ελευθέριου Βενιζέλου. Στοίχισαν στο Έθνος! Απετέλεσαν τον προθάλαμο της Μικρασιατικής Καταστροφής και της οριστικής απώλειας της Βορείου Ηπείρου.
Η νέα κυβέρνηση του Δημητρίου Γούναρη θα επαναφέρει στο θρόνο τον εξόριστο βασιλέα Κωνσταντίνο. Οι Δυνάμεις της Αντάντ δεν τρέφουν καμία συμπάθεια στο πρόσωπό του διότι ήταν αντίθετος με την είσοδο της Ελλάδος στον Α’ΠΠ. Έτσι, στην Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη της 9ης Νοεμβρίου 1922, όταν η Ελλάδα μόνη της πολεμούσε στα βάθη της Μικράς Ασίας τον τακτικό στρατό του Κεμάλ Ατατούρκ, αποφασίστηκε να μην εφαρμοστεί η παραπάνω συμφωνία, και η Βόρειος Ήπειρος θα εδίδετο οριστικά και αμετάκλητα στην Αλβανία χωρίς κανέναν όρο. Τα Ελληνο-Αλβανικά σύνορα χαράχθηκαν από διεθνή επιτροπή στη γραμμή που όριζε το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας. Η Βόρειος Ήπειρος για πάντα στα δεσμά.




Αλήθεια, στο σύγχρονο γεωστρατηγικό πνεύμα Τραμπ-Πούτιν, περί προσαρτήσεων και παραχωρήσεων, περί συνοριακών μεταβολών και άλλων γεωπολιτικών αναθεωρητισμών, η Βόρειος Ήπειρος μπορεί να ελπίζει; Εμείς πάντως περιμένομε το φύλλο της επιστρατεύσεως για να μπούμε στον δίκαιο αγώνα της απελευθέρωσης των αδελφών Βορειο-ηπειρωτών με την αυταπάρνηση, την τόλμη και τον πατριωτισμό του ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου.
Στα απομνημονεύματά του, ο Αντιστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος, τότε λοχαγός επιτελής Μεραρχίας γράφει, «Ευρισκόμεθα στο Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης. Η σύζυγος του αείμνηστου ταγματάρχη Βελισσαρίου βρίσκεται παραπλεύρως μου. Είχε έλθει να ιδεί τον σύζυγόν της. Όταν ο Διοικητής του 9ου Τάγματος κατευθυνόμενος προς το νέο Ελληνοβουλγαρικό μέτωπο (Β’ Βαλκανικός Πόλεμος) περνά έφιππος έμπροσθεν ημών, η σύζυγός του τού εζήτησε να σταματήσει για να τον αποχαιρετήσει. Και ο εθνικός εκείνος ήρωας, οργισμένος, δείχνοντας στον ορίζοντα την φλεγόμενη Μπέροβα, θα της πει, “Δεν έχομε καιρό για ασπασμούς, έχομε να εκδικηθούμε τα αδέρφια μας που σφάζει ο Βούλγαρος”. Η ατυχής κυρία, στραφείς προς εμέ, μου είπε: “Προαισθάνομαι, Θόδωρε, πως δεν θα τον ξαναδώ τον Γιάννη”. Και πράγματι δεν τον ξαναείδε».
Ναι, ο ηρωικός σύζυγός της, ο Ταγματάρχης Ιωάννης Βελισσαρίου, από την Κύμη Ευβοίας, ο ξεχωριστός μαχητής των Βαλκανικών Πολέμων, ο θρύλος του Μπιζανίου, έπεσε την ώρα του καθήκοντος προς την πατρίδα λίγες μέρες μετά, στην περιοχή της Άνω Τζουμαγιάς. Το ημερολόγιο έγραφε, 13 Ιουλίου 1913. “Χαιρετίζω τον ήρωα των ηρώων”, θα γράψει ο Κωνσταντίνος προς τη σύζυγό του.
“Χαιρετίζουμε” με τιμή και ευγνωμοσύνη όσους θυσιάστηκαν για την πατρίδα. Δεν τους ξεχνάμε!
21 Φεβρουαρίου 2025. Γρηγόριος Δημ. Νούσιας – αεροπόρος.