.[Για τους φίλους μου, που δεν μπορούν να κάνουν ταξίδια και διακοπές αλλά αρέσκονται στα εξωτικά αναγνώσματα, προσφέρω σήμερα λίγες σελίδες των αφρικανικών μου αναμνήσεων και ταξιδίων. Ίσως τις βρουν ενδιαφέρουσες. Δεν ξέρω αν συνεχίσω να δίνω στο μέλλον κι άλλες τέτοιες σελίδες. Εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Αν όμως διαπιστώσω ότι αρέσουν, δεν θα χαλάσω το χατίρι των φίλων μου που τους αγαπώ σαν αδελφούς. Το κείμενο που ακολουθεί θα παρατεθεί στην αγγλική γλώσσα και εμπλουτισμένο με αρκετές αυθεντικές φωτογραφίες στον υπό έκδοση τόμο 34 (2025) του περιοδικού μου Journal of Oriental and African Studies].

ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΓΙΟΧΑΝΝΕΣΜΠΟΥΡΓΚ
ΣΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΟ ΜΕΓΑΛΟ ΖΙΜΠΑΜΠΟΥΕ

ENA TAΞΙΔΙ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ ’80
Καθώς τ’ αεροπλάνο κατεβαίνει για να προγειωθεί στο αεροδρόμιο «Γιαν Σματς» του Γιοχάννεσμπουργκ, οι επιβάτες βλέπουν απ’ τα φινιστρίνια μια μεγαλούπολη με ψηλά κτίρια που θυμίζουν Νέα Υόρκη, βίλλες με καταπράσινους κήπους και πισίνες, κι αυτοκίνητα σ’ αδιάκοπες ουρές. Τίποτα δεν θυμίζει τη Μαύρη Ήπειρο, όπως τουλάχιστον τη γνωρίζουμε από τον κινηματογράφο και τα βιβλία.
Η πόλη του Γιοχάννεσμπουργκ δεν έχει μακρά ιστορία. Η ίδρυσή της οφείλεται στην ανακάλυψη χρυσού στην περιοχή το 1886. Τότε τα αγροκτήματα δεσμεύτηκαν από το δημόσιο, που άρχισε την εξόρυξη του χρυσού. Ένα χρόνο αργότερα, ο μέχρι τότε έρημος τόπος άρχισε να παίρνει τη μορφή πόλης με την κατασκευή ναών, σπιτιών, καταστημάτων και δημοσίων κτιρίων. Επίσημα ανακηρύχτηκε σε πόλη, μόλις το 1928 κι από τότε άρχισε ν’ αναπτύσσεται με γρήγορο ρυθμό. Σήμερα ο πληθυσμός της είναι περίπου δύο εκατομμύρια. Έξω από τα όρια της πόλης βρίσκεται το Soweto, μια ομάδα πόλεων που κατοικούνται από μαύρους.
Στα τελευταία χρόνια, εξαιτίας του απαρτχάιντ έπεσε το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού, λιγότερο των λευκών και πολύ περισσότερο των μαύρων. Πολλές ελπίδες όμως έχουν στηριχτεί στην πρόσφατη μεταπολίτευση που φαίνεται πως θα βγάλει την πλούσια και γραφική χώρα από τα πολλά αδιέξοδα στα οποία έχει περιέλθει. Ως εγγύηση θεωρείται η προσωπικότητα του συνετού ηγέτη Νέλσωνος Μαντέλα που συγκεντρώνει την εκτίμηση όχι μόνο μεγάλου μέρους του μαύρου πληθυσμού, αλλά και πολλών λευκών, που αντιλαμβάνονται ότι μόνο με τη συνεργασία όλων των πληθυσμιακών ομάδων είναι δυνατό να επιβιώσει και να προοδεύσει η χώρα. Αλλιώς θ’ ακολουθήσει εμ¬φύλια σύρραξη, παρακμή, διάλυση...

Λευκοί και μαύροι στο Χίλμπροου
Οι αποστάσεις μεταξύ των πόλεων στην Αφρική είναι μεγάλες σε σύγκριση με τα ελληνικά δεδομένα. Όσο βρίσκεται κανείς μέσα στα όρια της Ν. Αφρικής δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Αν όμως θελήσει να βγει έξω από αυτήν πρέπει να είναι καλά πληροφορημένος για πολλά πράγματα. Για τούτο επιβάλεται πρώτα-πρώτα μια επίσκεψη στο Χίλμπροου, ένα προάστιο όπου κατοικούν πολλοί Έλληνες.
Η κίνηση στο Χίλμπροου είναι έντονη όλο το 24ωρο. Τα καταστήματα και τα κάθε λογής κέντρα διασκέδασης είναι γεμάτα από λευκούς, μαύρους και Ινδούς (γιατί ζουν πολλοί Ινδοί στη Ν. Αφρική από τον 19ο αιώ¬να). Σε δύο καφενεία, το «Καφέ ντε Παρί» και το «Καφέ Βιέννα», βρίσκεις όλη μέρα Έλληνες κάθε ηλικίας, καταγωγής και οικονομικής κατάστασης.
Ο βιομήχανος από τη Σπάρτη, ο ψιλικατζής από τη Λάρισα, ο φορτηγατζής από τον Πύργο, ο παραγγελιοδόχος από τα Δωδεκάνησα έρχονται να πιούν το καφεδάκι τους ή να απολαύσουν το γαλακτομπούρεκο με το αγνό βούτυρο. Θα διαβάσουν ελληνικές εφημερίδες, θα σχολιάσουν την πολιτική εξέλιξη και της Ελλάδας -είναι πολύ καλά ενημερωμένοι (και παθιασμένοι) για όλα- και της χώρας όπου ζουν, θα κλείσουν εμπορικές συμφωνίες, θα σκοτώσουν το χρόνο τους, αφού η πόλη ερημώνει μετά τις 6 το βράδυ.
Εδώ συχνάζουν και μερικοί πολυτεχνίτες, μικροκομπιναδόροι, παλιοί μισθοφόροι στην Κατάνγκα (το 1960-62) και άλλοι συμπαθείς εκ πρώτης όψεως, αλλά όχι και τελείως ακίνδυνοι τύποι. Καλό είναι να μην ξέρει κανείς αν/και πόσα χρήματα έχεις, γιατί κινδυνεύεις να τα χάσεις από τράκα ή ένοπλη ληστεία, στριμωγμένος σε κάποια γωνία. Ωστόσο, δεν μπορείς να ταξιδέψεις στα ενδότερα της ηπείρου αν δεν πάρεις πληροφορίες από ανθρώπους που όργωσαν τον τόπο, έπαθαν κι έμαθαν, που ταξίδεψαν σε μακρινές περιοχές για εμπόριο ή λαθρεμπόριο, για κάθε λογής δουλειές. Αυτοί θα σε κατατοπίσουν για τους δρόμους, τη νοοτροπία των τελωνοφυλάκων και των αστυνομικών, τους χώρους διανυκτέρευσης, τα στέκια και τον τρόπο αλλαγής συναλλάγματος.
Το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί στις χώρες της τροπικής Αφρικής άλλη είναι η επίσημη τιμή του δολλαρίου ή του ραντ στην τράπεζα και άλλη -πολύ μεγαλύτερη- στη μαύρη αγορά. Τέλος, θα σ’ ενημερώσουν για Έλληνες που ζουν σε πόλεις και χωριά της Αφρικής, στους οποίους μπορείς να καταφύγεις όταν βρεθείς σε ανάγκη και θα σου αποκαλύψουν το πιο ισχυρό όπλο που θα σε προστατεύει σ’ όλες τις δύσκολες στιγμές: το χρήμα! Αλλά μπορεί η Ν. Αφρική να είναι η χώρα των διαμαντιών, όμως αυτά που προφέρονται σε δελεαστικές τιμές δεν είναι πάντα γνήσια, έστω και αν ο πωλητής είναι... πατριωτάκι!
Στον κεντρικό δρόμο της συνοικίας, την Ρretoria street, βρίσκεις ό,τι θέλεις: τεράστια βιβλιοπωλεία -ανάμεσά τους και ένα ελληνικό- για να διαλέξεις τα βιβλία που σ’ αρέσουν, δισκοπωλεία, φαστ-φουντ, πολυκαταστήματα που ανοίγουν ακόμη και τις αργίες. Στο δεξιό πεζοδρόμιο έχουν απλώσει την πραμάτεια τους μαύρες γυναίκες που ξημεροβραδιάζονται εκεί για να βγάζουν το ψωμί τους. Πουλάνε ξύλινες μάσκες, είδη λαϊκής τέχνης, μπιζού, κ.ά. Σε κάποια γωνιά, ένα ντουέτο μαύρων παίζει σκοπούς τζαζ με σαξόφωνο και κιθάρα. Πιο εκεί, κάποιοι λευκοί εμπορεύονται στο σκοτάδι της παρόδου ηρωίνη και κοκαΐνη, πέντε-έξι αλκοολικοί είναι ξαπλωμένοι στο πεζοδρόμιο, ενώ μια δεκαπεντάχρονη λευκή εκθέτει τα θέλγητρά της για να εξασφαλίσει το αλκοόλ στον εξαθλιωμένο πατέρα της. Κάποια αδέσποτα μαυράκια παίζουν «κορώνα-γράμματα» καθισμένα στο πεζοδρόμιο· εκεί θα κοιμηθούν το βράδυ, δεν έχουν πού αλλού να μείνουν...
Στο ψητοπωλείο Τropical ο ιδιοκτήτης του, Ρωμιός απ’ τον Μελιγαλά Μεσσηνίας, βάζει συνέχεια στο κασετόφωνο Νταλάρα και Καζαντζίδη, ενώ ο μαύρος ψήστης ετοιμάζει τις χορταστικές μερίδες γύρου. Δίπλα στο ψιλικατζίδικο πωλούνται ελληνικές εφημερίδες και περιοδικά που φτάνουν με τις τακτικές πτήσεις της «Ολυμπιακής». Στον πίσω δρόμο (Van der Meele) Ο Έλληνας (από το Κοπανάκι Μεσσηνίας) ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου Ρark Lane, ο Αλεκάν (=Αλέκος Κάβουρας) με τ’ όνομα, έχει φροντίσει να υπάρχουν πάντοτε ελληνικά φαγητά στον μπουφέ του.
Μετά τον απολαυστικό μουσακά και το ψητό γουρουνόπουλο, η βραδιά θα περάσει καλύτερα αν επισκεφθείς την «Ρub with no name», που βρίσκεται στο ισόγειο του ίδιου ξενοδοχείου, και πιεις το ποτό σου σερβιρισμένο από τη Μιμή, μια ευγενική και πολύ γοητευτική μαύρη από τη Ζιμπάμπουε.

Το κέντρο της πόλης
Μόνο την ημέρα μπορούμε να επισκεφτούμε άφοβα το κέντρο της πόλης. Αυτό κατοικείται περισσότερο από μαύρους. Οι λευκοί κατοικούν σε προάστια, που μπορεί ν’ απέχουν αρκετά χιλιόμετρα, ίσως πάνω από σαράντα, από το κέντρο, σε άνετες μονοκατοικίες με κήπο και πισίνα! Δεν είναι απίθανο να σε στριμώξουν μέρα-μεσημέρι στο δρόμο, και μάλιστα μπροστά στ’ αδιάφορα μάτια των περαστικών, για να σου πάρουν το ρολόι, τα κοσμήματα, τα χρήματα υπό την απειλή στιλέτου. Αυτό κάνει πολλούς λευκούς να μην προτιμούν το εμπορικό κέντρο για τα ψώνια τους, αλλά να επισκέπτονται διάφορα τεράστια εμπορικά συγκροτήματα που απέχουν 15 και 20 χιλιόμετρα απ’ αυτό.
Στην πόλη κατοικούν άτομα από διάφορες φυλές. Εκτός από την πλειοψηφία των μαύρων ιθαγενών (Ξόσα, Ζουλού, κ.ά.) υπάρχουν Ευρωπαίοι, Γερμανοί, Άγγλοι και Μπόερς (απόγονοι των παλιών Ολλανδών αποίκων), Έλληνες (γύρω στις 60.000 ψυχές) και Ασιάτες. Από τους τελευταίους οι περισσότεροι είναι οι Ινδοί, που έφτασαν στη χώρα ως εργατικό δυναμικό ήδη από τον περασμένο αιώνα. Δείγμα της πολυεθνικότητας είναι και τα θρησκευτικά ιδρύματα, οι εκκλησίες των χριστιανικών δογμάτων και αιρέσεων, τα τζαμιά, κ,ά.
Οι Έλληνες έχουν στο Χίλμπροου εκκλησία και κοινοτικό χώρο με εντευκτήριο. Κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει για μειωμένη εθνική ευαισθησία, αλλά τους καταλογίζει αδιαφορία για ελληνοπρεπή ανατροφή των παιδιών τους. Πολλά απ’ αυτά δεν ξέρουν καθόλου ελληνικά! Η ελληνική διδάσκεται μόνο στα κοινοτικά σχολεία ως ξένη γλώσσα, γιατί όνειρο κάθε πατέρα είναι να σπουδάσει το παιδί του στο εκεί πανεπιστήμιο κι όχι στην Ελλάδα. Η ίδια κατάσταση, όσον αφορά στην εκπαίδευση, παρατηρείται και στη Ζιμπάμπουε, ενώ σ’ άλλες αφρικανικές χώρες -Ζαΐρ, Σουδάν, Αιθιοπία, Αίγυπτος- λειτουργούν αμιγώς ελληνικά σχολεία υπό την επίβλεψη του Ελληνικού Υπουργείου Παιδείας. Στο Γιοχάννεσμπουργκ λειτουργεί και η τεκτονική στοά «Πυθαγόρας» με μέλη αρκετούς σημαντικούς παράγοντες της ελληνικής παροικίας, μεταξύ των οποίων και κληρικοί.


Το ανατολίτικο παζάρι
Το Οriental Plaza είναι ένας περιμαντρωμένος χώρος δύο περίπου χιλιόμετρα μακρυά από το κέντρο της πόλης. Στον χώρο αυτόν είναι κτισμένο ένα διώροφο οικοδομικό συγκρότημα επιφάνειας 20 περίπου στρεμμάτων, όπου λειτουργούν πολλά εμπορικά καταστήματα ρούχων, χαλιών, ειδών τέχνης, υφασμάτων, χάλκινων σκευών, υποδημάτων, κ.λπ. Πλήθος κόσμου συνωθείται στους χώρους των καταστημάτων, οι ιδιοκτήτες των οποίων είναι κυρίως Ινδοί και άλλοι Ανατολίτες. Τους βλέπεις να προσκαλούν τον πελάτη, να προσπαθούν να τον πείσουν ν’ αγοράσει κάτι, να παζαρεύουν την τιμή. Καθώς πολλοί είναι ντυμένοι με τη φορεσιά της πατρίδας τους, νομίζεις πως βρίσκεσαι σε κάποια αγορά της Λαχώρης, του Μαντράς, της Βομβάης.
Άμα κουραστείς, υπάρχουν αναψυκτήρια να καθίσεις και φαστ φουντ για να φας. Απαραίτητα υπάρχουν οι πικάντικες ανατολίτικες λιχουδιές, το αρνί μαγειρεμένο με καυτερή σάλτσα και το ρύζι με κάρυ. Ένα βιβλιοπωλείο πουλάει αποκλειστικά ιερά βιβλία του Ισλάμ κι ένα τζαμί συγκεντρώνει τους πιστούς την ώρα των προσευχών στον Αλλάχ. Ένας έμπορος, Λιβανέζος, με «κόβει»: «Είσαι Ρουμ (=Ρωμιός)», μου λέει και με ξαφνιάζει. Και συνεχίζει: « Έχω γυρίσει όλα τα παζάρια της Αφρικής και μυρίζομαι τον καθένα από 1 μίλι μακρυά! Καλά παιδιά οι Ρωμιοί!».
Η σημερινή Ν. Αφρική είναι ένας «πολιτισμένος» τόπος. Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Όπως επίσης η Αφρική δεν είναι μόνο φύση. Είναι και θρύλος, μυστήριο, παράδοση. Ίσως ο κατ’ εξοχήν χώρος όπου όλα αυτά συναντιόνται ταυτόχρονα είναι η Ζιμπάμπουε! Σ’ αυτήν θα ταξιδέψουμε τώρα αναζητώντας το άγνωστο, το μυστήριο, το αλλιώτικο...

ΣΤΗ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΗΣ ΖΙΜΠΑΜΠΟΥΕ
Αφήνουμε το Γιοχάννεσμπουργκ νωρίς το πρωί. Ακολουθούμε την εθνική οδό Ν1 και ύστερ’ από πορεία 600 περίπου χιλιομέτρων, φτάνουμε στη μεθοριακή πόλη Μεσσίνα. Στο τελωνείο οι διατυπώσεις και ο έλεγχος τελειώνουν γρήγορα. Ξεκινούμε για τη Ζιμπάμπουε.
Όριο των δύο χωρών είναι ο ποταμός Λιμπόπο. Η μεγάλη σιδερένια γέφυρα που ενώνει τις όχθες του, άνοιξε το 1929 και πήρε το όνομά της από τον Άλφρεντ Μπάιτ (Βeit), επιχειρηματία ορυχείων, που δαπάνησε για την κατασκευή της. Από τον ίδιο ονοματίστηκε και η πρώτη μικρή πόλη της Ζιμπάμπουε, το Μπάιτμπριτζ. Εδώ είναι το τελωνείο, ένα ξενοδοχείο και διάφορα καταστήματα.
Μετά το Μπάιτμπριτζ ο δρόμος χωρίζει. Αριστερά οδηγεί στο Μπουλαβάγιο και τους Καταρράκτες Βικτώρια, ευθεία οδηγεί μετά από πορεία 300 περίπου χλμ. στο Μασβίνγκο, που είναι η πλησιέστερη πόλη στα ερείπια του Μεγάλου Ζιμπάμπουε.
Πριν φτάσουμε στο χώρο όπου δένονται τα μνημεία με το θρύλο, ας ανοίξουμε μια μεγάλη παρένθεση κι ας βάλουμε σ’ αυτήν πράγματα απαραίτητα και καθοδηγητικά γι’ αυτά που θα δούμε στον ερειπιώνα.

Μια αθάνατη μάγισσα
Στον 16ο αιώνα μια πριγκίπισσα των Καράνγκα, φυλής της Ζιμπάμπουε, με λίγους πιστούς ακολούθους της, αποσχίστηκε από τους ομόφυλους της και κατευθύνθηκε προς τα νότια. Εγκαταστάθηκαν στο Λομπέντου, έναν οικισμό στην εύφορη κοιλάδα του Μολοτότσι, ανατολικά του Ντουϊβελσκλόοφ της Ν. Αφρικής. Από τότε το Λομπέντου έγινε πασίγνωστο, γιατί η πριγκίπισσα ήταν η πιο ξακουσμένη βροχοποιός της Αφρικής. Ονόμασε τον εαυτό της Μοτζάτζι και ήταν απρόσιτη για τον κόσμο. Όλοι πίστευαν ότι ήταν αθάνατη και άγριοι πολεμιστές, όπως οι Σουάζι και οι Ζουλού, απευθύνονταν σ’ αυτή με σεβασμό. Η μικρή συνοδεία της ήταν απαραβίαστη και πλήθος δώρων έφτανε στην κατοικία της προς εξευμενισμό της. Κι αυτή έφερνε την πολυπόθητη βροχή ή την εμπόδιζε, προφέροντας κάποια παράξενα λόγια.
Το μαγικό μυστικό της Μοτζάτζι παραμένει ακόμα άγνωστο. Η έδρα της τωρινής διαδόχου της -που διατηρεί το ίδιο όνομα- βρίσκεται στην πλαγιά ενός λόφου, πίσω από ένα εξωτικό δάσος. Λένε πως τα δέντρα του δάσους αυτού ανθίζουν κάτω από τον προστατευτικό της μανδύα και είναι ταμπού για τους άλλους ανθρώπους. Ακόμα και σήμερα στέλνουν δώρα στη Μοτζάτζι, ώστε να την εξευμενίσουν για να φέρει βροχή. Σ’ εποχές ξηρασίας, ακόμη κι Ευρωπαίοι κάτοικοι του Ντουϊβελσκλόοφ την παρακαλούν να τους συμπεριλάβει στους πιστού της που ζητούν να βρέξει!
Το συγκρότημα σπιτιών της Μοτζάτζι έχει μια τεράστια κεντρική αυλή, περιφραγμένη από ξύλινους πασσάλους, σε πολλούς από τους οποίους έχουν χαραχτεί μαγικά σχήματα και μορφές. Τα δωμάτια της «βασίλισσας» είναι απομονωμένα και δεν μπορεί κανείς να την δει, παρά μόνο οι ευνοούμενοι της.
Αυτή η απόκοσμη, σεβαστή, απροσιτή και αθάνατη βασίλισσα της βροχής, που μπορούσε να εξουσιάζει ακόμη και τις φυσικές δυνάμεις, ενέπνευσε τον Ηaggard κι έγραψε το μυθιστόρημα «Εκείνη». Χώρος όπου εκτυλίσσεται το κύριο μέρος του μυθιστορήματος είναι το Μεγάλο Ζιμπάμπουε, κέντρο της φυλής Καράνγκα, από την οποία προερχόταν και η πανίσχυρη πρώτη βασίλισσα Μοτζάτζι.
Tο μυστηριώδες Μεγάλο Ζιμπάμπουε
Για να φτάσει κανείς σύντομα στο χώρο των ερειπίων του Μεγάλου Ζιμπάμπουε, πρέπει να επισκεφθεί τη Ζιμπάμπουε (παλιά Ροδεσία). Στην πόλη Μασβίνγκο υπάρχει και αεροδρόμιο. Από εκεί, 30 χλμ. νοτιοανατολικά, φτάνουμε στα ερείπια. (Ξενοδοχεία υπάρχουν στην περιοχή του αρχαιολογικού χώρου, μπορεί όμως να διανυκτερεύσει κανείς και στο γειτονικό Μασβίνγκο στο Ηotel Chevron).
Για να κάνει κάποιος την περιδιάβασή του στον αρχαιολογικό χώρο χρειάζεται το λιγότερο δύο ώρες, και καλό είναι να την κάνει το πρωί πριν ο ήλιος αρχίσει να καίει.
Τα ερείπια διαιρούνται σε τρία μέρη: την Ακρόπολη, την Κοιλάδα των Ερειπίων και το Ελλειπτικό κτίσμα ή Ναό. Οπωσδήποτε ανάμεσα στα διασωθέντα κτίσματα θα υπήρχαν και πλινθόκτιστα ή ξύλινα σπίτια, που δεν σώζονται σήμερα. Σημειώνουμε πως όλα τα κτίσματα είναι ξερολιθιά, δηλαδή χωρίς συνεκτικό υλικό ή αμμοκονίαμα.
Η Ακρόπολη είναι ένα συγκρότημα οχυρών, ένα ιδιότυπο φρούριο πάνω σε τεράστιους γρανίτινους βράχους, κάτω από τους οποίους χάσκουν γκρεμοί μέχρι και 100 μ. Στο χώρο αυτό βρέθηκαν σιδερένια εργαλεία, τεμάχια αγγείων από σχιστόλιθο, φαλλοί από ψημένο πηλό, άφθονα θραύσματα αγγείων και μεγάλες ποσότητες οστών ζώων (κατσικιών, προβάτων, βοδιών, κ.ά.). Η μελέτη ορισμένων λεπτομερειών της αγγειοπλαστικής δείχνει ότι οι ντόπιοι τεχνίτες είχαν φτάσει σ’ ένα ανώτερο επίπεδο τεχνικής.
Τα κτίρια της Ακρόπολης παρέχουν την εντύπωση πως ήταν ναοί, αν και δεν ξέρουμε ακριβώς την πραγματική τους χρήση. Ο ναός που βρίσκεται στο δυτικό μέρος περικλείεται από τείχος ύψους 10 μ. και πλάτους 5 μ. και στο ανώτερο τμήμα του έχει 4 πυργίσκους. Στους γρανίτινους τοίχους του βλέπουμε στοιχεία διακόσμησης, ενώ στα ερείπια βρέθηκαν χρυσά κοσμήματα, χάντρες περιδέραιων, χάλκινα και σιδερένια εργαλεία και πέτρινα αγαλματίδια πτηνών. Στον ναό που βρίσκεται στ’ ανατολικά της Ακρόπολης βρέθηκε μια κατασκευή από γρανίτινους ογκόλιθους, που χρησιμοποιούνταν ως βωμός, αφού υπάρχει κι ένα είδος αγωγού, σκαλισμένου σε γρανίτη, για ν’ αποχετεύονται τα κατάλοιπα των σπονδών. Από τους πήλινους φαλλούς που βρέθηκαν εδώ, εικάζεται πως ο βωμός ήταν αφιερωμένος σε κάποια θεότητα της γονιμότητας.
Κατεβαίνοντας στην κοιλάδα των ερειπίων θα βρούμε τα σπουδαιότερα μνημεία. Ο «ελλειπτικός ναός» είναι ένα επιβλητικό κτίσμα από γρανίτη. Παλιότερα είχε υποστηριχτεί ότι οι πέτρες είχαν μεταφερθεί από αλλού, όμως τώρα πιστεύεται ότι αποσπάστηκαν από τους γρανίτες της περιοχής με την επενέργεια των φυσικών φαινομένων, δηλαδή του ήλιου και της παγωνιάς.
Ο «κωνικός πύργος» είναι ένα άλλο κτίσμα, για το οποίο υπάρχει διχογνωμία μεταξύ των επιστημόνων που διατύπωσαν τις πιο αντίθετες εκδοχές για τη χρήση του: σύμβολο τεχνητής τερμιτοφωλιάς, μεγάλος τάφος, δείγμα της δύναμης του αρχηγού, λατρεία της γονιμότητας (λόγω του φαλλικού σχήματος και των πολλών πήλινων φαλλών της περιοχής), μίμηση αραβικού μιναρέ ή βαβυλωνιακού ζιγκουράτ.
Ο διάσημος Γερμανός εθνολόγος Leo Frobenius το παρέβαλε προς αντίστοιχο γρανίτινο μνημείο στο Χαμπί της νότιας Ινδίας, κι έτσι άνοιξε το δρόμο για νέες αναζητήσεις της προέλευσης των αρχιτεκτόνων. Εγράφτηκε ότι ήταν Κινέζοι, Άραβες, Πέρσες, Μαλαισιανοί, Ινδοί, όμως σήμερα λίγες αμφιβολίες απομένουν πάνω στο θέμα αυτό, αφού –κατά την Αγγλίδα αρχαιολόγο Caton-Thompson τα μνημεία δείχνουν πως κτίστηκαν από νέγρους και φέρουν τα τυπικά χαρακτηριστικά της νέγρικης αντίληψης.
Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η αναζήτηση των ιστορικών μαρτυριών και τεκμηρίων για το παρελθόν του «Μεγάλου Ζιμπάμπουε». Όταν ο Βάσκο ντε Γκάμα έφτασε στο λιμάνι της Σοφάλας πλέοντας προς την Ινδία, άκουσε από Άραβες έμπορους για μια χώρα που βρισκόταν πέρα από τα βουνά και τα παλιά αραβικά βιβλία ονόμαζαν «Χώρα του χρυσού», γιατί εκεί το χρυσάφι ήταν διάσπαρτο όπως οι πέτρες στο έδαφος. Διηγούνταν ακόμη οι Άραβες ότι υπήρχαν εκεί πέτρινα κτίρια τόσο παλιά, που κανείς δεν ήξερε ποιοι και πότε τα είχαν χτίσει.
Ο Πορτογάλος ντε Γκόες (γεν. 1501) διέσωσε διηγήσεις ιθαγενών, σύμφωνα με τις οποίες στη μέση της χώρας Μονομοτάπα υπήρχε ένα μεγάλο φρούριο, χτισμένο με μεγάλους λίθους, χωρίς συνεκτικό υλικό. Υπήρχαν πολλά πέτρινα φρούρια-πόλεις που εξουσιάζονταν από έναν βασιλιά, ο οποίος ζούσε με μεγαλοπρέπεια και τον υπηρετούσαν γονατιστοί και με μεγάλο σεβασμό.
Ο επίσης Πορτογάλος ιστορικός ντε Μπάρρος, στο έργο του «περί Ασίας» («De Asia»), που τυπώθηκε το 1552, μιλάει για τα οικοδομήματα που τα έλεγαν «Σιμπαόε» (=παλάτι). Επειδή δεν υπήρχε γραφή ούτε ιστορία στους ιθαγενείς, πίστευαν ότι είναι έργα του σατανά, γιατί -κρίνοντας από τις δικές τους δυνάμεις- θεωρούσαν απίθανο πράγμα την κατασκευή τους από ανθρώπους! Άραβες που τα είδαν, έλεγαν πως είναι πολύ αρχαία και είχαν χτιστεί για να φρουρούν τα χρυσωρυχεία. Τέλος, ο Πορτογάλος ιστορικός ταυτίζει την περιοχή με τα Ασύγαμβα του αρχαίου γεωγράφου Πτολεμαίου.
Ο πρώτος ευρωπαίος που είδε τα ερείπια ήταν ο Άγγλο-Γερμανός κυνηγός Άνταμ Ρέντερς, το 1868. Τον ακολούθησαν πολλοί επιστήμονες αλλά και χρυσοθήρες, που κατέσκαψαν τον χώρο και δυσχέραναν το κατοπινό έργο των αρχαιολόγων, νομίζοντας ότι θα βρουν θησαυρούς και χρυσό. Ιδρύθηκε μάλιστα και «Τhe Exploration of Ancient Ruins Co» με σκοπό καθαρά κερδοσκοπικό.
Ο Άγγλος Ηall συνέδεσε το χώρο με τα χαμένα χρυσωρυχεία του βιβλικού Οφίρ, με το οποίο επικοινωνούσε ο εμπορικός στόλος του βασιλιά Σολομώντα. Γράφτηκε ακόμη ότι η βασίλισσα του Σαβά από εδώ πήρε χρυσό για το θρόνο της και ότι οι θησαυροί του βασιλιά Σολομώντα είναι θαμμένοι βόρεια της Ναμουάλα και νότια του Μπρόκεν Χιλλ (σήμερα Κάμπουε). (Έχει γραφτεί ότι τα ορυχεία χρυσού του Εβραίου βασιλιά βρίσκονταν στο «Μεγάλο Ζιμπάμπουε» ή την περιοχή Τati της Μποτσουάνα). Εξάλλου ο Άγγλος επιχειρηματίας χρυσού και διαμαντιών Secil Rhodes, που από το όνομά του πήρε τ’ όνομά της η χώρα (Ροδεσία), έχοντας συλλάβει τη σημασία της ιδεολογικής χρήσης της Ιστορίας και θέλοντας να παγιώσει τη βρετανική αποικιο- κρατική εγκατάσταση, πρόβαλλε τη θεωρία περί εγκαταστάσεως Φοινίκων στην αρχαιότητα.
Οι Αφρικανοί τρέφουν απεριόριστο σεβασμό για τον χώρο αυτόν. Όταν ο περιηγητής Πόσσελτ (1888) έφτασε στα ερείπια, οι ιθαγενείς συνοδοί του γονάτισαν και τα χαιρέτισαν με χτύπους των χεριών. Πίστευαν ότι τα πνεύματα των προγόνων τους κατοικούσαν σ’ αυτά. Όταν οι λεύκοι συνοδοί του περιηγητή ξέθαψαν από το έδαφος τα πέτρινα πουλιά, που θεωρούνταν ως σύμβολο της αστραπής, κόντεψαν να κατασφαγούν από τους μαύρους!
Εκεί προσφέρονταν, μέχρι και το 1904, θυσίες μαύρων βοδιών στις ψυχές των παλιών βασιλέων. Κατά τους τοπικούς μύθους, οι τελευταίοι είχαν χτίσει το «μεγάλο Ζιμπάμπουε», σωριάζοντας βουνά πάνω σε βουνά.
Αρκετά έχουν γραφεί και για την πιθανή σχέση της περιοχής με τον μεσοανατολικό χώρο. Ίσως οι Αιγύπτιοι, πολύ πριν τον Σολομώντα, είχαν ανακαλύψει τα περιώνυμα χρυσωρυχεία. Ίσως η Ροδεσία είναι η Πουντ των Αιγυπτίων ή η Μελουχά των Ασσυρίων, απ’ όπου έπαιρναν χρυσό. Ένας κύλινδρος με ρόδακα που βρέθηκε στον «ελλειπτικό ναό» είναι όμοιος μ’ έναν που βρέθηκε στην Πάφο της Κύπρου.
Σημειώνουμε και τις παραδόσεις των νέγρων για τη μυστηριώδη φυλή των «κόκκινων ανθρώπων». Ποιοι να ήταν αυτοί; Πλάσμα της φαντασίας των ευφάνταστων «αγρίων», άποικοι φερμένοι από χώρες μακρινές; Τέλος υποστηρίχτηκε ότι είναι έργο εξωγήινου πολιτισμού! Πάντως στους βασιλικούς τάφους του Μαπουγκάμπουε βρέθηκαν 27 σκελετοί «κόκκινων ανθρώπων» ενταφιασμένοι σε καθιστή θέση. Οι νεκροί ήταν ντυμένοι με φόρεμα φτιαγμένο από χρυσές και γυάλινες χάντρες που διατηρούνται ανέπαφες.
Ας βάλουμε όμως τα πράγματα στις σωστές τους διαστάσεις. Το «Μεγάλο Ζιμπάμπουε», όπως και άλλα παρόμοια συγκροτήματα κτιρίων στη Ροδεσία, ήταν έργο αφρικανικών λαών. Τον πρώιμο λιθοκτιστικό πολιτισμό διαδέχτηκε πριν το 1400 μ.Χ. ένας συγγενικός πολιτισμός που λέγεται ότι έφτιαξε τα μεγάλα οικοδομήματα.
Όμως παρά τις σημαντικές ανακαλύψεις στον ερειπιώνα του «Μεγάλου Ζιμπάμπουε» και τα πολλά δημοσιεύματα, η τελευταία λέξη για τα μνημειώδη αυτά κτίρια δεν έχει ειπωθεί. Ούτε για τους μυστηριώδεις χτίστες τους, ούτε για τον ακριβή σκοπό και τη χρήση τους. Ελπίζεται ότι μελλοντικά ευρήματα θα ρίξουν φως στο θέμα, όμως μέχρι τότε οι αρχαίοι μύθοι θα ασκούν παράξενη γοητεία και ακατανίκητη έλξη στους επισκέπτες.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
«ΕΚΕΙΝΗ»: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Ο Sir Henry Rider Haggard γεννήθηκε το 1856 στο Μπράντενχαμ της κομητείας Νόρφολκ. Σε ηλικία 19 ετών άφησε την πατρίδα του και πήγε στο Τράνσβααλ ως γραμματέας του ύπατου αρμοστή της Αγγλίας. Το 1857 συμμετείχε στη μικρή ομάδα των Άγγλων υπαλλήλων, οι οποίοι με τη βοήθεια 60 ιθαγενών πέτυχαν πραξικοπηματικά την προσάρτηση της περιοχής του Τράνσβααλ στο αγγλικό στέμμα!
Όταν τον ίδιο χρόνο εξερράγη ο «πόλεμος των Ζουλού», εγκατέλειψε τη θέση του και κατετάγη στα αγγλο-μποερικά στρατεύματα. Μετά την καταστολή της επανάστασης αυτής, γύρισε με άδεια στην Αγγλία, όπου παντρεύτηκε (1884). Επειδή η γυναίκα του δεν επιθυμούσε την εγκατάστασή τους στην αποικία, ο Ηaggard έμεινε μόνιμα πλέον στον Λονδίνο, όπου άρχισε να εξασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου.
Οι πρώτες συγγραφικές του προσπάθειες δεν είχαν επιτυχία. Αυτή την εγνώρισε όταν, το 1885, τύπωσε «Τα ορυχεία του βασιλιά Σολομώντα», βιβλίο που τον έκανε πασίγνωστο. Αποφάσισε να γίνει επαγγελματίας συγγραφέας και μέχρι τον θάνατό του (1925) έγραψε 60 μυθιστορήματα.
Πηγή έμπνευσης για πολλά έργα του στάθηκε η Αφρική. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Μαύρη Ήπειρο είχε ταξιδέψει σε πολλά μέρη και είχε έρθει σ’ επαφή με διάφορους ανθρώπους: χρυσοθήρες, κυνηγούς, μεταλλωρύχους, παλαιούς αποίκους, ιθαγενείς κ.ά. Η φαντασία του είχε εξαφθεί από τις πραγματικές και φανταστικές ιστορίες που άκουγε, κι αυτές αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για το λογοτεχνικό του έργο. Ντόπιοι θρύλοι τον κίνησαν να γράψει τα έργα του «Τα ορυχεία του βασιλιά Σολομώντα», «Άλλαν Κουαρτερμαίην και η χαμένη πόλη του χρυσού» και το πασίγνωστο «Εκείνη» («She»).
Το τελευταίο έργο, δημοσιευμένο το 1887, γυρίστηκε σε φιλμ δύο φορές: το 1935 με πρωταγωνίστρια την 'Ελεν Γκάχαγκαν - και το 1965 με την Ούρσουλα Αντρες με τίτλο «Η αμαρτωλή της ερήμου». Στα ελληνικά κυκλοφόρησε με δύο τίτλους «Χαμένοι ορίζοντες» (εκδ. Ατλαντίς) και «Αγιέσα, η μυστηριώδης βασίλισσα της Κορ» (εκδ. Πατάκη 1989).
Στο έργο περιγράφεται το ταξίδι δύο Άγγλων φίλων που φτάνουν στην Αφρική για να λύσουν ένα μυστήριο που προέκυψε από την ανάγνωση παλιών επιγραφών. Μετά από πολλές περιπλανήσεις φτάνουν στο βασίλειο της Κορ, όπου βασίλευε η Αγιέσα, δηλαδή «αυτή που της οφείλεται υποταγή» κατά την τοπική διάλεκτο.
Η αθάνατη, όμορφη και τρυφερή, όσο αινιγματική και σκληρή, βασίλισσα αναγνωρίζει στο πρόσωπο του ενός Άγγλου τον Καλλικράτη, τον αγαπημένο της που περίμενε δύο χιλιάδες χρόνια. Όμως το αθάνατο πυρ της Ζωής, με το οποίο ήθελε με τη μαγεία της να τον περάσει στην αθανασία, τη σκότωσε και οι δύο φίλοι κατάφεραν μέσα από μύριες δυσκολίες και κινδύνους να ξαναγυρίσουν στον «πολιτισμένο» κόσμο.
Όπως παρατήρησαν μελετητές του έργου του Ηaggard, στο συγγραφικό του έργο ενέταξε πρόσωπα και πράγματα της αφρικανικής ζωής και της φύσης. Έτσι, εκτός από τον Αλλαν Κουάρτερμαίην και τον Ζουλού πολεμιστή Umslopogaas, αξιοποίησε στα βιβλία του σπηλιές, ερείπια, ποτάμια και δάση.

*Φωτόπουλος Αθανάσιος:  Ο Αθανάσιος Θ. Φωτόπουλος (Πύργος Ηλείας, 1950) σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Rand Afrikaans University (Γιοχάνεσμπουργκ) και δίδαξε στη μέση εκπαίδευση και σε μεταπτυχιακό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι διδάκτορας ιστορίας (Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1997) και διδάσκει (2003 κ.ε.) νεότερη ελληνική ιστορία στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Από το 1989 εκδίδει το ετήσιο διεθνές επιστημονικό περιοδικό Journal of Oriental and African Studies (JOAS). Έχει τιμηθεί με βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1980). Πεδίο της έρευνάς του είναι η ιστορία του νεότερου ελληνισμού. Έχει εκδώσει αρχειακές πηγές και έχει δημοσιεύσει μελέτες ιστορικού, φιλολογικού, λαογραφικού και βιβλιογραφικού περιεχομένου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον δείχνει για την επισήμανση και την έκδοση άγνωστων κειμένων/πηγών της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Βασικά έργα του: "Ιστορικά και λαογραφικά της ανατολικής περιοχής Αιγιαλείας και Καλαβρύτων (τόμ. Α΄-Β΄, Αθήνα, 1982), "Οι Πετιμεζαίοι. Συναγωγή κειμένων και εγγράφων" (Αθήνα, 1987), "Οι Γιατράκοι του 1821" (τόμ. Α΄- Β΄, Αθήνα, 2001), "Η συμβολή των Ελλήνων στις αραβικές και ισλαμικές σπουδές από το 1453 έως σήμερα" (Αθήνα, 2002).


Βίας ο Πριηνεύς: Άκουγε πολλά, μίλα την ώρα που πρέπει.

Θαλής o Μιλήσιος: Καλύτερα να σε φθονούν παρά να σε λυπούνται.

Κλεόβουλος ο Λίνδιος: Το μέτρο είναι άριστο.

Περίανδρος ο Κορίνθιος: Οι ηδονές είναι θνητές, οι αρετές αθάνατες.

Πιττακός ο Μυτιληναίος: Με την ανάγκη δεν τα βάζουν ούτε οι θεοί.

Σωκράτης: Εν οίδα ότι ουδέν οίδα. Ουδείς εκών κακός.

Θουκυδίδης: Δύο τα εναντιότατα ευβουλία είναι, τάχος τε και οργήν.

Πλάτων: Άγνοια, η ρίζα και ο μίσχος όλου του κακού. 

Αριστοτέλης: Δεν υπάρχει τίποτε πιο άνισο από την ίση μεταχείριση των ανίσων.