Η Ιερά Μονή Βυτουμά βρίσκεται κοντά στα Μετέωρα και είναι γυναικείο μοναστήρι, που φέρει το όνομα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Το Μοναστήρι είναι κτισμένο στους πρόποδες του καταπράσινου Κόζιακα, σε υψόμετρο περίπου 540 μ. και βλέπει σε όλο τον κάμπο των Τρικάλων.
Στην τοποθεσία αυτή βρέθηκε, σύμφωνα με την παράδοση, η εικόνα της Παναγίας της Καλαμπακιώτισσας. Η εικόνα της Παναγίας που βρισκόταν στην Καλαμπάκα κάποτε έφυγε από τη θέση της. Όλοι τότε ανησύχησαν και ξανοίχθηκαν για την ανεύρεσή της. Ήταν μεγάλη η έκπληξη όταν τη βρήκαν στον χώρο πού είναι σήμερα το Μοναστήρι. Γεμάτοι χαρά, την πήραν και την επανατοποθέτησαν στη θέση της. Το φαινόμενο αυτό λέγεται ότι επαναλήφθηκε τρεις φορές.
Όλοι πίστεψαν ότι ήταν ένα θεϊκό σημάδι και στην τοποθεσία όπου βρέθηκε η εικόνα, κτίσθηκε το Μοναστήρι στο όνομα της Παναγίας, το 1161, με έξοδα του Κωνσταντίνου Ταρχανιώτη και της συζύγου του Ζωής, επί της βασιλείας Μανουήλ Α' Κομνηνού.
Στην αρχή, η Μονή ήταν ανδρική. Για πολλά χρόνια παρέμεινε εγκαταλελειμμένη και έρμαιο σε φωτιές και λεηλασίες, γι αυτό και δεν σώζονται στοιχεία μέχρι το 1600, έτος κατά το οποίο η Ιερά Μονή ανιδρύθηκε και ανιστορήθηκε.
Στον περίβολο της μονής, νοτίως της πύλης, υπάρχει το αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου παρεκκλήσιο. Πρόκειται για έναν μικρό ναό με έξοχες τοιχογραφίες, που φιλοτέχνησε το 1559 ο αρχιμανδρίτης Νεκτάριος. Οι περισσότερες διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση. Το τέμπλο που υπήρχε άλλοτε, σήμερα δεν σώζεται. Το κατέστρεψε η φθορά του χρόνου.
Ήταν πολύ βαρύς ο χειμώνας, εκείνη τη χρονιά του 1955. Αδιάκοπες οι βροχές στα πεδινά και ψηλά ο Κόζιακας ήταν κάτασπρος μέχρι χαμηλά στα μέσα του Δεκέμβρη. Το ποτάμι, ο Πηνειός, ήταν φουσκωμένος και θολός. Πλημμυρισμένη η ποταμιά. Απέραστο το ποτάμι. Ακόμη και με το σύρμα πάνω από το ποτάμι, το αρχαϊκό σύστημα τελεφερίκ, στο στένωμα του βιρού του παπά, δεν δούλευε κάθε μέρα για να περάσουν οι βοσκοί τα γκιούμια με το γάλα στο χωριό και να πάρουν τα λίγα τρόφιμα.
Ο πατέρας μου, όπως σχεδόν μια ζωή, ήταν στην άλλη μεριά του Πηνειού, πέρα από το ποτάμι, όπως λέγαμε, στη δουλειά του, στο βιός του στον Σκούμπο. Είχε στημένο εκεί, δίπλα στην ποταμιά του παραπόταμου του Πηνειού Βυτουμίτη, που πήγαζε από την κορυφή του Κόζιακα, το αγροτικό του συγκρότημα, the agricultural complex, όπως θα λέγαμε σήμερα: μια μεγάλη καλύβα, που χωρούσε μέχρι και τέσσερα άτομα και μια εστία στη μέση για τη φωτιά.
Ένα καλυβάκι σαν απόπατος για τον χειμώνα και τη βροχή, τον άλλο καιρό πίσω από τα παλιούρια ή τους βάτους. Μια στρούγκα ή γραίκι για το άρμεγμα των προβάτων. Μια αχερώνα με στάβλο για το άλογο και τις αγελάδες και αποθήκη τροφής για τα ζώα.
Είχε και δυό μεγάλα ποιμενικά σκυλιά, τον Παρδάλη και τον όμορφο Λιάρο, για να προστατεύουν το μαντρί από τους λύκους που, πεινασμένοι, κατέβαιναν από τον Κόζιακα.
Όταν έκλεισε το σχολείο, η μάνα μου με έστειλε στον Σκούμπο, στον πατέρα μου, για να του κάνω παρέα για λίγες μέρες και να μην είμαι στα πόδια της στη χριστουγεννιάτικη πάστρα. Επειδή το ποτάμι, φουσκωμένο με νερό, δεν μπορούσα να το περάσω έπρεπε, για μια απόσταση ποταμιάς ενός χιλιομέτρου, να περπατήσω έξι-οκτώ χιλιόμετρα και να πάω γύρω-γύρω, από το παλιό γεφύρι της Σαρακήνας. Το δισάκι μου στον ώμο, γεμάτο τρόφιμα, την κάπα μου με την ωραία κουκούλα, τις λαστιχένιες μπότες και πρωί πρωί, ξεκίνησα το χριστουγεννιάτικο ταξίδι μου.
Ήταν παραμονή των Χριστουγέννων, όταν ξεκίνησα. Μαζί μου, και με ανάλογο φορτίο, ήταν και οι συμμαθητές μου: ο Γιώργος ο Βησσαρίου, που θα πήγαινε στον παππού του Βασίλη Τσέργα, αδελφό της γιαγιάς μου Θεοπούλας και ο Βασίλης ο Γκούμας, Τσίλας, όπως τον φωνάζαμε, που θα πήγαινε στον πατέρα του, τον Στέφανο τον Γκούμα.
Όταν περάσαμε το ποτάμι, στη γέφυρα της Σαρακήνας, άρχισε ο καιρός να χειροτερεύει και ένα ελαφρό ψιλόχιονο μας χάιδευε από τον Κόζιακα. Εκανε πολύ κρύο, ωστόσο φορούσαμε τις κάπες από σκουτί, ήμασταν και μικροί και δεν το καταλαβαίναμε. Όσο πλησιάζαμε στον προορισμό μας, στον Σκούμπο, δυνάμωνε το χιόνι και το είχε πασπαλίσει για τα καλά.
Νωρίς το απόγευμα, περάσαμε τη μικρή γέφυρα του Βυτουμίτη και φτάσαμε στον Σκούμπο στα εξοχικά μας, στις ωραίες καλύβες μας. Ξεφορτώθηκα το δισάκι, το πήρε ο πατέρας μου, με αγκάλιασε και με χάιδεψε στα μαλλιά. Με πέρασε στην καλύβα, όπου η εστία ήταν σαν πυρκαγιά και η ζέστη σαν καμίνι και, πολύ γρήγορα, ζεστάθηκα. Ήπια γάργαρο νερό από το λαγήνι που ήταν έξω, με την ψυχή μου και έκατσα στο μικρό σκαμνί.
«Μεγάλη η μέρα σήμερα, γιε μου. Το βράδι γιορτάζουμε τη γέννηση του Χριστού. Είπαμε και συμφωνήσαμε με τους άλλους βοσκούς το βράδυ να πάμε στην Παναγιά του Βυτουμά για ολονύκτια αγρυπνία. Ήταν ο παππούς σου και μπάρμπας μου, ο Βασίλης ο Τσέργας που επέμεινε περισσότερο από όλους, το έχει και τάμα, γιατί γέννησε καλά η κόρη του η Σταυρούλα. Αλλά και οι άλλοι το ήθελαν πολύ.
Θα αρμέξουμε και θα ταΐσουμε τα πρόβατά μας, αλλά και εκείνα του ανεψιού μου του Νίκου, γιατί πήγε στο χωριό για να σφάξει τα γουρούνια, το δικό του και το δικό μας και να γιορτάσει μαζί με την οικογένειά του. Όταν έλθει, μεθαύριο, θα πάμε εμείς στο χωριό, για να γιορτάσουμε όλοι μαζί του Αγίου Στεφάνου. Αν, εν τω μεταξύ, γεννηθεί κανένα αρνάκι θα το βάλουμε στην καλύβα μας να ζεσταθεί και να μην κοκαλώσει από το κρύο.»
Σε καμιά μισή ώρα, βάλαμε τα πρόβατα στη στρούγκα και τα αρμέξαμε. Ύστερα γεμίσαμε τα παχνιά τους με άχυρο και κριθάρι. Τα ποτίσαμε στις κοπάνες του νερού. Και τα βάλαμε πίσω στο μαντρί, αφού πιο πριν το σκουπίσαμε και το καθαρίσαμε. Η Μπέλλα γέννησε ένα ωραίο αρνάκι, το πήραμε και το βάλαμε μέσα στη ζεστή καλύβα, πάνω σε ξερά άχυρα, για να μην παγώσει.
Είπαμε, καμιά ώρα πριν σκοτεινιάσει, να ανταμώσουμε όλοι στη βρύση του Σταυρού, κοντά στη γέφυρα του Βυτουμίτη και να ξεκινήσουμε όλοι μαζί για το Μοναστήρι γιατί φοβάμαι ότι το χιόνι θα είναι πολύ και η ανηφόρα δύσκολη.
Έτσι έγινε. Ήταν ο πατέρας μου με εμένα στα καπούλια του αλόγου του, του Παπατσέργα, όπως το έλεγε. Ο παππούς ο Τσέργας, με τον Γιώργο τον εγγονό του στα καπούλια του μουλαριού του. Ο Τσίλας με τον πατέρα του, ο Μήτσιος του Ζήση, ο Χαράλαμπος ο Βαϊνάς και καμπόσοι άλλοι.
Ξεκινήσαμε. Το κρύο ήταν τσουχτερό. Όσο ανεβαίναμε, τόσο δυνάμωνε το χιόνι που πλέον δεν χάιδευε, αλλά έδερνε τα πρόσωπά μας, μαζί με τον αέρα που φύσαγε από την κορφή την Κίσσα του Κόζιακα. Η κουκούλα σκέπαζε καλά όλο το κεφάλι μου. Γάντια δεν είχα.
Σιγά σιγά ανεβαίναμε. Στον δρόμο απαντήσαμε και αρκετούς από το Βυτουμά και από το Νικλίτσι, κοντινά χωριά που ανέβαιναν και αυτοί για την αγρυπνία και να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα. Ήταν μαζί τους και τα γνωστά μας παιδιά, ο Θόδωρος και ο Σπύρος από τον Βυτουμά.
Χιόνιζε, χιόνιζε αδιάκοπα όσο ανεβαίναμε. Ύστερα από μια ώρα, φτάσαμε στον περίβολο του Μοναστηριού. Τινάξαμε τις κάπες μας και τις μπότες μας. Μια συμπαθέστατη μοναχή μας άνοιξε και μας κάθισε στο μεγάλο καθιστικό, όπου έκαιγε ζωηρά ένα κατάμεστο τζάκι και ζέσταινε όλον τον χώρο.
Ήταν καμιά πενηνταριά όλοι και όλοι οι πιστοί. Νέοι, μεσήλικες, γεροντάκια με τους παλιούς, λερωμένους ντορβάδες στην πλάτη. Τα πρόσωπά τους ηλιοκαμένα και ανεμοδαρμένα, σεμνά, με σοβαρή έκφραση. Χαιρετούσαν ένας-ένας, οι μικρότεροι φιλούσαν τα χέρια των μεγαλύτερων και άλλαζαν δυό κουβέντες.
Αυτοί οι άνθρωποι, αγαπημένα παιδιά του Θεού, αψήφησαν τον καιρό, πιστοί στα τάματά τους και με ακέραια την ελπίδα στο Χριστό, είναι εκείνοι που θα λάβουν μέρος στην αποψινή μας αγρυπνία και γιορτή, έλεγα από μέσα μου. Σήμανε μια μικρή καμπάνα και άρχισε η αγρυπνία. Δυο-τρία καντηλάκια, πολλά τα αναμμένα κεριά και οι μεγάλες λαμπάδες κι ένας φτωχός πολυέλαιος, με αγνό κερί φώτιζαν γλυκά το σκοτάδι.
Γλυκά και ωραία που έψαλλαν οι μοναχές με την ωραία τους φωνή, πολλές νέα κορίτσια ακόμα! Καλός και ο παπάς από τον Βυτουμά. Συνδύαζε τη λειτουργία των Χριστουγέννων και για τα δυο χωριά και για τον Βυτουμά και για το Νικλίτσι. Όλα απλά, απέριττα, ασκητικά.
«Πρόσχωμεν! Τα άγια τοις αγίοις», ακούστηκε σε λίγο η φωνή του παπά-λειτουργού. Από την ώρα εκείνη οι μοναχές, μία-μία, κατά σειρά αρχαιότητας, άρχισαν να βάζουν την καθιερωμένη μετάνοια της συγγνώμης προς τον Θεό και προς τους παρόντες αδελφούς.
Η ουράνια μυσταγωγία προχωρούσε σιγά και αργά. Μέσα ήταν ζεστά και γαλήνια με θείους ψαλμούς. Έξω χιόνιζε όλο και περισσότερο. Κάπου κάπου, άστραφτε η Κίσσα και φεγγοβολούσε ο άσπρος Κόζιακας.
Ξημέρωνε, πέρα από τη Θεόπετρα και τους Αγίους Θεοδώρους σιγο-έφεγγε η χειμωνιάτικη αυγή.
Ξημέρωσε. Δι’ ευχών των Αγίων… Αντίδωρο. Χειροφιλήματα και ασπασμοί. Ύστερα καφές, τσάι του βουνού από τον Κόζιακα και γλυκά του κουταλιού. Εμείς οι μικροί διακονούσαμε στο κέρασμα, προσέχαμε τους προσκυνητές με τον ενθουσιασμό και τη φρεσκάδα του αρχαρίου. Θαύμαζα την τάξη που είχαν οι κινήσεις τους, έστηνα αυτί στις συζητήσεις και γενικά, πρόσεχα τη συμπεριφορά τους.
Ύστερα κάτσαμε στο μεγάλο ζεστό καθιστικό. Τα κούτσουρα έκαιγαν στον μπουχαρή. Λίγο ρύζι, ζεστό καψαλισμένο ψωμί, ελιές και βακαλάος, ήταν το πανηγυρικό χριστουγεννιάτικο πρωινό. Οι προσκυνητές έτρωγαν σιωπηλοί και άκουγαν την ανάγνωση. Ο νους τους δοσμένος στον λόγο του Θεού και την προσευχή, όχι στο φαγητό. Κανείς δεν σήκωνε το κεφάλι να κοιτάξει δεξιά ή αριστερά.
Απ᾿ έξω ο χιονιάς μούγκριζε και τσάκιζε όλη τη νύχτα. Πέρασε τους δέκα πόντους το χιόνι. Είχε ξημερώσει για τα καλά. Εδώ και ώρα είχε σταματήσει να χιονίζει και ο ουρανός προσωρινά καθάρισε. Ο ήλιος μια οργιά πάνω από το μοναστήρι των Αγίων Θεοδώρων, ψηλά στα όρη Αντιχάσια, φώτιζε και ακτινοβολούσε όλον τον κάμπο. Όλα κάτασπρα, οι καπνοί ξεχώριζαν πάνω από τα τζάκια. Πεντακάθαρα έβλεπες νότια το Φανάρι Μαγούλα και ανατολικότερα το Κεφαλόβρυσο, τα Τρίκαλα και το δεσπόζον Φρούριο, τη Βασιλική, τους Αγίους Θεοδώρους, τη Θεόπετρα, τα Μετέωρα και την Καλαμπάκα, με το καινούργιο κτίριο του νεόκτιστου Γυμνασίου. Στα πόδια μας, η Μεγάρχη, η Περιστέρα, η Σαρακίνα με το γεφύρι της και ο Πηνειός αχνιστός, με πεντακάθαρο χιονάτο νερό. Πανόραμα.
Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Ο πατέρας μου μπροστά κρατούσε το άλογο τον Παπατσέργα, εγώ καβάλα στο αγαπημένο κόκκινο-καφέ άλογο. Γεμάτος και ευτυχισμένος για τη θεία βραδιά που είχαμε, για τη μέθεξη που έζησα, δεν την ήξερα τότε τη λέξη. Ακολουθούσαν και οι άλλοι. Οι δικοί μας βοσκοί από τον Σκούμπο και οι πιστοί, που ήλθαν από το κοντινό χωριό τον Βυτουμά.
Κατεβαίναμε. Απάτητο το χιόνι, διακριτό όμως το μονοπάτι καλντερίμι. Σε λιγότερο από μια ώρα, φτάσαμε στη μικρή ξύλινη γέφυρα του παραπόταμου Βυτουμίτη.
Οι πιστοί από τον Βυτουμά, που ήταν και οι πολλοί περισσότεροι, τράβηξαν προς τα εκεί. Ανταλλάξαμε ευχές, φιλήσαμε χέρια, πήραμε χάδια στα μαλλιά και χωρίσαμε. Μπροστά ήταν μια ωραία, κάτασπρη μέρα. Και τι μέρα! Τα Χριστούγεννα.
Σε λίγο φτάσαμε στο βιός μας. Μας υποδέχθηκαν με χαρούμενα γαυγίσματα ο Λιάρος και ο Παρδάλης. Τα δυό πιστά σκυλιά μας. Βέλαζαν τα πρόβατα μέσα στο μαντρί και μούγκριζαν οι αγελάδες. Είχε περάσει λίγο η ώρα και έπρεπε να φάνε και να ξεδιψάσουν.
Τα βγάλαμε στο γραίκι. Οι κοπάνες ήταν γεμάτες νερό, όχι παγωμένο. Καθαρίσαμε και σκουπίσαμε το μαντρί και ξαναγεμίσαμε τα παχνιά με τροφή και ξερό τριφύλλι. Τα βάλαμε πάλι μέσα. Συμμαζέψαμε ένα νεογέννητο αρνάκι Λάγιο και το βάλαμε στη ζεστή καλύβα. Σωρέψαμε με ξύλα τη φωτιά στην καλύβα. Πλύναμε καλά τα χέρια και το πρόσωπό μας με νερό και πράσινο σαπούνι. Τα ξεβγάλαμε με μοσχοσάπουνο.
Ο πατέρας μου πήρε το ξυράφι του. Ένα λαήνι με ζεστό από τη φωτιά νερό. Έστησε ένα κομμάτι καθρέφτη μπροστά στην καλύβα, με το πρόσωπο στον ήλιο. Εκανε και σαπουνάδα με ένα σαπουνάκι και άρχισε να ξυρίζεται. Τον έβλεπα και τον καμάρωνα. Στο τέλος, πασπαλίστηκε με οινόπνευμα. After Shave δεν ήξεραν τότε τι είναι. Έπιανα και εγώ τα ολόφρεσκα και δροσερά από το κρύο μαγουλάκια μου. Πότε θα μεγαλώσω, να γίνω άντρας και να ξυρίζομαι, έλεγα μέσα μου. «Μεγάλη μέρα σήμερα, γιέ μου. Πρέπει να είμαστε φρεσκοξυρισμένοι και καθαροί. Θα έλθουν μετά και ο παππούς σου ο Βασίλης ο Τσέργας με τον Γιωργάκη και ο Μήτσιος του Ζήση και ο Χαράλαμπος ο Βαϊνάς, να φάμε και να κάνουμε Χριστούγεννα όλοι μαζί. Θα φέρουν όλοι και το φαΐ τους και τα σέα τους.»
Και έτσι έγινε. Κατά τις έντεκα, όλοι εκεί, στη μικρή καλύβα. Καθισμένοι σταυροπόδι. Στη μέση μια μεγάλη πλεχτή άσπρη κουβέρτα δίκην τραπεζομάντηλου. Βάλαμε στην παραστιά, στην άκρη της εστίας με τη φωτιά και τα κάρβουνα. Βάλαμε επάνω τα κρέατα και τα λουκάνικα που είχαμε φέρει την παραμονή από το χωριό. Βάλαμε, επίσης, μεγάλα κομμάτια τυριού για ψήσιμο. Στην άκρη στη στάχτη, προσθέσαμε και μπόλικες πλυμένες πατάτες στη χόβολη. Προσθέσαμε και λίγα κάστανα στην άκρη της φωτιάς για αργοψήσιμο, ώστε να είναι έτοιμα στο τέλος του γεύματος, να τα φάμε αντί για γλυκό. Εγώ με τον Γιώργο πήγαμε και τα δυο νεογέννητα αρνάκια στις μανούλες τους, για γάλα. Είχαν σταθεί για τα καλά στα ποδαράκια τους.
Είχαμε και μια νταμιτζάνα καλό κρασί από τα δικά μας αμπέλια. Δεν είχαμε ποτήρια για όλους και χρησιμοποιήσαμε και τις κούπες που είχαμε για γάλα και καφέ. Σε λίγο τα κρέατα και τα λουκάνικα ήταν ψημένα στο κάρβουνο. Μαζί με τις πεντανόστιμες ψητές πατάτες. Όλα αλατισμένα με χοντρό αλάτι και πιπέρι από τις δικές μας πιπεριές. Ένα μεγάλο κομμάτι ψημένο τυρί στον καθένα μας.
Ο παππούς ο Τσέργας, ο πρεσβύτερος έδωσε το πρόσταγμα για προσευχή και ανταλλαγή ευχών. Τσουγκρίσαμε και εμείς τα παιδιά τα ποτήρια μας με κρασί. Μέρα που ήταν, μας άφηναν να πιούμε μέχρι δυό ποτήρια. Και το αργό της ώρας, μαζί με την σαρακοστιανή νηστεία και το ξενύχτι της αγρυπνίας, μας είχαν ανοίξει αχόρταγα την όρεξη.
Ήταν όλα πεντανόστιμα. Αγνά και μετρημένα και καλοψημένα. Τρώγαμε με τα χέρια και εμείς τα μικρότερα γλείφαμε και τα δάχτυλά μας. Το κρασί έφερε την κουβέντα και τις αφηγήσεις στην παρέα. Άρχιζαν από την εκστρατεία στη Μικρά Ασία, όπου ο παππούς είχε πολεμήσει. Συνέχιζαν με τον αναδασμό της γης, όπου όλοι χόρτασαν ψωμάκι. Θυμόντουσαν τα ωραία χρόνια της δεκαετίας του ‘30 και το κτίσιμο του Σχολείου και την ανακαίνιση του Αη-Γιώργη. Και ξαναγέμιζαν τα ποτήρια με κρασί. Και νέα κοψίδια…Και νέες ιστορίες…
Πήγαινε έτσι η ωραία μέρα. Δεν είχαμε ραδιόφωνο για να ακούσουμε και τραγούδια από το ραδιοφωνικό σταθμό του στρατού στα Γιάννινα. Ούτε ήταν κάποιος καλλίφωνος, για να πει κανένα ωραίο τραγουδάκι της τάβλας. Και χορτάσαμε φρέσκο καλοψημένο φαΐ και ξεδιψάσαμε με κρασί νέκταρ του χωριού. Ψήθηκαν και τα γλυκά κάστανα και, από μόνα τους, στη φωτιά ξεφλουδίστηκαν. Πήραμε μια μεγάλη χούφτα ο καθένας.
«Άντε», λέει, ο παππούς ο Βασίλης Τσέργας με το μαύρο, αλλά καθαρό πουκάμισο. Το φορούσε πάντα στις γιορτές ύστερα από την εκτέλεση του παππού μου και γαμπρού του Τάσου Μπασαρά, το 1944 από τους Γερμανούς, «Χρόνια Πολλά και του Χρόνου… Πρέπει να πάμε να ξαπλώσουμε καμιά ωρίτσα και να κοιτάξουμε και τα ζωντανά μας». Έναν-έναν τους ξεπροβόδισε ο πατέρας μου.
Μεγάλη η ευφορία, απέραντη η χαρά, γλυκοχορτάτοι από το ψητό και τα κάστανα και σιγά σιγά, έκλεινε η μέρα, σουρωμένη με ευτυχία. Γείραμε στο πλευρό, στο αχυρένιο στρώμα. Δεν είχαμε προβλήματα, δεν είχαμε χρέη, είμασταν γεμάτοι ψυχικά, δεν ξέραμε τον Τσίπρα και τον Μητσοτάκη, αγαπιόμασταν, είχαμε οράματα και όνειρα. Και σε λίγο γλυκοκοιμηθήκαμε, όντες άγρυπνοι την προηγούμενη νύχτα και χορτάτοι, χωρίς να θέλουμε χαπάκι για το στομάχι μας.
Έξω, άρχισε ξανά να χιονίζει, χωρίς να φυσάει όμως. Έτσι ήταν κάποια από τα πιο σεμνά, ταπεινά, λιτά, απέριττα, αλλά και πιο ωραία Χριστούγεννα που έζησα ποτέ!
Αυτή ήταν η Χριστουγεννιάτικη Αγρυπνία στις 24 Δεκεμβρίου του 1955.
ΠΟΤΕ μα ΠΟΤΕ δεν έκανα ΤΕΤΟΙΑ Σεμνή και Γεμάτη Αγρυπνία και Χριστουγεννιάτικη Γιορτή!
Αναστάσιος Μπασαράς
Μάρτιος 24/12/2024