
»Ο ήλιος λάμπει σαν χυμένο χρυσάφι. Και το δειλινό, ώ, το δειλινό, ο ουρανός παίρνει φωτιά. Μικρή, πολύ μικρή, η μητέρα μου έλεγε, ότι είναι ο φούρνος, κάποιος φούρνος εκεί ψηλά, που ανάβει για τα χριστουγεννιάτικα δώρα και τα γλυκίσματα που ετοιμάζονται για τα καλά παιδιά, όλα τα παιδιά. Όμως, για μένα τώρα κανένα δώρο. Ποτέ πιά. Δεν τα κατάφερα!
»Τι σημασία έχει να γκρινιάζει κανείς; Ζούμε σ΄ αυτόν τον κόσμο για να κάνομε ό,τι καλλίτερο μπορούμε και να ελπίζομε μετά σ΄ έναν καλλίτερο κόσμο. Όμως, πόσοι άνθρωποι μπορούν να πουν, στα σαράντα τους χρόνια, ότι η ιστορία της ζωής τους έχει ήδη γραφτεί; Πόσες άλλες γυναίκες μπορούν να πουν στα σαράντα τους, τελειωτικά και αμετάκλητα, ότι η ζωή τους ήταν άχρηστη;
»Μόνον μια άτεκνη βασίλισσα το μπορεί!»
Το ημερολόγιο της βασίλισσας Αμαλίας φθάνει σχεδόν στο τέλος. Μαζί και η βασιλεία της στην Ελλάδα. Είχε έρθει νιόπαντρη βασίλισσα τον Φεβρουάριο του 1837. Θα φύγει, ακολουθώντας τον σύζυγό της Όθωνα, τον έκπτωτο βασιλιά της Ελλάδος, τον Οκτώβριο του 1862.
Τότε, πάνω στο Αγγλικό πλοίο “Σκύλα”, που θα τους μεταφέρει στη Βενετία, θα στοχαστεί, “η Σκύλα με παίρνει και με εξαφανίζει, και δεν μου επιτρέπει να αφήσω πίσω μου σχεδόν τίποτε. Αλλά κάποιοι από τους πολλούς θεούς ήταν με το μέρος μου. Η Άρτεμις με είδε, η Άρτεμις που δεν ξεχνά ποια πόνεσε στη γέννα. Κι εγώ γέννησα, με πόνο μεγάλο. Τι γέννησα; Ζωή! Τι άλλο γεννάει κανείς”;
Βέβαια, η Αμαλία εδώ εννοεί τους σπόρους και τα φυτά που φύτεψε και μεγάλωσε με τον καημό και τη στοργή της μάνας, και έγινε αυτό που εμείς σήμερα αποκαλούμε Εθνικό Κήπο. Δεν θα γίνει βρεφοκρατούσα, ο προσωπικός πόθος κάθε γυναίκας.
Αλλά στην περίπτωση της πρώτης βασίλισσας των Ελλήνων, το θέμα είχε πάρει εθνικές διαστάσεις. Λαός και προύχοντες ψέλλιζαν σχεδόν την ίδια επωδό, “Δεν στεριώνει έτσι μια δυναστεία. Χρειάζεται ομοδοξία. Όταν με το καλό έρθει ένας διάδοχος, ένας ορθόδοξος διάδοχος, αυτός είναι ο προορισμός της βασίλισσας”.
Στον γιατρό της, που μετέρχεται όλες τις τότε γνωστές μεθόδους τεκνοποιίας, θα πει, “Τον άντρα μου τον κάνω ευτυχισμένο, το βλέπω στο πρόσωπό του όταν στενάζει κάτω από τα χέρια μου, όταν μου δείχνει και μετά με φιλά με ευγνωμοσύνη”.
Όμως οι ιατρικές γνωματεύσεις, μετά από πολλές επεμβάσεις είναι αποκαρδιωτικές, αλλά η ελπίδες πάντα υπάρχουν. “Και επομένως, τι προτείνετε, γιατρέ;”. “Συνιστάται επιπροσθέτως η χορήγηση του φαρμάκου, ύδωρ δαφνοκέρασου, που χορηγείται για νόσους σπασμώδεις και αλγεινάς των γεννητικών οργάνων”, θα απαντήσει μουδιασμένα ο γυναικολόγος της. Είχε προηγηθεί ένα ιατρικό συμβούλιο στη Λειψία. Και η ίδια να σκέφτεται, “Έρχονται και μου φαρδαίνουν τα φουστάνια και με κοιτούν με τρόπο τη μέση μου και την κοιλιά μου, νομίζουν ότι κάτι τους κρύβω. Αχ! Κάτι να έκρυβα!”

Οι όποιες παρεμβάσεις της Πολιτείας δεν φθάνουν.
Προσωπικές θυσίες, λιγότερη υλιστική ευδαιμονία, ίσως και λιγότερη καριέρα, σίγουρα είναι αναγκαία, αλλά και λιγότερο instangram από τις σύγχρονες Ελληνίδες. Θα αποζημιωθούν. Η βρεφοκρατούσα είναι θεία ευλογία.
Και βέβαια ισχύει και το, “θέλω τύχης σταλαγμόν ή φρενών πίθον”, του Μένανδρου.
23 του Δεκέμβρη 2024.
Γρηγόριος Δημ. Νούσιας – αεροπόρος.