Ο αποτροπιασμός, οσημέραι, περισσεύει στην κοινή γνώμη για τους πέντε, σχεδόν πανομοιότυπους, θανάτους παιδιών-μωρών. Αλλά το κεντρικό πρόσωπο αυτής της υπόθεσης, με κυνισμό και αλαζονεία, με απάθεια και κουτσαβακίστικη έκφραση, δίνει τις δικές της αλοθι-νές αποστροφές στις ενοχοποιητικές υπόνοιες που εισπράττει. Τι θα μπορέσει να κάνει το τμήμα ανθρωποκτονιών, που όψιμα ανέλαβε τη διαλεύκανση; Οι κραυγαλέες “συμπτώσεις” τελικά θα πάρουν τη μορφή βάσιμης ενοχής; Και αν ναι, ποιος θα ερμηνεύσει τα μύχια τής, μικρόν το δέμας, Ειρήνης που την οδήγησαν σε ρουτινοειδή εγκληματικότητα
Θα ακούσει ποτέ στο υποσυνείδητό της κάποια άναρθρη φωνή που να παραπέμπει στο . . . “Φόνισσα”;
Όχι, η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη είχε στεράν άποψη. Η Χαδούλα, η λεγόμενη Φραγκογιαννού, εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, με αδρούς
χαρακτήρες, με ήθος ανδρικό, στους συλλογισμούς της έβλεπε ως παιδίσκη να υπηρετεί τους γονείς της. Κατόπιν έγινε σκλάβα του συζύγου της, δούλα των τέκνων της και τέλος δουλεύτρα των εγγονών της. Εικόνες, σκηνές και οράματα, ο βίος της όλος, ο ανωφελής και μάταιος, εμφανίζονται ως πάθη στο ανθρώπινο head up display της ηρωίδας μας, ως κύματα μέσα στο νού της προ των οφθαλμών της ψυχής της.
«Μισοπλαγιασμένη κοντά εις την εστίαν, με σφαλιστά τα όμματα, η θεια-Χαδούλα εθυσίαζε τον ύπνον πλησίον εις το λίκνον της ασθενούσης μικράς εγγονής της. Όσον δια τη λεχώ, την μητέρα του πάσχοντος βρέφους, αύτη προ ολίγου είχεν αποκοιμηθεί επί της χθαμαλής, πενιχράς κλίνης της. . . Ήτο η ενδεκάτη εσπέρα από του τοκετού της κόρης της. Το θυγάτριον είχεν υποτροπιάσει και έπασχεν δεινώς. Είχεν έλθει άρρωστον εις τον κόσμον. Από την κοιλίαν της μητρός του, η φθορά το είχε παρακολουθήσει. . .».
«Μισοπλαγιασμένη κοντά εις την εστίαν, με σφαλιστά τα όμματα, η θεια-Χαδούλα εθυσίαζε τον ύπνον πλησίον εις το λίκνον της ασθενούσης μικράς εγγονής της. Όσον δια τη λεχώ, την μητέρα του πάσχοντος βρέφους, αύτη προ ολίγου είχεν αποκοιμηθεί επί της χθαμαλής, πενιχράς κλίνης της. . . Ήτο η ενδεκάτη εσπέρα από του τοκετού της κόρης της. Το θυγάτριον είχεν υποτροπιάσει και έπασχεν δεινώς. Είχεν έλθει άρρωστον εις τον κόσμον. Από την κοιλίαν της μητρός του, η φθορά το είχε παρακολουθήσει. . .».
«Το πυρ έφθινεν εις την εστίαν, ο λίχνος ετρεμόφεγγεν εις το μικρόν φάτνωμα, η λεχώνα ελαγοκοιμάτο, το βρέφος έβηχεν και η Φραγκογιαννού, όπως και τας προλαβούσας νύκτας, ηγρύπνει επί της στρωμνής της». Και παραδεχόταν ότι οι μάστιγες εκείνες που θερίζουν τα βρέφη είναι μάλλον ευτυχήματα, αλλά εμείς οι άνθρωποι, στην τύφλωσή μας, τα νομίζομε δυστυχήματα. Πολλά τα βάσανα, κυρίως των κορασίδων, για τους γονείς τους, κατά την αμετάθετη άποψη της Φραγκογιαννούς.
Η μικρή έβηχε και έκλαιγε και θορυβούσε. Η λεχώνα κοιμόταν, και ο γαμπρός Νταντής στο διπλανό δωμάτιο σε βαθύ λήθαργο από την προηγηθείσα οινοποσία. – Ε! θα σκάσεις; είπε η γιαγιά η Φραγκογιαννού, και άρχισε “να ψηλώνει ο νους της”. Είχε παραλογίσει τελείως. Δεν θα καθυστερήσει. Έχωσε τους δύο μακρούς, σκληρούς δακτύλους μέσα στο στόμα του βρέφους για να “το σκάσει”. Και παρέτεινε το σκάσιμο επί μακρόν, η αναπνοή του είχε ανακοπεί. Αυτό ήτο όλον.
Σε λίγο, η Δελχαρώ, η κόρη της Φραγκογιαννούς, θα εύρισκε την θυγατέρα της νεκρά, “πνίγουσα τους λυγμούς της επί του λίκνου”. Και ο πατήρ Νταντής θα έριπτε ένα βλέμμα στο λίκνο και στη σύζυγό του και θα ψέλλιζε, “Αχ! Κρίμα, ζάβαλε! Κ’ έβλεπα κάτι όνειρα!”. Όταν συνέλθει η Δελχαρώ, θα δει μελανά σημεία στο λαιμό του βρέφους, αλλά δεν θα τολμήσει να σκεφθεί, και περισσότερο να πιστέψει, το έγκλημα της μητέρας της. Προφανώς, το βρέφος είχε καταλήξει από κοκίτη! Ένας απόφοιτος της ιατρικής θα εκδώσει ενταφιαστήριο και θα αποφανθεί, “ο θάνατος προήλθε από σπασμώδη βήχα”! Ουδείς δυσανάλογος θόρυβος θα γίνει για το μικρό θυγάτριο.
Η γραία Χαδούλα, από την ημέρα εκείνη θα έμπαινε σε “ζωή τύψεων” και θα πυκνώσει τους εκκλησιασμούς της, εκεί πέρα στον Αι-Γιάννη, για να γαληνέψει η ψυχή της. Θα συνεχίσει να συλλέγει ιαματικά βότανα στις ρεματιές, στους βράχους και τις μισγάγγειες, να τα μετατρέπει σε ιάσιμα “μαντζούνια και άλλα στερφοβότανα για να μην κάνουν οι γυναίκες κορίτσια.
Κάποια μέρα ο δρόμος την έφερε στον μπαχτσέ του κυρ Γιάννη. Θυμήθηκε ότι προ ημερών είχε ακούσει, ότι η γυναίκα του ήταν άρρωστη. Ευκαιρία να πουλήσει κανένα βότανο. Θα διαπιστώσει ότι ο νοικοκύρης ήταν μακριά, σε παρακείμενο αγρό, χωρίς να την αντιληφθεί. Η Φραγκογιαννού θα βρει θύρα και παράθυρα της φτωχικής καλύβας κλειστά. Θα στηλώσει το ανάστημά της και θα κοιτάξει από τον φεγγίτη για να ιδεί αν υπήρχε άνθρωπος μέσα και ετοιμάστηκε να φωνάξει. Όμως, φωνές μικρών κοριτσιών την αναχαίτισαν.
«Ολίγον παρέκει ήτον το πηγάδι με το μάγγανον, και δίπλα η στέρνα, χαμηλή, βαθεία με τας όχθας μόλις ανεχούσας υπεράνω της επιφανείας της γης. Δύο μικρά κοράσια, το εν έως πέντε ετών και το άλλο έως τριών, έπαιζαν με μίαν καλαμιάν και με σπάγγον και εν καρφίον δεμένο εις την άκρην, ως να εψάρευαν τάχα εντός της στέρνας.
“Να! . . . μου έδωκε το σημείο ο Αι’ Γιάννης, είπε μέσα της η Φραγκογιαννού. Τι λευτεριά θα της έκαναν της φτωχιάς, ανίσως έπεφταν μες στη στέρνα . . . Να ιδούμε, έχει νερό;”. Ναι, η στέρνα ήτο σχεδόν γεμάτη. Κοίταξε με περιέργεια τα δύο κοράσια. Το μεγαλύτερο, ωραίο και ξανθό, της έκανε καλή εντύπωση. Το μικρότερο, χλωμό και κακοντυμένο, φαινόταν να πάσχει από “παιδικόν μαρασμόν”. Εδίστασε προς στιγμήν. Αισθάνθηκε μέσα της φοβερή πάλη, αλλά γρήγορα θα την προσπεράσει, “Καρδιά! . . . αυτό είναι μια απόφαση”, θα μονολογήσει, Και δράξασα με τας δύο χείρας τα δύο κοράσια, τα ώθησε με μεγάλη βία! Ακούστηκε δυνατός πλαταγισμός. Τα δύο πλάσματα έπλεαν στο νερό της στέρνας.
Όταν, αυτοστιγμεί, εμφανίστηκε στην είσοδο της καλύβας η άρρωστη γυναίκα, τυλιγμένη σαν φάντασμα, η Φραγκογιαννού, με μεγάλη ετοιμότητα, θα φωνάξει, “Τα κορίτσια! Τα κορίτσια! Πέσανε μέσα! Δεν έχετε το νου σας, χριστιανοί; Και τ’ αφήνετε μόνα τους κοντά στη στέρνα! Καλά που βρέθηκα! Ο Θεός μ’ έστειλε!”. Έσυρε τα δύο πλάσματα έξω από τη στέρνα και τα απόθεσε το ένα δίπλα στο άλλο. Ήταν και τα δύο αναίσθητα.
“Γιάννη! . . .Πού είσαι; . . . Τα κορίτσια πέσανε στη στέρνα!”, θα φωνάξει η δύστυχη μάνα τους. Όταν θα φθάσει ο πατέρας, θα είναι πολύ αργά. Και η γραία Χαδούλα θα μείνει όλη εκείνη τη νύκτα στην καλύβα, με όλα τα σπάνια και απερίγραπτα συναισθήματα, προσπαθώντας να μεταβληθεί αίφνης σε γιάτρισσα των ίδιων των θυμάτων της. Την επομένη, ο ειρηνοδίκης και ο “εκπληρών τ’ αστυνομικά” πάρεδρος ήλθαν επί τόπου. Η Φραγκογιαννού, ανακρινομένη διηγήθηκε την τυχαία διέλευσή της από τον μπαξέ του κυρ Γιάννη και περιέγραψε το περιστατικό του πνιγμού των κορασίδων, δίδοντας έμφαση στο ότι δεν πρόφτασε να αποτρέψει το κακό. Ουδεμία ένδειξη ενοχής καταγράφηκε σε βάρος της Φραγκογιαννούς.
Άσπιλη και αμόλυντη, λοιπόν, η ηρωίδα του Σκιαθίτη κοσμοκαλόγερου ασχολείται με τα του οίκου της. Σήμερα έχει μπουγάδα, αλλά στην αυλή της δυο-τρία κοράσια θορυβούν. “Αφ’ ότου είχεν ιδρυθεί εις το χωρίον σχολείον των θηλέων, τα κοράσια είχον μεγάλως ξυπνήσει. Η κυρά δασκάλα, πολλά γράμματα δεν τα εδίδασκεν, αλλά τους εμάνθανε να μην κάνουν σαν σκιασμένα, και τους εκήρυττεν, ότι ήτο καιρός πλέον να χειραφετηθούν”. Αλλά η Ξενούλα, η γειτονοπούλα, επτά ετών, το παράκανε. Με μιμικές κινήσεις των χεριών και του στόματος περιγελά την Φραγκογιαννού, που είναι σκυμμένη στη σκάφη της.
“E! Θεέ μου, και να ‘πεφτες μέσα, τι λευτεριά θα “κανες της μάνας σου”, θα ψελλίσει η γραία Χαδούλα σαν θα δει την Ξενούλα μόνη της να σκύβει πάνω από το πηγάδι και να προσπαθεί με μια βέργα να ταράξει το νερό. Θα γλιστρήσει, όμως, και θα πέσει κατακέφαλα στο χάσκον στόμα του φρέατος.
«Εξ εμφύτου ορμής, η Φραγκογιαννού ηθέλησε να φωνάξει και να τρέξει εις βοήθειαν. Αλλά την μεν κραυγήν της η ιδία έπνιξεν εις τον λάρυγγα, αι δε κινήσεις παρέλυσαν και το σώμα της επάγωσεν. Αλλόκοτος στοχασμός επήλθεν εις τον νουν. Άραγε, ο Θεός εισήκουσε την ευχήν της, και δεν ήτο ανάγκη η ιδία να επιβάλει τας χείρας της για να συντελεσθεί το ευκταίο κακό;».
Η εξουσία άρχισε να υποψιάζεται. Στην πρώτη ανάκριση, με πλήρη αταραξία, η Φραγκογιαννού θα καταθέσει τα γεγονότα. Όταν όμως, την επομένη, θα δει από το παράθυρο τους χωροφύλακες να ξανάρχονται στο σπίτι της, θα πειστεί ότι μεγάλος και επικείμενος κίνδυνος την απειλεί. “Πρέπει να πάρω τα βουνά, αν προφτάσω!”, θα πει στην κόρη της. Και τα πήρε. Και την πρώτη νύχτα θα φιλοξενηθεί σε μία αγροικία, όπου η οικοδέσποινα, η Μαρούσα, θα βρει την ευκαιρία να βγάλει μια παλιά υποχρέωση. Κάποτε, εν απουσία του ναυτικού συζύγου της, είχε βρεθεί έγκυος δύο μηνών, και η Φραγκογιαννού με επιδεξιότητα μέσα σε λίγες ημέρες είχε καταφέρει την έκτρωση. Αλλά το φτωχικό τής Μαρούσας δεν της παρείχε ασφαλές καταφύγιο, και μεσάνυχτα έφυγε για να βρει άσυλο σε απάτητα μέρη.
Κουδουνίσματα κοπαδιού θα την κατευθύνουν σε κάποια στάνη. Θα αναγνωρίσει τον νοικοκύρη, ο οποίος θα σπεύσει να της πει, “Απόψε, θειά-Γιαννού γεννήσαμε στο καλύβι, είναι το τρίτο κοριτσάκι που μας ήρθε στα πέντε χρόνια, ωστόσο, το κοριτσάκι όλο κλαίει και στο βυζί δεν κολλάει . . . αν μας έκανες κανένα ψευτογιατρικό . . . η πεθερά μου δε φελάει από τέτοια!”. Ναι, η πεθερά θα ανοίξει την πόρτα της καλύβας για να μπει η Φραγκογιαννού. “Μ’ έστειλε ο νοικοκύρης για να κάνω γιατρικά της λεχώνας”, θα δικαιολογηθεί. Και αμέσως έσπευσε στην εστία να ετοιμάσει τα βότανα.
«Το θυγάτριον, μικρόν ράκος δύο ημερών ζωής, είχε έλθει και αυτό στον κόσμο δι’ αμαρτίας και βασάνους των γονέων, εκοιμάτο εις την κοιτίδα του, αλλ’ η αναπνοή του ήτο δύσκολος. Ο Θεός μ’ έστειλε θα πει μετά πεποιθήσεως η Γιαννού». Περί τα πρώτα γλυκοχαράματα, το βρέφος είχε ξυπνήσει και άρχισε να κλαυθμυρίζει. Και η Φραγκογιαννού, εκμεταλλευόμενη την απουσία της πεθεράς και του λήθαργου που είχε περιπέσει η λεχώνα, αισθάνθηκε, μέσα σε αλλοφροσύνη και πλάνη ονείρου, άγρια χαρά να πνίξει το μικρό θυγάτριο. Και η χείρα της άρχισε να ψαύει τον λαιμό του μικρού πλάσματος. Αλλά, αίφνης, η παρουσία του χωροφύλακα θα την γεμίσει φρίκη και τρόμο. Δεν θα διστάσει, όμως. Από ένα χαμοπαράθυρο θα σαλτάρει και θα εξαφανιστεί στο μισοσκόταδο, έχοντας αφήσει πίσω το ραβδί και το καλάθι της.
Πάνω στο ψηλό οροπέδιο, η Φραγκογιαννού νοιώθει μόνη, έρημη και κυνηγημένη. Και εκεί που συλλογίζεται για το τι θ’ απογίνει, απαντιέται με άλλον, γνωστό της, βοσκό, που φαίνεται να βρίσκεται σε μεγάλη θλίψη και αδημονία. “Τι τρέχει παιδί μου;”, θα τον ρωτήσει. Η γυναίκα του είχε “χτυπηθεί”, είχε χάσει τη λαλιά της, είχε κρυάδες και σπασμούς, έκειτο μισοπεθαμένη στο στρώμα. Η Φραγκογιαννού τον διαβεβαίωσε ότι θα την επισκεφτεί στην καλύβα τους αμέσως. “Από την κακία, την κακογλωσσιά και τον φθόνο, δεν μπορεί να γλυτώσει ο άνθρωπος”, θα της πει ο πάτερ Ιωάσαφ, που θα τον συναπαντήσει στο δρόμο.
Η πάσχουσα προσπαθούσε με γρυλισμούς να δώσει απαντήσεις στην Φραγκογιαννού. Τα δύο μικρά κορίτσια της ασθενούς ήρθαν και κάθισαν στα γόνατά της. Η μάνα ήταν γι’ αυτά, σαν να μην υπήρχε. Και η γραία απροσδόκητη επισκέπτρια άρχισε να θωπεύει τα σιαγόνια και τους λαιμούς τους. Το ένα, το μικρότερο, γρήγορα αποκοιμήθηκε ενώ η Γιαννού επιμόνως το χάδευε και το χέρι της γλιστρούσε προς τον τράχηλο. Θα μπει ξαφνικά στην καλύβα ο τσοπάνης, “οι ταχτικοί σε χαλεύουν, σήκω, φύγε, τι κρίματα έκανες;”. H Φραγκογιανού πήρε των ομματιών της, τα κοριτσάκια γλύτωσαν.
Κυνηγημένη και περιπλανώμενη, η Φραγκογιαννού θα βρεθεί πάλι στο κατάλυμα της προηγούμενης νύκτας, εκεί που δεν είχε προφτάσει να πάρει το ραβδί και το καλάθι της φεύγοντας. “Οι ταχτικοί ποτέ δεν θα πιστέψουν ότι επέστρεψα στο ίδιο μέρος”, θα σκεφτεί. Θα της ανοίξει η γραία-πεθερά και θα σπεύσει να λουφάξει, σχεδόν απρόσκλητα, στη γωνιά της εστίας και θα θελήσει να βράσει βότανα για την λεχώνα που κοιμόταν. Σε λίγο θα αποκοιμηθεί και η πεθερά. Είναι μεσάνυχτα.
«Η γραία Χαδούλα εκινήθη ολίγον, ετανύσθη επί των γονάτων της, κ’ έφθασε το λίκνον. Παραμέρισε το λευκόν πανίον από την κεφαλήν της κούνιας, κ’ έτεινε την χείρα δια να θωπεύσει το μικρόν, ενώ τούτο εκλαυθμύριζεν. Έφραξε με την μία χείρα της το στόμα του βρέφους και με την άλλη έσφιξε δυνατά τον λαιμό . . . η φωνή του επνίγη.»
Όταν, νύφη και πεθερά θα αντιληφθούν τι είχε γίνει, η Φραγκογιαννού θα έχει εξαφανιστεί στο άγριο σκοτάδι του δάσους, αλλά θα βρεθεί αντιμέτωπη με τον νοικοκύρη-βοσκό που επέστρεφε στην καλύβα από τη στάνη. Η Φραγκογιαννού αυτοσχεδίασε, “Καλέ μου άνθρωπε, η γυναίκα σου έχει και άλλο παιδί στην κοιλιά της, όλες τις φορές τα διπλάρικα δεν πέφτουν μαζί, το πιο αδύνατο αργεί ώρες και μέρες να γεννηθεί, τρέχα να φωνάξεις τη μαμή”. Έτρεξε αυτός, έτρεξε και η Φραγκογιαννού προς άλλη κατεύθυνση.
Θα καταλήξει σε γνωστό της κρησφύγετο και θα αποκοιμηθεί. Ο νεκρώσιμος χορός των κορασίδων, σε φρικώδες σκηνικό, χοροπήδαγε τριγύρω της. Κάτω στο βάθος της σπηλιάς, σαν να έβραζε το κύμα, και μεταβαλλόταν σε στέρνα, και το νερό της στέρνας εβρυχάτο με έναρθρη φωνή, “Φόνισσα! Φόνισσα!”
Έφθασαν οι χωροφύλακες, με ιχνηλασία ή με προδοσία. Η Φραγκογιαννού έκανε το σταυρό της και δεν δίστασε. Έτρεξε προς τη θάλασσα, εκεί πλησίον, πάτησε το πόδι της στην ολισθηρή άμμο, γονάτισε και άρχισε να γεύεται το αλμυρό και πικρό νερό. Η γραία Χαδούλα βρήκε τον θάνατο “εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης”.
Καμμία διάθεση για βίους παράλληλους. Ένας και πλέον αιώνας από τότε που ο Σκιαθίτης κοσμοκαλόγερος έγραψε το λογοτεχνικό του αριστούργημα. Πολλά άλλαξαν. Αλλοίμονο, τα ένστικτα του ανθρώπου παραμένουν τα ίδια. Αλλά ποια σύγχρονη “Φραγκογιαννού”, ποια Ειρήνη από την Αμαλιάδα θα βρεθεί ένοχη για τους πολλαπλούς φόνους βρεφών; Η κοινωνία απορεί και περιμένει τη θεία αλλά και την ανθρώπινη δικαιοσύνη.
22α του Νοέμβρη 2024.
Γρηγόριος Δημ. Νούσιας – αεροπόρος.