“Θεοδώρα, είσαι ακόμα παιδί, και η μαμά κάνει λάθος να πιστεύει ότι με τις χαζομάρες σου θα μπορέσεις να τραβήξεις τα βλέμματα των αντρών. Με κάνεις να ντρέπομαι”. Είναι η επίπληξη της μεγαλύτερης αδερφής της.
Στα δεκατρία της η Θεοδώρα έχει μια απόλυτα θηλυκή χάρη, είναι όμως πολύ μεγάλη για να γίνει χορεύτρια, ωστόσο θα μπορούσε να γίνει μια καλή μίμος, με την απαράμιλλη οξύνοια που διαθέτει. Και να, η μαμά της, η Βενέρια, μια άσημη ηθοποιός και εταίρα, δέχεται βροχή προτάσεων από τους προαγωγούς της Πόλεως του Κωνσταντίνου για το μέλλον της κόρης της, για να γίνει μια νεότερη Φρύνη ή μια νεότερη Ασπασία. Της κόρης που είχε γεννήσει η Βενέρια στην Αντιόχεια, από παράνομο έρωτα που της πρόσφερε ένας χριστιανός ιερέας, αλλά στη συνέχεια η ίδια θα παντρευτεί τον ταπεινής καταγωγής, Ακάκιο, τον φύλακα τώρα των αρκούδων στον Ιππόδρομο. Όμως, ο αστρολόγος θα της πει ότι έχει απάνω της τον Ήλιο, που μεσουρανεί στον αστερισμό του Λέοντα, που σημαίνει ότι, “Θεοδώρα, θα έχεις θαυμαστή εξέλιξη και θα λάμψεις ανάμεσα σε όλες τις γυναίκες της εποχής σου. Θα αγαπήσεις την εξουσία και τη μεγαλοπρέπεια περισσότερο από την πολυτέλεια”. Και η Θεοδώρα, ατενίζοντας προς τον Κεράτιο κόλπο θα αναφωνήσει, “ Ω, Βυζάντιο, θέλω να σε κατακτήσω . . .”
Τα συμπόσια δίνουν και παίρνουν. Η Θεοδώρα πάντα προσκαλεσμένη. Όταν κάποτε θα μπει στην τεράστια αίθουσα του συμποσίου ντυμένη με ένα αραχνοΰφαντο πτυχωτό ένδυμα, με τις καμπύλες του κορμιού της αχνά να διαγράφονται, είχε την ικανοποίηση να δει όλα τα βλέμματα να συγκλίνουν πάνω της. Η ομορφιά της, η γοητεία των τρόπων της και η ευστροφία της τής είχαν επιτρέψει να διακριθεί γρήγορα μεταξύ των εταίρων του Βυζαντίου και της έδιναν τόση αυτοπεποίθηση που έλαμπε απόψε μέσα στο παλάτι του διαδόχου της αυτοκρατορίας. “Για σένα, Υπάτιε, “επί τέλους, ιδού το μαργαριτάρι της Κωνσταντινουπόλεως!”, θα αναφωνήσει κάποιος. Η προοπτική να σαγηνεύσει τον ανεψιό του Αυτοκράτορα Αναστασίου, δημιούργησε μεγάλη έξαψη στη Θεοδώρα. “Τείνω να πιστέψω, πως η μοίρα δε θέλησε να ανταμώσουν οι δρόμοι μας ως τώρα”, θα παρατηρήσει ο Υπάτιος, χαϊδεύοντας τα βραχιόλια της. Όμως, η σχέση αυτή θα είναι από τις πιο σύντομες, και η Θεοδώρα θα παρατηρήσει στην αδερφή της, “όταν πρόκειται για έναν μέλλοντα βασιλιά μπορούμε να κάνομε μερικές παραχωρήσεις, αλλά μου ήταν αδύνατο να υποκριθώ, και είμαι σίγουρη πως δεν κάνω λάθος όταν λέω ότι ο Υπάτιος δεν θα ανέβει ποτέ στον ρωμαϊκό θρόνο”.
Επίτιμος προσκεκλημένος στο συμπόσιο, εκείνο το βράδυ, ήταν και ο Ισάφ, ο Άραβας έμπορος από τη Μέκκα, ο βασιλιάς του λιβανιού. Ωραίος, κομψός, πιο πλούσιος και από τον αυτοκράτορα. Είναι όμως εδώ και καιρό εξαφανισμένος, και η Θεοδώρα προσπαθεί να αμβλύνει την απογοήτευσή της παρακολουθώντας από τον γυναικωνίτη του μοναστηριού τη θεία λειτουργία του Αγίου Βασιλείου. Αρχίζει να αισθάνεται ένα θείο μυστήριο που δεν γνώριζε μέχρι τότε. Ναι, ψάλλει ο μοναχός Ρωμανός ο Μελωδός με αυστηρή και βαθιά φωνή που κάνει τη Θεοδώρα να ριγήσει. “Γιατί, λοιπόν, πηγαίνετε στο θέατρο;”, θα παρατηρήσει στο κήρυγμά του ο Ρωμανός, ενώ την κοιτάζει επίμονα, “ακόμα και αν αυτοί οι μίμοι σας κάνουν να γελάτε; Γιατί εκτιμάτε όλα όσα θα ντρεπόσασταν να κάνετε; Γιατί εγκαταλείπετε τον Θεό προτιμώντας το όνειδος;”
Όμως ο Αυτοκράτορας Αναστάσιος έχει άλλη άποψη, και εντέλλεται τις επόμενες ιπποδρομιακές παραστάσεις. Τα τέθριππα πετάγονται στην πίστα σαν ξέσπασμα θύελλας, και η λύσσα του κόσμου στο κατακόρυφο. Να και οι δύο μίμοι, η Χρυσομαλλώ και η Θεοδώρα με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, Παναρέτη. Με χάρη και βιαιότητα κινήσεων ρίχνονται στη βουβή αναπαράσταση της πάλης του Έκτορα και του Αχιλλέα. Μετά την επόμενη τεθριπποδρομία, η Παναρέτη, θα παίξει την άφιξη της Αριάδνης με τον Θησέα στο νησί της Νάξου, τον ύπνο και το ξύπνημά της, ως προδομένη ερωμένη, στην έρημη παραλία, όπου ο άπιστος την είχε εγκαταλείψει άνανδρα. Θα παίξει μετά τον ρόλο των μαινάδων, συνοδών του άρματος του Διονύσου, και θα υποκριθεί την αποπλάνηση της κόρης από έναν εκθαμβωτικής ωραιότητας θεό, και ένα μεθυστικό βακχικό αγκάλιασμα.
Ένας πολύ νέος άντρας, ψηλός, με χείλη καλοσχηματισμένα, ψηλά ζυγωματικά και κατάξανθα μαλλιά παρακολουθεί την Παναρέτη από τις κερκίδες και στα μάτια του λάμπει μια φλόγα που προδίδει παθιασμένη ψυχή. Είναι ο Βελισσάριος, από μια κωμόπολη της Θράκης, ο κατοπινός ξακουστός στρατηγός του Ιουστινιανού. Πολλές οι ονειροπολήσεις!
Καλά είναι τα θεάματα, αλλά η Αυτοκρατορία συρρικνώνεται. Όταν ο Κωνσταντίνος, ο μετέπειτα Μέγας, δημιούργησε στο αρχαίο Βυζάντιο τη Νέα Ρώμη, αυτή εκτεινόταν από την Αλβιώνα μέχρι τη Μεσοποταμία και από τον Ρήνο μέχρι την Μαυριτανία. Τώρα η μισή έχει πέσει στα χέρια των “βαρβάρων”. Ο αδύναμος και ειρηνιστής Αναστάσιος ενδιαφέρεται μόνον για το πώς θα επιβάλει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Ο λαός χειροκροτεί τους ηνιόχους και τους μίμους, και καβγαδίζει για τη θεία ή την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Και ο Βελισσάριος στιγματίζει την προσήλωση του Αυτοκράτορα στην ατελέσφορη διπλωματία, την μαλθακότητα του στρατεύματος, τη νωθρή και χωρίς πειθαρχία ζωή των αξιωματικών. Μήπως πλησιάζει η μέρα που το Βυζάντιο όπως η Ρώμη, θα γίνει βορά των βαρβαρικών ορδών; Πάντως, ο ίδιος ο Βελισσάριος έχει ψυχή στρατιώτη, αλλά κατά κανένα τρόπο δεν παραπέμπει σε άρχοντα της πολιτείας. Μπορεί να γίνει μεγάλος στρατηγός, αλλά θα ήταν ένας κακός αυτοκράτορας.
Η Θεοδώρα σκέφτεται συχνά αυτόν τον Άραβα έμπορο, τον Ισάφ. Μια μάγισσα, στο Φανάρι, διαβάζει το μέλλον μέσα σε μαγικούς καθρέπτες και παρασκευάζει μαγικά φίλτρα που ξυπνούν τον ερωτικό πόθο. Θα την εμπιστευθεί, και ο Ισάφ δεν θα βραδύνει να προσκαλέσει τη δεσποσύνη Θεοδώρα στο μικρό ανάκτορό του. Της έπιασε τα χέρια για να της πει, “Στην πατρίδα μου, τα πλάσματα που στέλνουν στους ανθρώπους οι θεοί, αυτά που εσείς οι Χριστιανοί ονομάζετε αγγέλους, παρουσιάζονται με τη μορφή πολύ ωραίων γυναικών με φτερά. Έτσι μοιάζεις κι εσύ! Αλλά, πες μου, αν σε κάνω ερωμένη θα μου είσαι απόλυτα πιστή;”. “Ισάφ”, θα του απαντήσει η Θεοδώρα, “Μάθε ότι μια εταίρα δεν είναι υποχρεωτικά άπιστη λόγω ιδιοσυγκρασίας, αλλά κυρίως λόγω ανάγκης”. Ύστερα από κάποιους μήνες θα του αναγγείλει ότι ήταν έγκυος, και όταν η τροφός τελικά θα φέρει στον Ισάφ το νεογέννητο αγόρι, τον γιό του Ιωάννη, η Θεοδώρα θα παρέμενε ανήσυχη και αβέβαιη για τις προθέσεις του συντρόφου της. Έχει γνωρίσει, εν τω μεταξύ, τον Ιουστινιανό, το φτωχό παιδί ιλλυρικής καταγωγής, και η εικόνα του περνά συνεχώς από μπροστά της. Τον γνωρίζει πλέον πολύ καλά, που τώρα ως υψηλόβαθμος ξεχωρίζει στην αυτοκρατορική φρουρά. Ποιος, άραγε, θεός ή δαίμονας επεμβαίνει στη ζωή των ανθρώπων για να πραγματωθεί η μοίρα του;
Ναι, κάποια μέρα η Θεοδώρα επιστρέφοντας στο σπίτι, θα το βρει άδειο, και από μια καλλιγραφημένη περγαμηνή, με την υπογραφή του Ισάφ, θα μάθει τα καθέκαστα, “Συγχώρησέ με που ενεργώ μ’ αυτόν τον τρόπο. Είναι προτιμότερο να σ’ αφήσω, παίρνοντας τον γιό μας τον Ιωάννη, που τελικά θα σου γινόταν βάρος. Ναύλωσα ένα πλοίο κι όταν θα διαβάζεις αυτές τις αράδες θα βρίσκομαι ήδη στο πέλαγος”. Η Θεοδώρα θα αφήσει να κυλήσουν δυο δάκρυα και θα ψελλίσει, “Φαίνεται πως ο κόσμος αναζητά την Παναρέτη. Να την, λοιπόν”. Η οποία Παναρέτη, σύμφωνα με την ερμηνεία του μάντη, “Αυτή η γυναίκα μπορεί να είναι μονάχα κάποια αυτοκράτειρα”.
“Εξαίσια Θεοδώρα, πιο πολύτιμη κι από το φως της ημέρας, κόρη των οφθαλμών μου, δέξου τον χαιρετισμό του Εκηβόλιου και συγχώρησέ τον που έμεινε τόσο καιρό μακριά από το βλέμμα σου. Οι επιταγές των καθηκόντων μου είναι οι μόνες υπαίτιες. Κάνε μου την τιμή να δεχτείς αυτή την ταπεινή απόδειξη του θαυμασμού και της αγάπης που τρέφω για σένα”. Ναι, αυτός ο ανώτερος κρατικός λειτουργός, τον οποίον κάποτε η Θεοδώρα είχε γνωρίσει στο συμπόσιο των Καλενδών, και τώρα τον υποδέχεται στον κήπο του σπιτιού της μαζί με άλλους καλεσμένους, θα της εγχειρίσει ένα λεπτοδουλεμένο χρυσό περιδέραιο με ρουμπίνια, και θα προσθέσει, “Ο θείος βασιλέας μας μόλις μου υπέδειξε την Επαρχία την οποία μου εμπιστεύεται να διοικήσω, είναι η Κυρήνεια”. “Εκλαμπρότατε Εκηβόλιε, θαυμάζω την τόλμη σας και τις πολεμοχαρείς διαθέσεις σας, ας ενωθούν λοιπόν οι μοίρες μας”, θα ανταπαντήσει η Θεοδώρα. Λίγες ημέρες πριν ο μάγος της είχε πει, “Βλέπω μια απέραντη και καταγάλανη θάλασσα, ένα μεγάλο ταξίδι, να και οι έρημοι, η άμμος, οι άνθρωποι που ζουν απομονωμένοι σε καυτές κοιλάδες, βλέπω και λευκές πόλεις”.Η κοκκινωπή γραμμή της αφρικανικής ακτής διαγράφεται στον ορίζοντα. Αρχίζουν να σχηματίζονται και οι απόκρημνοι βράχοι της Κυρηναϊκής.
Η Θεοδώρα εκείνο το πρωί ακουμπισμένη στην κουπαστή του πλοίου σκέφτεται νοσταλγικά όλη τη βυζαντινή ομήγυρη και νοιώθει ένα αδιευκρίνιστο συναίσθημα για τον Ιουστινιανό. Πάντως, “αν ποτέ επιστρέψω στο Βυζάντιο, θα ακολουθήσω χερσαίους δρόμους, έστω και αν μου πάρει δεκαπλάσιο χρόνο”, θα πει στον υπηρέτη της, ο οποίος την βοηθάει να εγκατασταθεί στο παλάτι του διοικητού. Αλλοίμονο, όμως! Πολύ γρήγορα θα ανακάλυπτε πως δεν έτρεφε για τον νέο “σύντροφό της”, Εκηβόλιο, ούτε αγάπη ούτε καν εκτίμηση. Ο ίδιος είναι εξαφανισμένος με τις κυβερνητικές υποθέσεις, οι οποίες του επιτρέπουν να την επισκέπτεται στη χάση και στη φέξη. “Ήταν τρέλα που δέχτηκα να έρθω εδώ;” διερωτάται η πρώην Παναρέτη του Ιπποδρόμου της Κωνσταντινουπόλεως.
Η μουσική του Πάμφιλου, που έρχεται να τη συντροφεύει στο έρημο παλάτι, είναι βάλσαμο στην καρδιά της Θεοδώρας. Δεν θ’ αργήσει και τους δυο να τους κυριεύσει ο πόθος και χωρίς περιστροφές η ξενιτεμένη θα γίνει “βλαστός κισσού στον κορμό μιας βελανιδιάς”. Και να σου ο Εκηβόλιος στη σκηνή, και το παράνομο ζευγάρι πιάνεται στα πράσα. “Θα οδηγηθείς στην αγορά της Κυρήνης και θα πουληθείς στον πλειστηριασμό δούλων”. Ευνούχοι συνοδοί και σωματέμποροι διαπραγματευτές, να τα νέα πρόσωπα στη ζωή της Θεοδώρας, και θα μάθει, ότι ο Πάμφιλος ήταν το δόλωμα του Εκηβόλιου.
Καβάλα στην καμήλα η Θεοδώρα, ως ζωντανή πραμάτεια, και το καραβάνι, με νέα “αφεντικά”, ξεκινάει για την Αλεξάνδρεια, τη νέα αγορά της αγοραίας απόλαυσης. Εξαντλητικές διαδρομές στην έρημο, πειρατές, λιοπύρι, πείνα, αλλά η Θεοδώρα καταφέρνει να αποδεσμευτεί. Αρχίζει να περπατά προς την κατεύθυνση του ήλιου που ανατέλλει και θα βρεθεί στην έρημο της Νιτρίας, στα όρια της μεγάλης Λιβυκής Ερήμου, όπου το μοναστήρι Αλ Μπαραμούς των Ελλήνων. Αδύνατη η είσοδος σ’ αυτό και θα συνεχίσει την περιπλάνηση έως ότου. . . μια εξαιρετικά ωραία γυναίκα εμφανίζεται από το πουθενά μπροστά σε μια σκήτη και κάνει τον μοναχό Ισίδωρο από τη Θεσσαλονίκη να αφήσει το προσευχητάριο και να ψελλίσει, “Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, που με δοκιμάζεις”. Η Θεοδώρα θα εκμυστηρευθεί όλα της τα βιώματα στον σοφό μοναχό, και αυτός με πνευματική και μόνον διάθεση θα την μυήσει στο Χριστιανικό δόγμα. Δεν θα παραλείψει να της αναφέρει ως πρότυπο σοφίας τον Σωκράτη και τις διδαχές του ιερού της Ελευσίνας.
Στη σκήτη, κάποιο πρωινό, η Θεοδώρα θα αισθανθεί ναυτία. Δεν αμφέβαλε ότι ήταν έγκυος. Ο Ξηναίος, που την είχε παραλάβει από την Κυρήνη για να την φέρει στην Αλεξάνδρεια και τον παράτησε στη μέση της διαδρομής ήταν ο τελευταίος άνδρας. Όταν μετά από κάποιους μήνες θα φέρει στον κόσμο ένα κοριτσάκι, θα το ονομάσει Ισιδώρα, ευγνώμων προς τον Ισίδωρο για τη φιλοξενία. Αλλοίμονο, όμως! Σ’ ένα παράξενο όνειρο θα ακούσει μια φωνή, “Γύρνα, Θεοδώρα!”. Θεώρησε ότι ήταν η φωνή του Ιουστινιανού και θα πάρει τη μεγάλη απόφαση, “Ισίδωρε, μετά από δύο χρόνια που ζούμε εδώ σαν αδέρφια . . . πρέπει να φύγω”. Το άλλο πρωί κοίταξε την κόρη της για τελευταία φορά και πήρε το δρόμο προς τον βορρά. Έβλεπε, τελικά, στο βάθος την Αλεξάνδρεια.
Εκεί στην Αλεξάνδρεια θα ακολουθήσει κάποιον Κοσμά, ο οποίος έμεινε έκπληκτος από τη σοφία και τη γνώση μιας νεαρής γυναίκας. “Σίγουρα ο Θεός τής έστειλε τον Κοσμά ως όργανο για τα σχέδιά της”, θα υποθέσει, χάρις στον οποίο θα μπει στην υψηλή Αλεξανδρινή κοινωνία, θα γίνει και πνευματική κόρη του Πατριάρχη και θα μάθει, ότι κάποιος Ιουστίνος ήταν ο νέος αυτοκράτορας. Ο Αναστάσιος είχε πεθάνει πριν δυο χρόνια, τον Ιούλιο του 518 μ.Χ. και τον είχε διαδεχτεί ένας αμόρφωτος και ανίκανος για μεγαλεπήβολα σχέδια, αλλά ο πραγματικός άρχοντας της Αυτοκρατορίας ήταν ο ανεψιός του, Ιουστινιανός. Η Θεοδώρα, αισθάνεται ότι η παραμονή της στην έρημο δίπλα σε αγίους ανθρώπους τής είχε εμφυσήσει μια υψηλή αντίληψη περί ηθικής. Η μίμος Παναρέτη είχε πεθάνει για πάντα στο καράβι που την πήγαινε στην Κυρήνη και η εταίρα Θεοδώρα είχε χαθεί στις ερήμους της Αιγύπτου. Ενημερώνει τον Κοσμά ότι πρέπει να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη.
Το καλά οργανωμένο καραβάνι αναχωρεί, με ενδιάμεσο σταθμό την Αντιόχεια. Υπάρχει στη ζωή η σωστή στιγμή για όλα τα πράγματα. Η Θεοδώρα, ξαναμπαίνει στο Βυζάντιο incognito. Επιλέγει έναν βίο αγνότητας, και για αρκετούς μήνες αντιμάχεται μια σπαρακτική παρόρμηση να βρει τις αδερφές της και τους φίλους της. Και ο Ιουστινιανός; Αυτός ο αφοσιωμένος στη θεολογία, ο ευφυέστατος, ο αρχοντικός και μεγαλοπρεπής, δεν έχει ούτε σύζυγο ούτε ερωμένη. Τα μαθαίνει η Θεοδώρα και νοιώθει να της λείπει η διάσταση της αγάπης.
“Κατάφερες τελικά να με βρεις”; Θα αναφωνήσει η Θεοδώρα όταν θα παρουσιαστεί μπροστά της ο Ιουστινιανός, ο οποίος θα σπεύσει να της εξομολογηθεί, ότι, όλα αυτά τα χρόνια που έλειπε, ζούσε με εγκράτεια και με μόνο στήριγμα τη μορφή της, και ότι, όταν τη γνώρισε ήταν η βασίλισσα του Βυζαντίου και τώρα θέλει να την κάνει την αυτοκράτειρά του.
Με μια αυτοκρατορική άμαξα, η Θεοδώρα φθάνει στο παλάτι με πρόσκληση του θείου Βασιλέα. Θα την υποδεχτεί ο ίδιος ο Ιουστινιανός με τούτα τα λόγια, “καλώς ήρθες στο αυτοκρατορικό παλάτι, όπου πολύ σύντομα θα είσαι η μόνη αρχόντισσα”. Στην ακρόαση που θα ακολουθήσει, ο αυτοκράτορας Ιουστίνος θα δηλώσει, “Πολυαγαπημένε μου ανιψιέ, η επιλογή σου είναι ευτυχέστατη, και ενώπιον αυτής της συνάθροισης δίνω και στους δυο σας την ευλογία μου”. Ο γηραιός Ιουστίνος νοιώθει τον θάνατο να πλησιάζει και αποφασίζει να μοιραστεί τον θρόνο με τον ανιψιό του Ιουστινιανό.
Η Θεοδώρα, ευθυτενής και ιερατική, συγκινημένη και υπερήφανη, τυλιγμένη στο χρυσάφι και τις πολύτιμες πέτρες, στέκεται μπρος στο πλήθος που απλώνεται σαν αφρισμένη θάλασσα, και όταν αυτό θα ζητωκραυγάσει, “Ο θεός να φυλάει την Αυγούστα”, θα θυμηθεί εκείνη τη μακρινή ημέρα της εφηβείας της, όταν από τα υψώματα των Βλαχερνών είχε ονειρευτεί να κατακτήσει το Βυζάντιο, και έκλεισε τα μάτια της. Το όνειρο είχε γίνει πραγματικότητα, στα εικοσιεπτά της. Βρισκόμαστε στο 527 μ.Χ.
Και η εξηντάχρονη Κάμαλα Χάρις, λιτή και απέριττη, στον ίσιο δρόμο της καμήλας, με αφροαμερικάνικο χαμόγελο και εισαγγελικές αβρότητες, άντε και λίγη Χολυγουντιανή χόβολη, στην προεδρική κούρσα, αντιμετωπίζει ύβρεις, προπηλακισμούς και άλλες Τραμπ-ικές ιδιαιτερότητες, που παραπέμπουν στις “φιλοφρονήσεις” των Πράσινων και Βένετων από τις κερκίδες του ιππόδρομου της Κωνσταντινουπόλεως τον 6ον μ.Χ. αιώνα, ευελπιστεί να φθάσει στα υψώματα του Καπιτωλίου, έστω ασθμαίνοντας, και να αναφωνήσει, I got it!
Δεν το θεωρείς και εύκολο!
3η του Νοέμβρη 2024.
Γρηγόριος Δημ. Νούσιας – αεροπόρος.
Γρηγόριος Δημ. Νούσιας – αεροπόρος.