Αγαπητή Κίττυ,
«. . . Αυτή είναι η δυσκολία της εποχής μας, τα ιδανικά, τα όνειρα, οι όμορφες ελπίδες, πριν προλάβουν να εμφανιστούν, πλήττονται από τη φριχτή αλήθεια και καταστρέφονται τελείως. Είναι αληθινό θαύμα που δεν έχω εγκαταλείψει όλες μου τις ελπίδες επειδή τάχα φαίνονται γελοίες και απραγματοποίητες. Τις διατηρώ γιατί πιστεύω ακόμα στην έμφυτη καλοσύνη των ανθρώπων. Μου είναι εντελώς αδύνατο να χτίσω τα πάντα σε μια βάση θανάτου, αθλιότητας και σύγχυσης. Βλέπω τον τρόπο που ο κόσμος μεταμορφώνεται αργά σε μια έρημο, ακούω όλο και πιο δυνατά το μουγκρητό του κεραυνού που πλησιάζει. Νοιώθω τον πόνο εκατομμυρίων ανθρώπων. Ωστόσο, όταν κοιτάζω τον ουρανό, σκέφτομαι ότι όλα θα τακτοποιηθούν, ότι αυτή η ωμότητα θα πάρει τέλος, ότι η ειρήνη και η ηρεμία θα βασιλέψουν ξανά στον κόσμο . . .». Δική σου, Άννα.
«. . . Αυτή είναι η δυσκολία της εποχής μας, τα ιδανικά, τα όνειρα, οι όμορφες ελπίδες, πριν προλάβουν να εμφανιστούν, πλήττονται από τη φριχτή αλήθεια και καταστρέφονται τελείως. Είναι αληθινό θαύμα που δεν έχω εγκαταλείψει όλες μου τις ελπίδες επειδή τάχα φαίνονται γελοίες και απραγματοποίητες. Τις διατηρώ γιατί πιστεύω ακόμα στην έμφυτη καλοσύνη των ανθρώπων. Μου είναι εντελώς αδύνατο να χτίσω τα πάντα σε μια βάση θανάτου, αθλιότητας και σύγχυσης. Βλέπω τον τρόπο που ο κόσμος μεταμορφώνεται αργά σε μια έρημο, ακούω όλο και πιο δυνατά το μουγκρητό του κεραυνού που πλησιάζει. Νοιώθω τον πόνο εκατομμυρίων ανθρώπων. Ωστόσο, όταν κοιτάζω τον ουρανό, σκέφτομαι ότι όλα θα τακτοποιηθούν, ότι αυτή η ωμότητα θα πάρει τέλος, ότι η ειρήνη και η ηρεμία θα βασιλέψουν ξανά στον κόσμο . . .». Δική σου, Άννα.
Φρούδες ελπίδες για την δεκαπεντάχρονη Γερμανό-Εβραία Άννα Μ. Φρανκ και την οικογένεια της. Θα έχει την ίδια μοίρα τελικά όπως και
τόσα εκατομμύρια ομοφύλων της, σε κάποιο ναζιστικό στρατόπεδο.
Για τα δέκατα τρίτα γενέθλιά της, θα λάβει ως δώρο ένα ημερολόγιο, το οποίο έμελλε να είναι ο πιο πιστός της σύντροφος εκεί στην
απομόνωση της οικογένειάς της, σε μυστικό δωμάτιό του γραφείου του πατέρα της, πίσω από τη βιβλιοθήκη του γραφείου του, στο Άμστερνταμ, με την Ολλανδία ήδη υπό Γερμανική κατοχή. Πρώτη εγγραφή στο ημερολόγιο, Κυριακή, 14 Ιουνίου 1942 και τελευταία, Τρίτη, 1 Αυγούστου 1944, δύο και πλέον χρόνια. Εκεί θα περάσει την εφηβεία της. Εκεί θα βιώσει τις δαιμονικές εσωτερικές μεταβολές, εκεί θα ποθήσει, εκεί θα νοιώσει ασυμβίβαστη, εκεί θα σημειώσει . . . «Στο μεταξύ, πρέπει να κρατάω φυλαγμένες τις σκέψεις μου, ποιος ξέρει, ίσως να βρουν κάποια εφαρμογή στο μέλλον».
Δεν θα υπάρξει μέλλον, μετά από δύο χρόνια, 4 Αυγούστου 1944, και μετά από προδοσία, θα γίνει έφοδος από την Γκεστάπο. Η Άννα και η αδερφή της Μαργκότ θα καταλήξουν σε γερμανικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως, η μάνα τους θα πεθάνει από τα βασανιστήρια και ο πατέρας τους θα κατορθώσει να δραπετεύσει. Οι δυο τους θα προσβληθούν από τύφο, και τον Μάρτιο του .45 η Άννα θα στερηθεί οριστικά το δικαίωμα να βλέπει τη φύση. “Η φύση είναι το μοναδικό πράγμα που δεν έχει υποκατάστατο”, όπως είχε σημειώσει. Και προφανώς θα αφήσει την τελευταία της πνοή με τακτοποιημένη τη σκέψη της, “μια ήσυχη συνείδηση δίνει δύναμη”, όπως ήταν η στέρεη πεποίθησή της.
Το Ημερολόγιο θα “σκουπιστεί” από μια καθαρίστρια, η οποία είχε την πρόνοια να το παραδώσει στην Έλλη, ένα κορίτσι συμπαθών προς τις εβραϊκές οικογένειες, για να καταλήξει στον πατέρα της, μετά τον πόλεμο, και να γίνει η Άννα Φρανκ από τα πιο γνωστά θύματα του Ολοκαυτώματος.
“Είναι πολύ περίεργη αίσθηση για κάποιον σαν εμένα να γράφει ημερολόγιο. Έχω διάθεση να γράψω, και ακόμα περισσότερο να πω, στ’ αλήθεια και μια για πάντα, αυτά που νοιώθω για ένα σωρό πράγματα. Ναι, το χαρτί έχει περισσότερη υπομονή από τους ανθρώπους”. Κάπως έτσι ξεκινάει τις ημερολογιακές της εγγραφές, τις οποίες απευθύνει στην αγαπημένη της Κίττυ, “ . . . κι ελπίζω σ’ εσένα θα βρω ένα μεγάλο στήριγμα, ναι, ξέρω, η φλυαρία είναι χαρακτηριστικό των γυναικών!”.
Το Ημερολόγιο θα “σκουπιστεί” από μια καθαρίστρια, η οποία είχε την πρόνοια να το παραδώσει στην Έλλη, ένα κορίτσι συμπαθών προς τις εβραϊκές οικογένειες, για να καταλήξει στον πατέρα της, μετά τον πόλεμο, και να γίνει η Άννα Φρανκ από τα πιο γνωστά θύματα του Ολοκαυτώματος.
“Είναι πολύ περίεργη αίσθηση για κάποιον σαν εμένα να γράφει ημερολόγιο. Έχω διάθεση να γράψω, και ακόμα περισσότερο να πω, στ’ αλήθεια και μια για πάντα, αυτά που νοιώθω για ένα σωρό πράγματα. Ναι, το χαρτί έχει περισσότερη υπομονή από τους ανθρώπους”. Κάπως έτσι ξεκινάει τις ημερολογιακές της εγγραφές, τις οποίες απευθύνει στην αγαπημένη της Κίττυ, “ . . . κι ελπίζω σ’ εσένα θα βρω ένα μεγάλο στήριγμα, ναι, ξέρω, η φλυαρία είναι χαρακτηριστικό των γυναικών!”.
«. . . Μετά το πογκρόμ, το 1938, η ζωή μας είχε τα προβλήματα που μπορεί κανείς να φανταστεί, οι αντί-Εβραϊκοί νόμοι διαδέχονταν αδιάκοπα ο ένας τον άλλον, οι ελευθερίες περιορίζονταν, τα μέλη της οικογένειας που έμειναν στη Γερμανία κυνηγήθηκαν ή εξοντώθηκαν. Σίγουρα όμως, εδώ, τώρα, δεν φταίνε οι Ολλανδοί αν εμείς οι Εβραίοι έχομε τόσες δυστυχίες.
«. . . Θα ‘λεγε κανείς ότι έχουν περάσει χρόνια από την Κυριακή το πρωί. Συνέβησαν τόσα πράγματα, που μου φαίνεται λες και ολόκληρος ο κόσμος γύρισε ξαφνικά ανάποδα. Είμαι ακόμα ζωντανή, αλλά μη ρωτάς ούτε πού ούτε πώς. Ήρθε μια κλήση από τους Ες Ες για τον μπαμπά. Έπαθα τρομερό σόκ, έβλεπα κιόλας το φάντασμα των στρατοπέδων και των κελιών της απομόνωσης. Άρχισε να με βασανίζει η προοπτική του κρυψώνα, όπως άκουγα, έβαζα μέσα στην τσάντα ό,τι έβρισκα, μ’ ενδιαφέρουν περισσότερο τα ενθύμια παρά τα φορέματα. Πήραμε το δρόμο για τον κρυψώνα, με βροχή, οι περαστικοί μάς έριχναν βλέμματα γεμάτα οίκτο, το κίτρινο αστέρι μας, εξηγούσε αρκετά καλά τι συνέβαινε. Ράψαμε κουρτίνες από μουντό ύφασμα με αλλοπρόσαλλες ραφές και τις στερεώσαμε στα παράθυρα και δεν θα τις κατεβάσουμε μέχρι το τέλος της παρανομίας μας. Πάντα κάνω όμορφα όνειρα, αλλά πρέπει να μείνω εδώ μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος.
«. . . Σήμερα μόνο απαίσια και καταθλιπτικά νέα έχω να σου πω. Συλλαμβάνουν ομαδικά πολλούς Εβραίους φίλους μας. Η Γκεστάπο δεν τους φέρεται με το γάντι, τους μεταφέρουν μέσα σε βαγόνια για ζώα. Αν συμβαίνουν τόσο φρικτά πράγματα στην Ολλανδία, τι τους περιμένει στις μακρινές και βάρβαρες περιοχές όπου τους στέλνουν; Υποθέτομε ότι τους περισσότερους τους σφάζουν. Ο θόρυβος από τις βολές ενάντια στα Αγγλικά αεροπλάνα και οι εκτυφλωτικές αστραπές από τους προβολείς σκορπούν τρόμο. Αν γίνει κάποιο σαμποτάζ και δεν βρεθεί ο ένοχος, η Γκεστάπο στήνει τέσσερις πέντε στον τοίχο. Ο Χίτλερ μας έκανε απάτριδες. Δεν υπάρχουν χειρότεροι εχθροί στον κόσμο από τους Γερμανούς και τους Εβραίους.
«. . . Είμαι ακριβώς το αντίθετο με τη μαμά μου, σε όλα, και οι συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες. Συχνά έχω ανάγκη από παρηγοριά, έχω περισσότερους λόγους να είμαι δυσαρεστημένη με τον εαυτό μου. Έχω τα ιδανικά μου, τις απόψεις μου και τα σχέδιά μου, αλλά δεν καταφέρνω ακόμα να τα εκφράσω με σαφήνεια. Θέλω να μ’ ενθαρρύνει, έστω και μια φορά, κάποιος που να μ’ αγαπάει, και να με κρίνει σαν κάποιον που κάπου κάπου έχει μεγάλο βάρος στην καρδιά του.
«. . . Χθες, 8 Νοε. 1942, οι Άγγλοι έκαναν απόβαση στην Τύνιδα , το Αλγέρι, την Καζαμπλάνκα και το Οράν. “Η απόβαση αυτή είναι αποφασιστικό γεγονός θα πει ο Τσώρτσιλ, αλλά δεν είναι η αρχή του τέλους, μάλλον είναι το τέλος της αρχής”. Αρχίζω να νοιώθω μόνη. Ο νους μου τρέχει στους άλλους, εκείνους που έφυγαν, και όταν γελάω με κάτι, σκέφτομαι ότι είναι ντροπή να είμαι έτσι εύθυμη.
«. . . Έξω συμβαίνουν φρικτά πράγματα, τους κακόμοιρους τους ανθρώπους τους παίρνουν με τη βία, μέρα νύχτα. Παιδιά γυρίζουν από το σχολείο και δεν βρίσκουν γονείς. Οι χριστιανοί Ολλανδοί στέλνουν τους γιούς τους στη Γερμανία, όλοι φοβούνται. Κάθε βράδυ εκατοντάδες αεροπλάνα πάνω από τις Κάτω Χώρες με προορισμό Γερμανικές πόλεις, χιλιάδες άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους στη Ρωσία και την Αφρική. Ο πλανήτης βρίσκεται σε πόλεμο, και αν τα πράγματα πάνε καλλίτερα, το τέλος δεν πλησίασε ακόμα. Δεν μας μένει παρά να περιμένομε όσο πιο ήρεμα γίνεται το τέλος αυτής της δυστυχίας. ‘Ένα σωρό παιδιά σταματάνε τους περαστικούς στο δρόμο για να τους ζητήσουν ένα κομμάτι ψωμί. Θα ήθελα να φωνάξω, “αφήστε με να φύγω, να εξαφανιστώ, μακριά από τον κόσμο”.
«. . . Η μαμά μας, έλεγε η ίδια, μάς θεωρούσε περισσότερο φίλες παρά κόρες. Ακούγεται πολύ όμορφο. Αλλά μια φίλη δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη μαμά. Έχω ανάγκη να παίρνω τη μητέρα μου για πρότυπο, πρότυπο με μεγάλη διακριτικότητα, και να τη σέβομαι, να μου χρησιμεύει ως οδηγός σε όλα μου, αλλά κυρίως ως παράδειγμα αυτών που δεν πρέπει να κάνω».
«. . . Περνάω μια περίοδο κατάθλιψης. Φαντάζομαι, μόνη μου σ’ ένα κελί ή το καταφύγιό μας παίρνει φωτιά ή έρχονται τη νύχτα να μας πάρουν. Μιλάω για “μετά τον πόλεμο”, αλλά μοιάζει σαν να μιλάω για παλάτια στην άμμο. Τα σύννεφα πλησιάζουν όλο και περισσότερο. Το δαχτυλίδι που μας χωρίζει από τον επικείμενο κίνδυνο όλο και στενεύει. “Ω, δαχτυλίδι, δαχτυλίδι, μεγάλωνε, άνοιξε και για μας. Τρελή από αγαλλίαση, θλιμμένη μέχρι θανάτου όταν σκέφτομαι την άνετη ζωή μας εδώ και συγκρίνω τον εαυτό μου με τ’ άλλα Εβραιάκια”.
«. . . Ω, Πέτερ, σ’ αγαπώ μ’ έναν έρωτα τόσο δυνατό. Έλα να με βρεις, θυμήσου με, αγαπημένε, λατρευτέ μου, Πέτελ! Εδώ ποιος θα μπορούσε να φανταστεί όλα αυτά που συμβαίνουν στην ψυχή ενός μικρού κοριτσιού. Και θέλω τόσο πολύ να παραμείνω ένα πραγματικό παιδί. Μου είναι αδιάφορο αν θα πεθάνω ή αν θα ζήσω, ο κόσμος θα συνεχίσει να γυρίζει και χωρίς εμένα. Ξέρω μόνον ότι επιθυμώ . . . αλλά θα πρέπει να συνεχίσω μόνη μου, δίχως τον Πέτερ, δίχως ελπίδα, δίχως παρηγοριά και δίχως κανενός είδους προσδοκία. Δεν μιλάω για υλικά αγαθά, όχι, μιλάω για συναισθήματα.
«. . . Σήμερα το απόγευμα, όταν πήγα να φέρω πατάτες, σταμάτησα τον Πέτερ καθώς περνούσε δίπλα μου. Δυσκολευόταν πολύ να μου εκμυστηρευτεί τις σκέψεις του. Μοιάζω με ερωτευμένη που μόνο για τον αγαπημένο της μπορεί να μιλάει. Περιμένω να με αποκαλέσει κι εκείνος αγαπημένη. Βρίσκω ότι σε οποιαδήποτε λύπη υπάρχει κάτι όμορφο που αν το κοιτάξεις ξαφνιάζεσαι με την παρουσία μιας χαράς και ξαναβρίσκεις την ισορροπία σου.
«. . . Μια σειρά θλιβερών νέων από τον έξω κόσμο. Νοιώθω τόσο τσακισμένη. Α, δεν είναι αστείο να πρέπει να πρέπει να ζει κανείς κρυμμένος αυτόν τον τέταρτο χρόνο του πολέμου. Άντε να τελειώνουν όλες αυτές οι κουταμάρες. Η μαμά μου έδωσε λίγο λουκάνικο για να το πάω στον Πέτερ. Με ρώτησε, “Εσείς καληνυχτίζεστε μ’ ένα φιλί; Όχι, εγώ δεν έχω φιλήσει σχεδόν ποτέ κανέναν”!
«. . . Αυτή την εποχή πηγαίνω συχνά πάνω το βράδυ να μυρίσω λίγο καθαρό αέρα στο δωμάτιο του Πέτερ. Καταλήγεις πολύ γρήγορα σε αληθινές συζητήσεις σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, παρά όταν σου γαργαλάει ο ήλιος το κεφάλι. Πολλές φορές η συζήτηση στο τραπέζι μας στράφηκε στο θέμα ενός γάμου στο Καταφύγιο. Δεν θέλω να χάσω τον Πέτερ, είναι τόσο γλυκός, τον θαυμάζω, γιατί πρέπει οι γέροι να χώνουν τη μύτη τους στις υποθέσεις μας;
«. . . Ξέρω τι θέλω, έχω ένα σκοπό, έχω μια πίστη κι έναν έρωτα. Όταν ο Πέτερ κι εγώ, μέσα σε μια φοβερή ακαταστασία καθόμαστε αγκαλιασμένοι σ’ ένα σκληρό ξύλινο κιβώτιο κι εκείνος παίζει με μια μπούκλα μου, όταν ο ήλιος σε τραβάει προς τα έξω, όταν ο ουρανός είναι τόσο γαλανός, ώ! τότε θέλω τόσα πολλά πράγματα. Ποτέ δεν είμαστε τόσο κοντά ο ένας στον άλλον όσο χθες το βράδυ. Το αριστερό μου στήθος άγγιζε τον θώρακά του, η καρδιά μου χτυπούσε, το κεφάλι μου στον ώμο του, ήταν τόσο όμορφο, ένοιωθα υπερβολικά ευτυχισμένη, το ίδιο κι εκείνος, νομίζω. Ο Πέτερ έχει ανάγκη από τρυφερότητα, για πρώτη φορά στη ζωή του ανακάλυψε μια κοπέλα, ούτε κι εγώ είχα κάποιον να εμπιστεύομαι, και να που καταλήξαμε . . . ο Πέτερ με άρπαξε και με αναστάτωσε εσωτερικά.
«. . . Για πρόγευμα έχομε δυο κουταλιές νιφάδες βρώμης, η κοιλιά μας γουργουρίζει, δεν αποθηκεύουμε στα άδεια στομάχια παρά μόνο βραστή σαλάτα, σπανάκι, σπανάκι και πάλι σπανάκι. Σε τι ωφελεί αυτός ο πόλεμος; Γιατί οι άνθρωποι είναι τόσο ανόητοι; Ακούσαμε να λένε ότι ο αντισημιτισμός έχει επεκταθεί σε κύκλους για τους οποίους παλιότερα ήταν αδιανόητο. Ο κόσμος έχει γυρίσει ανάποδα. Στέλνουν τους πιο ευυπολήπτους ανθρώπους στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Αναρωτιέμαι αν θα ήταν καλλίτερα, αν είχαμε πεθάνει σήμερα, για να μην αναγκαζόμαστε ν’ ανεχόμαστε όλη αυτή την αθλιότητα. Αρκεί να έρθει ένα τέλος.
«. . . This is D-Day, είπε το ραδιόφωνο σήμερα, 6 Ιουνίου 1944, η απόβαση άρχισε στη Νορμανδία. Ο στρατηγός Αϊζενχάουερ είπε, stiff fighting will come now, but after this the victory, good luck. Έντεκα χιλιάδες αεροπλάνα πηγαινοέρχονται. Σημαντικοί συμμαχικοί βομβαρδισμοί. Ρίχνονται στα μετόπισθεν αλεξιπτωτιστές. Τέσσερις χιλιάδες πλοία. Μήπως έφτασε επιτέλους η απελευθέρωση; Η χρονιά αυτή θα φέρει άραγε τη νίκη; Πρέπει να διατηρήσομε την ψυχραιμία, είναι προτιμότερο να χώσομε τα νύχια στη σάρκα μας παρά να φωνάξομε. Το πιο όμορφο με την απόβαση είναι η εντύπωση ότι πλησιάζουν φίλοι μας. Ίσως τον Σεπτέμβριο μπορέσω να ξαναγυρίσω στο σχολείο.
«. . . Είχα ξανά τα γενέθλιά μου σήμερα, 13 Ιουνίου 1944, είμαι πλέον δεκαπέντε χρονών. Αμέτρητες καταιγίδες, φουρτουνιασμένη θάλασσα. Η απόβαση εξελίσσεται κανονικά. Ο Τσώρτσιλ ήταν σ’ ένα τορπιλοβόλο που βομβάρδιζε την ακτή, μοιάζει να μην ξέρει τι θα πει φόβος, πόσο τον ζηλεύω! Ο Πέτερ μ’ αγαπάει, η στοργή του μεγαλώνει μέρα με τη μέρα, τι είναι αυτό το μυστηριώδες που μας κρατάει και τους δυο; Περάσαμε μαζί δυο χρόνια περισυλλογής στο Καταφύγιο. Στο βιβλίο, Μαχητές της ζωής, ένα κομμάτι λέει περίπου ότι οι γυναίκες υφίστανται γενικά περισσότερες κακουχίες, απ’ οποιονδήποτε ήρωα του πολέμου, ακόμα και αν δεν κάνουν άλλο από το να φέρνουν τα παιδιά τους στον κόσμο. Οι γυναίκες είναι στρατιώτες που παλεύουν για την επιβίωση της ανθρωπότητας, πολύ γενναίες και πολύ θαρραλέες.
«. . . Τρεις εβδομάδες μετά την D-Day. Το ηθικό άλλαξε ξαφνικά. Όλα πάνε καλά. Στις 10 Οκτωβρίου σίγουρα θα είμαστε ελεύθεροι. Στη ζωή είναι από μόνο του δύσκολο να πετάει κανείς με τα δικά του τα φτερά, αλλά είναι ακόμα πιο δύσκολο να είναι ο μόνος που θέλει και που ελπίζει, ο μόνος που κρατάει τη δύναμή του. Ειλικρινά δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί κάποιος να λέει “είμαι αδύναμος” και να συνεχίζει να παραμένει αδύναμος. Νοιώθω πάντα τόσο δυνατή και ικανή ν’ αντέξω διάφορα πράγματα, τόσο ελεύθερη και τόσο νέα. Ακόμα δεν έχω καταφέρει να σχηματίσω μια γνώμη για τον Πέτερ, είναι επιπόλαιος ή η δειλία του είναι εκείνη που τον κάνει να συγκρατείται ακόμα και μαζί μου;
«. . . Υπέροχα νέα! Πέμπτη, 20 Ιουλίου 1944. Προσπάθησαν να δολοφονήσουν τον Χίτλερ. Η Θεία Πρόνοια έσωσε τη ζωή του Φύρερ. Πολλοί αξιωματικοί του περιβάλλοντός του σκοτώθηκαν, ο κύριος υπεύθυνος για την απόπειρα, ένας Γερμανός στρατηγός από αριστοκρατική οικογένεια, ένας κόμης που είναι ακόμα νέος».
Στην τελευταία εγγραφή, 1 Αυγούστου 1944, η Άννα μιλάει στην “Αγαπητή Κίττυ” για ένα “μάτσο αντιφάσεις” του χαρακτήρα της. «. . . Δεν βλέπω κανένα κακό στο να φλερτάρω, να δίνω ένα φιλί, να σφίξω κάποιον στην αγκαλιά μου, να πω ένα κακόγουστο αστείο». Και θα συμπληρώσει, «. . . Η πλευρά αυτή παραμονεύει και σπρώχνει στην άκρη την άλλη πλευρά που είναι πολύ πιο όμορφη, πιο γνήσια και πιο βαθιά. Είναι τελικά η ωραία πλευρά της Άννας, εγώ, κανείς δεν την ξέρει και γι’ αυτό τόσο λίγοι άνθρωποι μπορούν να με αντέξουν».
Δεν θα προφτάσει η Άννα Φρανκ να δει τον εαυτό της να ωριμάζει, δεν θα γνωρίσει πραγματικά πια πλευρά της ψυχής της θα επικρατήσει, και δεν θα μπορέσει να δεηθεί με τους ομόθρησκους και αλλόθρησκους συμπολίτες της.
Δεν θα προφτάσει η Άννα Φρανκ να δει τον εαυτό της να ωριμάζει, δεν θα γνωρίσει πραγματικά πια πλευρά της ψυχής της θα επικρατήσει, και δεν θα μπορέσει να δεηθεί με τους ομόθρησκους και αλλόθρησκους συμπολίτες της.
Δύο ακριβώς μήνες πριν την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας και το τέλος του Β’ΠΠ, η Άννα θα περάσει στην αιωνιότητα και το όνομά της θα γίνει διαχρονικό συνώνυμο της ζωής.
1 Αυγούστου 2024. Ναι, ογδόντα χρόνια από την τελευταία ελεύθερη γραπτή έκφραση της δεκαπεντάχρονης Άννας Φρανκ. Ναι, από τότε που αναρωτήθηκε, “σε τι ωφελεί αυτός ο πόλεμος;”.
Εν τω μεταξύ η Μέση Ανατολή φλέγεται, περιστασιακά και κατ’ εξακολούθηση. Ναι, σε τι ωφελεί αυτός ο πόλεμος;
Με τις “Παρακλήσεις του Δεκαπενταύγουστου” για επικράτηση τής σωφροσύνης. Και η “κάθε” Άννα Φράνκ έχει δικαίωμα στη ζωή . . . !
«Ού παυόμεθα δεόμενοι γιὰ τὴν τελικὴ ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης, τῇ θλίψει ὑπομένοντες, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες». Απόστολος Παύλος.
«Ού παυόμεθα δεόμενοι γιὰ τὴν τελικὴ ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης, τῇ θλίψει ὑπομένοντες, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες». Απόστολος Παύλος.
26 Οκτ. 2024. Γρηγόριος Δημ. Νούσιας – αεροπόρος.