ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΔΙΛΗΜΜΑ
Το ζήτημα της αντίδρασης της Ελλάδας έναντι της τουρκικής εισβολής του 1974 είναι ένα από τα δυσκολότερα στην ιστορία τον σύγχρονου ελληνισμού.
Πρώτον, επειδή η Ελλάδα —έστω υπό μια χούντα, μη αντιπροσωπευτική της βούλησης του ελλαδικού λαού, αλλά πάντως έστω και έτσι— έδωσε στην Τουρκία το πρόσχημα για να διενεργήσει την εισβολή, ενώ με το πραξικόπημα αποδιοργάνωσε καθοριστικά την άμυνα της Κύπρου ώστε η εισβολή να μπορεί να επιτύχει.
Δεύτερον, επειδή το 1974 μαζί με τον πόλεμο χάθηκε και έδαφος —έδαφος στο οποίο έπαυσε να ομιλείται η ελληνική γλώσσα για πρώτη φορά μετά 3.000 χρόνια—, ενώ η Ελλάδα δεν μπόρεσε ουσιαστικά να μετάσχει στον πόλεμο αυτόν, παρά μόνο με ελάχιστες από τις δυνάμεις της. Αυτό δημιουργεί εκ μέρους ημών των Ελλαδιτών μια ευθύνη και μια οφειλή. Τούτα τα βάρη δεν μπορούν να απαλλάξουν τον σύγχρονο ελληνισμό από την υποχρέωση του, ταυτόχρονα, να προχωρήσει σε ουσιαστικές και έντιμες αποτιμήσεις των γεγονότων του1974, με βάση τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Δυστυχώς, αυτή η αδυναμία να το κάνουμε, εμφανίζεται πολύ συχνά από τότε ακόμη και έως τις ημέρες μας. 'Ήταν από τότε πολύ συνηθισμένο να διατυπώνεται ο ισχυρισμός —πρωτίστως από την άκρα Δεξιά και τους νοσταλγούς της χούντας, αλλά όχι κατ' ανάγκη μόνο από εκείνη την πλευρά— ότι η Ελλάδα δεν πολέμησε είτε επειδή οι δημοκρατικές δυνάμεις δεν ήθελαν να πολεμήσουν υπέρ της Κύπρου είτε επειδή οι ξένοι αφέντες» τους δεν τους «επέτρεψαν» να πολεμήσουν.
Ακούγεται επίσης ο ισχυρισμός ότι η χούντα έχασε (μόνον)) ένα 8% του εδάφους της Κύπρου (πρώτος Αττίλας) και ότι η δημοκρατία έχασε το άλλα 30%. Συνεπώς, η δημοκρατία ήταν αυτή που στην πραγματικότητα έχασε την κατεχόμενη Κύπρο. Προβάλλεται ακόμη ότι —αυτό κι αν είναι γενικευμένο fake news—ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αρνήθηκε να πολεμήσει στον δεύτερο «Αττίλα», επειδή η Κύπρος κείται μακράν.
Ο Καραμανλής πράγματι αντιμετώπισε το πρόβλημα της απόστασης της Κύπρου από την Ελλάδα, αλλά ο πρώτος πού το είχε υποδείξει ρητά ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1964. Γι' αυτό, άλλωστε, ο Γ. Παπανδρέου είχε στείλει τη λεγόμενη μεραρχία στην Κύπρο το 1964: επειδή, ακριβώς λόγω της απόστασης, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να παρέμβει στη Μεγαλόνησο μετά την έναρξη εχθροπραξιών εκεί. 'Όλα τούτα, όμως, δεν πρέπει να μας εμποδίσουν από το να προχωρήσουμε, πενήντα πλέον χρόνια μετά, σε ουσιαστικές αποτιμήσεις και να βγάλουμε τα αναγκαία συμπεράσματα. Αυτό θα επιχειρήσουμε να κάνουμε σε αυτές τες σελίδες.
«ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ» ΛΥΣΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΟΤΡΟΠΗ;
Από το 1959 και τη σύναψη των Συμφωνιών Ζυρίχης — Λονδίνου, μια τεράστιας κλίμακας, κρίσιμη στρατηγική διαφωνία για το μέλλον τον ελληνισμού μαινόταν ως προς την Κύπρο: Τι έπρεπε να χάνει ο ελληνισμός;
Η πρόταση τον Καραμανλή και τον Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα προς τον Μακάρια ήταν σαφής:
Η Κύπρος έπρεπε να εφαρμόσει πιστά τις συμφωνίες και να φροντίσει να γίνει μέλος της Δύσης, είτε μέσω ένταξης στο ΝΑΤΟ είτε μέσω σύνδεσης με την ΕΟΚ. Εάν είχε γίνει κάτι τέτοιο —Θα πρέπει πλέον, τόσα χρόνια μετά, να το έχουμε καταλάβει— τουρκική εισβολή Θα ήταν αδιανόητη. Αλλά δεν επικράτησε η δική τους άποψη.
Ο μεν Μακάριος προτίμησε ένα παιχνίδι κρημνοβασίας μεταξύ των υπερδυνάμεων (εξ ορισμού επικίνδυνο για μια μικρή χώρα σε αυτή την πιο ταραγμένη περιοχή του κόσμου) σε δε τμήμα τον ελληνικού πολιτικού συστήματος και των Ενόπλων Δυνάμεων κέρδισε έδαφος η ιδέα ενός « χειρουργικού»/ πραξικοπηματικού στρατιωτικού πλήγματος που, δημιουργώντας θαυματουργά «τετελεσμένα», θα άλλαζε τον συσχετισμό ισχύος και Θα επέτρεπε στην Ελλάδα να επιβάλει την Ένωση. Η τελευταία στρατηγική ήταν από πολλές απόψεις ανεπαρκής. Αν μη τε άλλο, ήταν η στρατηγική του πιο αδύναμου μέρους: Εάν έχεις τον συσχετισμό ισχύος υπέρ σου, δεν αναζητείς τέτοιες Θαυματουργές διαδικασίες...
Επίσης, ήδη από το 1964, όταν πλέον η νέα κρίση τον Κυπριακού είχε στρατιωτικοποιηθεί, διαφάνηκε και το μείζον στρατιωτικό μειονέκτημα της ελληνικής (ελλαδικής και κυπριακής πλευράς), δηλαδή το πρόβλημα ότε η ελληνική αεροπορία δεν μπορούσε να επιχειρήσει στην Κύπρο αποτελεσματικά. Τον Αύγουστο 1964, όταν τουρκικά αεροσκάφη είχαν πλήξει κατοικημένες περιοχές στην Κύπρο —την πόλη Χρυσοχούς— με ναπάλμ, ο αρχηγός του ΓΕΑ, πτέραρχος Γεώργιος Αντωνάκος, είχε τονίσει στην πολιτική ηγεσία ότε τα ελληνικά αεροσκάφη δεν μπορούσαν να επιχειρήσουν στην Κύπρο για περισσότερο από 5-10 λεπτά. Επομένως, συνέχισε, δεν μπορούσαν να εμπλακούν σε επιχειρήσεις υποστήριξης των χερσαίων δυνάμεων. Θα είχε νόημα να επιτεθούν σε έναν τουρκικό αποβατικό στόλο, πριν δηλαδή οι Τούρκοι πατήσουν στο νησί.
Αλλά, είπε ο Αντωνάκος, η εμπλοκή των αεροσκαφών προς υποστήριξη των χερσαίων δυνάμεων στο πεδίο της μάχης δεν θα ήταν ορθολογική, καθώς δεν Θα είχε ανάλογο στρατιωτικό αποτέλεσμα. Πράγματι, οι Τούρκοι δεν Θα χρειαζόταν καν να καταρρίψουν τα ελληνικά αεροπλάνα. Θα μπορούσαν απλώς να τα εμπλέξουν σε αερομαχία για 6-11 λεπτά, ώστε αυτά να μην έχουν καύσιμα να γυρίσουν και να πέσουν στη θάλασσα.
Ο χρόνος δράσεως των αεροσκαφών δεν είχε αλλάξει το 1974, ακόμη και για τα καλύτερα ελληνικά, τα Phantom F-4. Πάντως, ποτέ οι δημοκρατικές κυβερνήσεις πριν από το 1967 δεν σκέφτηκαν να χάνουν το ανοσιούργημα να διενεργήσουν πραξικόπημα κατά του προέδρου Μακαρίου, ο οποίος συγκέντρωνε στο πρόσωπό του τη διεθνή αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό το ανοσιούργημα έκανε η χούντα υπό τον Δημήτριο Ιωαννίδη. Υπάρχει όμως και ένα στοιχείο επώδυνης ιστορικής ειρωνείας: Το 1974, ο Καραμανλής και το επιτελείο ταυ, δηλαδή κατεξοχήν οι άνθρωποι που είχαν υποστηρίξει την πρώτη λύση, της πολιτικής αποτροπής και της ένταξης στη Δύση, εκλήθησαν να αντιμετωπίσουν την καταστροφή που είχαν επιφέρει οι υποστηριχτές της κρημνοβασίας στις 15-20 Ιουλίου 1974.
ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ
Η απόφαση του Ιωαννίδη να ασκηθεί βία εναντίον τον προέδρου Μακαρίου άνοιξε την Κερκόπορτα. Το ίδιο το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου ήταν καλά σχεδιασμένο και επέτυχε τους στόχους του — αν και ο Μακάριος διέφυγε εκτός Κύπρου μέσω των βρετανικών βάσεων. Αλλά εδώ δεν επρόκειτο μόνο για ένα πραξικόπημα. Οι χουντικοί είχαν κακομάθει από την εμπειρία τους των προηγούμενων ετών: Τότε, δημιουργούσαν τετελεσμένα με τα στρατιωτικά τους κινήματα και επέβαλλαν τες θέσεις τους στους άλλους, που είτε δεν μπορούσαν να αντιδράσουν (ελληνικές πολιτικές δυνάμεις) είτε έκριναν ότε δεν όφειλαν να αντιδράσουν (οι ΗΠΑ).
Αλλά στην περίπτωση της Κύπρου υπήρχε και ένας πρόσθετος παράγοντας ανέλεγκτος —πλην του ελέγχου, πιθανόν, και των ίδιων των ΗΠΑ—, δηλαδή η Τουρκία. Η Άγκυρα άδραξε την ευκαιρία για να εισβάλει στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου. 'Ήταν, όπως ξεκάθαρα φάνηκε, πρόσχημα. Η ευκαιρία που της είχε δοθεί, ήταν μεγάλη για πολλούς λόγους: Η Ελλάδα ήταν διεθνώς απομονωμένη λόγω της χούντας' είχε επιβαρυνθεί επιπλέον με την ενέργειά της κατά τον εκλεγμένου προέδρου της Κύπρου μετά την κρίση στην Κοφίνου τον Νοέμβριο τον 1967 η χούντα είχε αποσύρει την ελληνική μεραρχία από το νησί, μια στρατιωτική δύναμη πολύ καλύτερα οργανωμένη από την κυπριακή Εθνική Φρουρά, που μπορούσε να αποτελέσει σοβαρό εμπόδιο σε τουρκική απόβαση.
Ο Ιωαννίδης δεν περίμενε τουρκική εισβολή και δεν είχε προετοιμάσει τις ελληνικές 'Ένοπλες Δυνάμεις για το ενδεχόμενο μιας σύγκρουσης είτε στην Κύπρο είτε στο Αιγαίο, Η διενέργεια τον ίδιου του πραξικοπήματος αποσταθεροποίησε την κυπριακή άμυνα την ώρα της άφιξης των τουρκικών στρατευμάτων. Εκ των υστέρων, απολογητές του Ιωαννίδη άφησαν να εννοηθεί ότε είχε λάβει διαβεβαιώσεις» από Αμερικανούς πράκτορες πως οι ΗΠΑ θα απέτρεπαν μια τουρκική εισβολή. 0 κόσμος των φαντασιώσεων στον οποίο ζούσαν ο Ιωαννίδης και οι άνθρωποί του διαφαίνεται πρωτίστως από αυτό. Οι πράκτορες, ό,τι και εάν του είπαν και εάν του το είπαν, δεν δεσμεύουν μια κυβέρνηση. Εάν ο Ιωαννίδης ήθελε παρόμοιες διαβεβαιώσεις, έπρεπε να είχε μιλήσει με τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, με εξουσιοδοτημένο από αυτόν στέλεχος τον Στέιτ Ντιπάρτμεντ ή με τον Αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα. Και με αυτούς δεν μίλησε. Τέτοια διαβεβαίωση δεν είχε δοθεί, και ούτε υπάρχει μνεία της στα αμερικανικά αρχεία ή σε αυτά άλλων δυτικών χωρών.
0 Ιωαννίδης δεν καταλάβαινε πώς δουλεύει ο κόσμος.
Η ΑΝΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΣΑΘΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ
Μην περιμένοντας τουρκική εισβολή, ο Ιωαννίδης δεν είχε προετοιμάσει τη χώρα για το ενδεχόμενο σύγκρουσης με την Τουρκία. Τες πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες της 20ης Ιουλίου, με τον τουρκικό αποβατικό στόλο στον ορίζοντα της Κύπρου και τις στρατιωτικές αρχές στο νησί να ζητούν οδηγίες, η Αθήνα τις καθησύχαζε ισχυριζόμενη ότι επρόκειτο για τουρκική κίνηση εκφοβισμού, που δεν θα κατέληγε σε απόβαση!
Παράλληλα, ο Ιωαννίδης προκάλεσε ή έδωσε την ευκαιρία να προκληθεί πολεμική σύγκρουση στην Κύπρο, ενώ τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ήταν ανοχύρωτα και στο έλεος της Τουρκίας. Οι επίλεκτες ελληνικές δυνάμεις δεν ήταν στις θέσεις τους για να αντιμετωπίσουν μια εισβολή. Υπάρχει ο μύθος ότι αι πλοίαρχοι των δύο υπερσύγχρονων ελληνικών υποβρυχίων ((Γλαύκος)) και Νηρεύς» είχαν στα στόχαστρά τους τον αποβατικό στόλο, που μπορούσαν να καταστρέψουν, αλλά ccδεν τούς άφησαν». Πρόκειται για μύθο. Τα υποβρύχια το πρωί της 20ης Ιουλίου βρίσκονταν στις Κυκλάδες, όχι στην Κύπρο, κι χρειάζονταν πλεύση εν καταδύσει δύο ημερών για να φτάσουν εκεί. Όταν θα έφταναν στις 22 Ιουλίου, θα έβρισκαν το τουρκικό προγεφύρωμα εδραιωμένο και τον αγώνα να έχει αποφασιστεί. Ούτε και δύο υποβρύχια μόνα τους μπορούσαν να καταστρέψουν ολόκληρο στόλο — δεν φέρουν απεριόριστο αριθμό τορπιλών. Αλλά και να βρίσκονταν έξω από την Κυρήνεια τα υποβρύχια στις 20 Ιουλίου, είναι πιθανόν ότε πάλε δεν θα λάμβαναν εντολές να επιτεθούν. Επί τρεις ώρες αφότου είχε ξεκινήσει η απόβαση των Τούρκων, η Αθήνα διαβεβαίωνε τούς στρατιωτικούς στην Κύπρο ότε επρόκειτο για εκφοβισμό, όχι για εισβολή...
Υπήρχαν τα προηγμένα αεροσκάφη Phantom F-4, ανάλογα των οποίων δεν είχε η Τουρκία. Θα ήταν πράγματι, δυνατόν το πρωί της εισβολής, 20 Ιουλίου, να πλήξουν τους Τούρκους όσο αυτοί βρίσκονταν στο νερό, δηλαδή δεν είχαν ακόμη αποβιβαστεί. Είναι η στιγμή πού μια δύναμη απόβασης βρίσκεται στο μέγιστο σημείο της τρωτότητάς της. Τότε θα μπορούσαν ίσως να καταφέρουν ένα μοιραίο πλήγμα εναντίον των δυνάμεων της εισβολής.
Αλλά τα Phantom, στις 20 Ιουλίου βρίσκονταν στην Ανδραβίδα, στη Δυτική Ελλάδα, όχι στην Κρήτη, δηλαδή δεν βρίσκονταν σε ένα από τα δύο εγγύτερα προς την Κύπρο αεροδρόμια, από όπου θα μπορούσαν να εκτελέσουν μια τέτοια αποστολή. Πάντως και να βρίσκονταν στην Κρήτη, ποιος θα τους έδενε εντολή απογείωσης; Η Αθήνα νόμιζε ότι γινόταν εκφοβισμός και όχι εισβολή...
Ουσιαστικό είναι ακόμη να επισημανθεί ότι το πραξικόπημα αποδιοργάνωσε τις ίδιες τες αμυντικές δυνάμεις στην Κύπρο. 'Όταν οι Τούρκοι πάτησαν στην ακτή στο Πέντε Μέλι το πρωί της 20ης Ιουλίου, τα πολυβολεία εκεί ήταν ανεπάνδρωτα, καθώς οι στρατιωτικής δυνάμεις κυνηγούσαν τους μακαριακούς σε άλλα μέρη του νησιού. Η δύναμη καταδρομέων στον Πενταδάκτυλο —κρίσιμο στοιχείο μιας ελληνικής αντεπίθεσης— το ίδιο: δεν βρισκόταν στη θέση της. Σε αυτές τις συνθήκες, οι Τούρκοι δεν έκαναν απόβαση, αλλά απλώς αποβιβάστηκαν στο νησί.
Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗΣ
Το κακό, όμως, δεν τελείωσε εκεί. Το πρωί της 20ης Ιουλίου, όταν επιτέλους ο Ιωαννίδης και οι άνθρωποί του κατάλαβαν ότι είχε γένει εισβολή, προκήρυξαν γενική επιστράτευση.
Αυτό ήταν μία ακόμη καταστροφή. Μέσα σε λίγες ώρες, το όλο σύστημα του Στρατού Ξηράς είχε καταρρεύσει από τους εκατοντάδες χιλιάδες επιστρατευμένους, για τούς οποίους δεν υπήρχαν ρουχισμός, όπλα, εφόδια, ακόμη και καταλύματα για το βράδυ.
Αντιθέτως, στην απολύτως επιτυχημένη επιστράτευση του 1940 είχαν πρώτα κληθεί κρίσιμες ειδικότητες όπως οδηγοί, αποθηκάριοι, υπεύθυνοι για την επιμελητεία, και στη συνέχεια λίγες κλάσεις τη φορά, οργανώνονταν και προωθούνταν συντεταγμένα στο μέτωπο. Το 1974, η καθολική επιστράτευση προκάλεσε το απόλυτο χάος.
Αυτό σήμαινε ότε σε λίγες ώρες, στις 20 Ιουλίου, κατέρρευσε το μεγαλύτερο τμήμα του Στρατού Ξηράς. Παρέμεναν ορισμένες επίλεκτες δυνάμεις (καταδρομείς, οι μονάδες στη Θράκη, τεθωρακισμένα, αν και ένα μεγάλο μέρος από τα τελευταία ήταν συγκεντρωμένα στην Αθήνα για να την κρατούν υπό έλεγχο, και όχι στο μέτωπο). Υπήρχε καλό Ναυτικό και καλή Αεροπορία. Αλλά ελληνικός στρατός ως σύνολο, ικανός να χάνει πόλεμο, δεν υπήρχε. Χανόταν ένας πόλεμος στην Κύπρο, το Αιγαίο ήταν ανοχύρωτο και απροστάτευτο, και η Ελλάδα, διεθνώς απομονωμένη, δεν είχε συντεταγμένο στρατό...
Αυτή η πλήρης κατάρρευση της στρατιωτικής θέσης της χώρας υπήρξε, μαζί με την επιτυχία της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, παράγοντας που οδήγησε στην απόφαση της ηγεσίας τον στρατού να παραδώσει την εξουσία στους πολιτικούς.
ΚΥΠΡΟΣ: Η ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ, 20-21 ΙΟΥΛΙΟΥ
Από τη στιγμή που η Ελλάδα δεν μπορούσε (δεν το σκέφτηκε καν) να πλήξει τον τούρκικό στόλο τη στιγμή της μέγιστης τρωτότητάς του, δηλαδή όσο δεν είχε ακόμη πατήσει στο νησί, και καθώς τα πολυβολεία στο Πέντε Μίλι ήταν την κρίσιμη ώρα άδεια, η τουρκική πλευρά είχε ένα μεγάλο στρατηγικό πλεονέκτημα.
Στα νησιά της Μεσογείου, ο πολεμικός αγώνας κρίνεται όταν ο επιτιθέμενος κατορθώσει να εγκαταστήσει προγεφύρωμα και να μπορεί να το ανεφοδιάζει. Από εκείνη τη στιγμή, ο αμυνόμενος έχει ηττηθεί. Το 1941, στην Κρήτη, οι Βρετανοί άρχισαν να αποχωρούν μόλις οι Γερμανοί πάτησαν το Μάλεμε. Το 1943, στη Σικελία, οι Γερμανοί ξεκίνησαν την αποχώρησή τους μόλις οι Σύμμαχοι εγκατέστησαν προγεφύρωμα. Από την Κύπρο, βέβαια, οι 'Έλληνες δεν μπορούσαν να αποχωρήσουν. Η δική τους ελπίδα ήταν μια επιτυχημένη αντεπίθεση που θα έριχνε τους Τούρκους στη Θάλασσα. Αυτή θα ήταν η ώρα της απόφασης.
Η αντεπίθεση εκδηλώθηκε το βράδυ της 20ης προς 21 η Ιουλίου. Δεν ήταν απολύτως συντεταγμένη, καθώς οι ελληνικές δυνάμεις ήταν λίγες, διασκορπισμένες και αποδιοργανωμένες από το πραξικόπημα. Επίσης, οι κινήσεις έπρεπε να γίνονται μόνο βράδυ, καθώς την ημέρα οι ελληνικές δυνάμεις ήταν απολύτως εκτεθειμένες στην τουρκική αεροπορία που κυριαρχούσε πάνω από το νησί.
Παρόλα αυτά , η αντεπίθεση εκδηλώθηκε με όσες δυνάμεις μπόρεσαν να συγκεντρωθούν, διενεργήθηκε με αφάνταστη γενναιότητα και αυτοθυσία μέχρι τες πρωινές ώρες της 21ης Ιουλίου. Αλλά αποκρούστηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι υπερείχαν σε μέσα. Και από εκείνη τη στιγμή, πρωί της 21ης Ιουλίου, ο αγώνας είχε κριθεί υπέρ της τούρκικής πλευράς, η οποία είχε εδραιώσει το προγεφύρωμά της, είχε αποκρούσει την πρώτη αντεπίθεση όσο το προγεφύρωμα ήταν ακόμη ευάλωτο, και μπορούσε να το ανεφοδιάζει.
Ως στρατιωτική επιχείρηση, η τουρκική εισβολή δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη. Πρώτον, οι Τούρκοι βύθισαν από λάθος ένα δικό τους αντιτορπιλικό. Δεύτερον, ενώ οι διεθνείς παρατηρητές περίμεναν να καταληφθεί αμέσως περίπου το ένα τρίτο της νήσου, χάρη στην απεγνωσμένη ελληνική αντίσταση καταλήφθηκε πολύ μικρότερο τμήμα. Αλλά η εγκατάσταση και εδραίωση του προγεφυρώματος σήμαινε ότι η Τουρκία είχε επιτύχει τον πρωταρχικό στόχο της: να έχει σταθερό σημείο για να μεταφέρει με ασφάλεια όσες στρατιωτικές δυνάμεις και, κυρίως, τεθωρακισμένα επιθυμούσε. Με τη δημιουργία του προγεφυρώματος, σενάριο νίκης για την ελληνική πλευρά έπαψε να υφίσταται. Η κατάληψη περισσότερων περιοχών ήταν ζήτημα χρόνου και βούλησης της Τουρκίας. Αυτή η βεβαιότητα για τη σημασία των εξελίξεων επί του πεδίου είναι εκκωφαντικά παρούσα
Και στο αρχειακό υλικό των τρίτων κρατών εκείνες τις μέρες.
Η Ελλάδα δεν μπόρεσε, επομένως, συνδράμει με πρόσθετες δυνάμεις στην κρίσιμη ώρα. Εστάλη, βέβαια, στις 21 Ιουλίου η Α’ Μοίρα καταδρομών από την Κρήτη με αεροσκάφη Noratlas, ένα εκ των οποίων καταρρίφθηκε από φίλια πυρά. Αλλά η επιρροή της δεν μπορούσε να είναι αποφασιστική.
Στις 22 Ιουλίου, είχαν στο μεταξύ μετακινηθεί στην Κρήτη 10 ελληνικά Phantom και περίμεναν εντολή να επιτεθούν στις τουρκικές δυνάμεις στην Κύπρο. Τέτοια εντολή δεν τους δόθηκε ποτέ και έκτοτε οι χειριστές τους κατηγόρησαν την ηγεσία τους για τούτο. Η γενναιότητα των Ελλήνων πιλότων —εθελοντών για την επιχείρηση— είναι συγκλονιστική. Πιθανότατα δεν θα επέστρεφαν.
Αρκούσε για την τουρκική αεροπορία των 520 αεροπλάνων να εμπλέξει αυτά τα 10 Phantom σε αερομαχία για 6-8 λεπτά ώστε να μην έχουν καύσιμα για να γυρίσουν στη βάση τούς. Επιπλέον, ενώ η διακινδύνευσή τους για να πλήξουν τον τούρκικό στόλο πριν από την απόβαση θα είχε νόημα (γιατί θα μπορούσαν να την αποτρέψουν πριν πατήσουν οι Τούρκοι στην Κύπρο), η στρατιωτική επιρροή τους στο πεδίο της μάχης (αφού δηλαδή πάτησαν), για να πλήξουν το προ-γεφύρωμα ή να συνδράμουν σε μάχες στο εσωτερικό τον νησιού, δεν μπορούσε να είναι εξίσου αποφασιστική.
Άλλωστε, στις 22 Ιουλίου δεν υπήρχε πλέον στην Αθήνα πολιτική ηγεσία για να δώσει εντολή για πλήγμα. Η κυβέρνηση είχε διαλυθεί, και οι Αμερικανοί δεν βρήκαν στο γραφείο του ούτε έναν υφυπουργό για να συμφωνήσει στην εκεχειρία, την οποία συνήψε ο μόνος που ήταν παρών, ο αρχηγός Ναυτικού, αντιναύαρχος Πέτρος Αραπάκης.
Τις επόμενες ημέρες, και παρά την εκεχειρία ο τουρκικός στρατός επέκτεινε το προγεφύρωμά του καταλαμβάνοντας το 8%ο του κυπριακού εδάφους.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ «ΑΤΤΙΛΑΣ»
Με όποιους στρατιωτικούς όρους και εάν εξετάσει κάποιος το ζήτημα, η Τουρκία είχε οριστικά επικρατήσει τις πρώτες ημέρες της εισβολής. Δεν είχε, ωστόσο, επιτύχει τους στόχους της για την κατάληψη του ενός τρίτον της Κύπρου. Αυτό το έχανε κατά τη δεύτερη εισβολή (Αττίλας ΙΙ ) στις 14-16 Αυγούστου. Και πάλι προβάλλεται (από τους επικριτές της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας) προσχηματικά το επιχείρημα ότι η Ελλάδα δεν θέλησε να πολεμήσει εκείνη την ώρα.
Στα επιχειρήματα των επικριτών της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας δεν λαμβάνονται υπόψη βασικές παράμετροι της κατάστασης. Οι πολιτικές δυνάμεις είχαν μεν επιστρέψει στη διακυβέρνηση του τόπου, αλλά τα πράγματα συνέχιζαν να κινούνται επί ξηρού ακμής. Σημαντικό μέρος των αξιωματικών καραδοκούσε για να ανατρέψει το νέο πολίτευμα. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι το πρωί της 11ης Αυγούστου η κυβέρνηση (οι υπουργοί Εθνικής Αμύνης και Δημοσίας Τάξεως, Ευάγγελος Αβέρωφ και Σόλων Γκίκας) αποκάλυψαν και εξουδετέρωσαν απόπειρα πραξικοπήματος (πιθανόν και δολοφονίας τον Καραμανλή) που Θα εκδηλωνόταν το βράδυ της ίδιας ημέρας. Την ίδια εκείνη ημέρα, ο Καραμανλής, σε μια δραματική σύσκεψη με τη στρατιωτική ηγεσία, ανάγκασε τους αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων και Στρατού να απομακρύνουν τις ύποπτες για διενέργεια πραξικοπήματος στρατιωτικές δυνάμεις από το λεκανοπέδιο Αττικής.
Απείλησε μάλιστα ότε θα καλέσει τον λαό σε συλλαλητήριο - δηλαδή, έφτασε να απειλήσει με επανάσταση. 'Ήταν μόλις τρεις ημέρες πριν από τον δεύτερο «Αττίλα». Στην Κύπρο, το τουρκικό προγεφύρωμα είχε ενισχυθεί με 40.000 στρατιώτες, τεθωρακισμένα και βαριά πυροβόλα.
Στην Ελλάδα, η αποτυχία της επιστράτευσης είχε αποδιοργανώσει τον στρατό ξηράς. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα είχε δυνάμεις για να χάνουν μια καταδρομική επιχείρηση στην Κύπρο, αλλά όχι δυνάμεις για να νικήσουν σε έναν πόλεμο, στον οποίο μάλιστα η αεροπορική υπεροχή στην ίδια την Κύπρο ανήκε συντριπτικά στην Τουρκία. 'Ηδη πριν από τη δεύτερη τουρκική εισβολή, η στρατιωτική ηγεσία είχε τονίσει στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να χάνει πόλεμο: η τουρκική υπεροχή εμφανιζόταν περίπου σε 3:1 στις δυνάμεις ξηράς ενώ ήταν μεγάλη και στην αεροπορία. Στο Ναυτικό υπήρχε ελληνική υπεροπλία, που δεν αναιρούσε πάντως τα άλλα στοιχεία. Τέλος, τα ανατολικά νησιά του Αιγαίου ήταν ανοχύρωτα, με ό,τι θα σήμαινε αυτό σε περίπτωση απευθείας σύγκρουσης των ελλαδικών με τις τουρκικές δυνάμεις στην Κύπρο.
Τί δυνατότητες είχε μια χώρα σε τέτοια κατάσταση; Δεν πρέπει να λησμονούνται τα στοιχεία αυτά και καλό είναι να αποφεύγονται ασκήσεις επί χάρτου που δεν βασίζονται σε πραγματικά δεδομένα. 'Όταν εκδηλώθηκε η τουρκική επίθεση το πρωί της 14ης Αυγούστου, ο Καραμανλής έδωσε εντολή να διενεργηθούν αεροπορικά πλήγματα από το Ηράκλειο και να επιτεθούν τα ελληνικά υποβρύχια στα τουρκικά πολεμικά πλοία. Οι στρατιωτικοί ηγέτες αντέτειναν ότι τέτοιες επιχειρήσεις θα είχαν πιθανότατα ως συνέπεια την απώλεια των ελληνικών οπλικών συστημάτων χωρίς να υπάρχει δυνατότητα να επηρεασθεί η πορεία των επιχειρήσεων. Σε μία ακόμη δραματική στιγμή, ο Αβέρωφ ζήτησε από τούς στρατιωτικούς να αποχωρήσουν και παρακάλεσε τον Καραμανλή να μη διαταχθεί κάτι που θα έδινε στους Τούρκους να καταστρέψουν ελληνικά όπλα και επομένως να αυξήσουν την υπεροπλία τους και στο Αιγαίο και στη Θράκη:
«Δυσφορών, ο πρόεδρος της Κυβερνήσεως συνεφώνησε και διετύπωσε αυστηράς επικρίσεις διότι όλα αυτά τα ανυπέρβλητα εμπόδια τα οποία ημείς οι πολιτικοί έχομε άλλοτε λάβει υπ' όψιν, δεν τα είχον προσφάτως λάβει υπ' όψιν στρατιωτικοί, οίτινες τα εγνώριζαν καλύτερα από ημάς)).
'Ήταν πραγματικά η στιγμή κατά την οποία οι άνθρωποι οι οποίοι είχαν συμβουλεύσει σύνεση από τη δεκαετία τον 1950 (και είχαν κατηγορηθεί για τούτο ως προδότες), τώρα έπρεπε να μαζέψουν τα συντρίμμια που είχαν δημιουργήσει οι κρημνοβάτες, οι ανεύθυνοι και οι τυχοδιώκτες.
Κατόπιν ο Καραμανλής ζήτησε να συγκροτηθεί μια μεραρχία και να σχηματιστεί νηοπομπή για τη μεταφορά της στην Κύπρο. Η Βρετανία, ως εγγυήτρια δύναμη, αρνήθηκε να προσφέρει προστασία σε αυτό το εγχείρημα. 0 Καραμανλής αποφάσισε να επιβιβαστούν στα πλοία ο ίδιος και ο Αβέρωφ, ώστε να διστάσουν οι Τούρκοι να τα πλήξουν. Αλλά μεραρχία έτοιμη δεν υπήρχε και χρειαζόταν μερικές ημέρες για να συγκροτηθεί. Η τουρκική εισβολή ολοκληρώθηκε μέσα σε δύο ημέρες, έως τις 16 Αυγούστου. Στην ίδια την Κύπρο, η ηρωική αντίσταση της ΕΛΔΥΚ, μαζί με ελληνικές κυπριακές δυνάμεις, απέτρεψε την κατάληψη της Λευκωσίας.
Για την αδιαφορία της Δύσης έναντι της δεύτερης τουρκικής εισβολής, ο Καραμανλής αποφάσισε και ανακοίνωσε, ήδη στις 14 Αυγούστου, την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ 1974;
Υπάρχουν και δεν εντοπίζονται μόνο στο στρατιωτικό επίπεδο. Το κύριο συμπέρασμα των γεγονότων από το 1963 έως το 1974 είναι ότε ο τυχοδιωκτισμός, η άγνοια των διεθνών δεδομένων και η προβολή μιας όμορφης εθνικής αδιαλλαξίας είναι, ίσως, αποδοτικά στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, αλλά στο διεθνές επίπεδο φέρνουν καταστροφή.
Το 1974 έγιναν εγκληματικά λάθη από τη χούντα του Ιωαννίδη, που έδωσαν στην Τουρκία το πρόσχημα να χάνει την εισβολή.
Παράλληλα, άφηναν την κυπριακή άμυνα αποδιοργανωμένη, ενώ η ελλαδική στο ανατολικό Αιγαίο ήταν ανύπαρκτη. Επιπλέον η χούντα οδήγησε σε μια αποτυχημένη επιστράτευση που αποδιοργάνωσε τον στρατό ξηράς και μηδένισε τες δυνατότητες ελληνικής στρατιωτικής αντίδρασης.
Και μετά έφταιγαν άλλοι... και ειδικά αυτοί πού είχαν προειδοποιήσει πως τούτος ο στρατηγικός επαρχιωτισμός, για μικρές χώρες στην πιο ταραγμένη περιοχή του κόσμου, θα μπορούσε να φέρει καταστροφή.
Η λύση για την Κύπρο από την αρχή βρισκόταν στην ένταξή της στον φυσικό της χώρο, δηλαδή στη Δύση. Η δυτική ταυτότητα της Κύπρου, μαζί με τη συνετή, συστηματική και ολοκληρωμένη παρακολούθηση των διεθνών δεδομένων είναι τα στοιχεία που μπορούσαν να την εξασφαλίσουν.
Η στρατιωτική αποτροπή διαδραματίζει, στο πλαίσιο αυτό, καθοριστικό ρόλο και πρέπει να υπάρχει και να είναι εμφανής. Αλλά είναι τούτο το σύνολο των δράσεων, μιας δυτικής χώρας, που Θα μπορούσε να την έχει προστατεύσει τότε και που την προστατεύει και τώρα.