Υπάρχει κάτι σπουδαιότερο από το διαβάζεις, για πρώτη φορά, ιστορικά στοιχεία τα οποία αναφέρονται την ίδια μέρα πριν από 50 χρόνια;

Από την οικογένεια ενός μεγάλου μαχητή της Αεροπορίας, του Αλέξανδρου Παπανικολάου, που διετέλεσε Αρχηγός ΑΤΑ, την περίοδο από 5-7-1971 έως 25-7-1973 και Αρχηγός ΓΕΑ από 25-11-1973 έως 23-1-1975, μου δόθηκε η ΑΠΟΡΡΗΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ Έκθεσή του. Πιθανόν στο παρελθόν να είχαν βγει, στα μέσα ενημέρωσης, κάποια από τα αναφερόμενα στην έκθεση.

Η έκθεση έχει τον τίτλο «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 25 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1973 – 24 ΙΟΥΛΙΟΥ 1974».

Επειδή οι μέρες του Ιουλίου που ζούμε φέρνουν στην μνήμη μας τα γεγονότα στην Κύπρο μας, πριν ακριβώς 50 χρόνια, επιλέχθηκαν οι ημερομηνίες 20, 21, 22, 23, 24 Ιουλίου, για τις οποίες η Έκθεση του Αρχηγού Α. Παπανικολάου αναφέρεται με λεπτομέρειες για τα γεγονότα όπως τα έζησε αυτός. Αντίστοιχα θα αναφερθούμε τις επόμενες ημέρες.

Η έκθεση «Υπεβλήθη εις τον πρόεδρον της κυβερνήσεως κ. Κων. Καραμανλήν και τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας κ. Ευάγ. Αβέρωφ την 20ην Σεπτεμβρίου 1974».

«Και την 12η Ιανουαρίου 1982 εις τον Πρωθυπουργόν και Υπ. Εθ. Αμύνης κ. Ανδρέα Παπανδρέου διά του Α/ΓΕΑ Αντιπτεράρχου κ. Ν. Κουρή».

Ο κ. Αρχηγός στην εισαγωγή του αναφέρει ότι «η παρούσα ανάλυσις αποσκοπεί εις την ιστορική τοποθέτηση μιας περιόδου η οποία, ως προηγηθείσα της τρεχούσης Ελληνο-τουρκικής κρίσεως και της κατά την διάρκεια ταύτης συντελεσθείσης κυβερνητικής μεταβολής, στοιχειοθετεί, το άμεσον φυσικόν υπόβαθρον, της κατά την καμπήν ταύτην της πορείας του Έθνους και παρουσίας της Ελληνικής Αεροπορίας. Κατά πόσον η περίοδος αύτη υπήρξεν ενισχυτική ή μη της δημιουργίας των απαραιτήτων προϋποθέσεων της παρουσίας ταύτης του Αεροπορικού Κλάδου των Ενόπλων Δυνάμεων της Χώρας επί των Εθνικών επάλξεων, δεν είναι του αναλύοντος να κρίνη. Επιδίωξίς του, εν προκειμένω, είναι η ανεπηρέαστος παράθεσις γεγονότων ως ακριβώς έζησαν ταύτα ο ίδιος και η Ελληνική Αεροπορία».

Η αυλαία του δράματος της Κύπρου ανοίγει με την ανατροπή του Μακαρίου από την Εθνοφρουρά στις 15 Ιουλίου 1974. «Την πρωίαν της 16ης Ιουλίου μεταβαίνω στο γραφείο του Στρατηγού Μπονάνου στον τρίτο όροφο του Αρχηγείου, συνήντησα τον Ταξίαρχο Ιωαννίδη, έξω από το γραφείο του αρχηγού συνομιλούντα με άλλους αξιωματικούς. Τους χαιρέτισα και ζήτησα από τον Ταξίαρχον Ιωαννίδη να ενημερωθώ επί των εξελίξεων στην Κύπρο. Ούτος εδήλωσε ότι «τα πάντα βαίνουν καλώς και ότι έπρεπε να ανατραπή ο Μακάριος για να μην χαθή η Κύπρος». Σε ερώτηση για το αν πρέπει να υπάρξει προετοιμασία, λήψη κατάλληλων μέτρων για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις του θέματος, ο Ιωαννίδης απήντησε ότι «ούτε οι Αμερικανοί, ούτε οι Τούρκοι επιθυμούν τον Μακάριο και ότι οι άλλοι αρχηγοί διατύπωσαν αρχικά αντιρρήσεις, ούτοι συμφώνησαν τελικώς επί του εγχειρήματος». «Περιττό να σημειωθεί ενταύθα οποίαν ανησυχίαν προκάλεσαν εις τον υποφαινόμενον οι εξελίξεις αυταί, αίτινες αποτέλουν συνέπειαν λήψεως και υλοποιήσεως τοιούτων αποφάσεων και δη εν αγνοία του».

«Η επιδείνωσις της κατάστασης ωδήγησε τον υποφαινόμενο εις το να εισηγηθεί εις τον στρατηγό Μπονάνο, την 18ην Ιουλίου την μεταστάθμευσιν των αεροσκαφών των προοριζομένων, συμφώνως των υφισταμένων σχεδίων δι υποστήριξιν του αγώνος εις Κύπρον, εις τα αεροδρόμια Ηρακλείου και Καστελλίου Κρήτης». Η στρατιωτική ηγεσία στην Ελλάδα συσκέπτεται, αναγνωρίζει το πρόβλημα, και ο Στρατηγός Μπονάνος στις 19 Ιουλίου, 19:00 συγκαλεί σύσκεψη Αρχηγών Κλάδων Ενόπλων δυνάμεων, συμμετείχε και ως εκπρόσωπος των ΗΠΑ ο κ. SISKO ο οποίος «θα ανεχώρει τας απογευματινάς ώρας δι΄ Άγκυραν μεταφέροντας τους χαιρετισμούς του εις τον Τούρκον Αρχηγόν Ενόπλων Δυνάμεων, συστήσει δε εις αυτόν όπως παύση τας φορτώσεις και εκφορτώσεις σκαφών». Αναφέρθηκαν οι κινήσεις της Τουρκίας και ο Αρχηγός Αεροπορίας όταν απεχώρησε συγκάλεσε σύσκεψη και ενημέρωσε όλους τους επιτελείς της Αεροπορίας να είναι σε ετοιμότητα για κάθε εξέλιξη.

20 ΙΟΥΛΙΟΥ 1974
«Την πρωίαν της 20ης Ιουλίου και περί ώραν 08:00, κατέφθασαν εις το γραφείο του Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων, εκτός των Αρχηγών των Κλάδων, και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Πρωθυπουργός και ο Ταξίαρχος Ιωαννίδης. Η εισβολή εις την Κύπρον είχεν αρχίσει δια βομβαρδισμών αεροσκαφών και ρίψεων αλεξιπτωτιστών δια αεροσκαφών και ελικοπτέρων. Περί την 08:30 ώραν κατάφθασεν εσπευσμένως εις το ως άνω γραφείο ο κ. SISKO, μόλις αφιχθείς εξ Άγκυρας τετά του Αμερικανού Πρέσβεως κ. TASCA. Ούτοι εζήτησαν απεγνωσμένως όπως αποφύγωμεν τον πόλεμον μετά της Τουρκίας, αναλογιζόμενοι τας συνέπειας. Ούτοι εδέχθησαν ότι η κατάστασις ήτο εξόχως κρίσιμος, υποστήριξαν όμως ότι τα πάντα ήτο δυνατόν να τακτοποιηθούν δια αυτοσυγκρατήσεως. Ήτο πράγματι αγωνιώδης η επιμονή τούτων όπως μη κηρύξωμεν τον πόλεμον κατά της Τουρκίας. Εις μίαν στιγμήν, ο Ταξίαρχος Ιωαννίδης, εγερθείς, ύψωσεν οργισμένος την φωνήν του και εκράυγασεν εις την Ελληνική ότι οι Αμερικανοί δεν είναι συνεπείς «μας εξηπάτησαν» και ότι δεν απομένει δια την Ελλάδα ουδέν έτερον πλην της γενικής επιστρατεύσεως και του πολέμου. Ούτος εξήλθε εκ του γραφείου εν αρχή, επανελθών μετ΄ολίγον, εξηγήσας ότι «έπαιξεν ολίγον θέατρον» δια να πιέσει του Αμερικανούς. Οι Αμερικανοί απεχώρησαν μετ΄ολίγον ενώ διετάσσετο γενική επιστράτευσις. Συγκεχυμέναι και αλληλοσυκρουόμεναι έφθασαν αι πληροφορίαι περί της καταστάσεως εις Κύπρον. Παρά τους βομβαρδισμούς των Τούρκων, γενική ήτο η εντύπωσις ότι η κατάστασις, δια την ημέραν εκείνην ηδύνατο να χαρακτηρισθή ως αισιόδοξος, εξετιμάτο δε υπό του Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων ότι κατά την νύκτα θα απέβαινεν υπέρ των Ελληνοκυπρίων διά της εκκαθαρίσεως όλων των θυλάκων και της νευραλγικής θέσεως του Αγίου Ιλαρίωνος. Σχετικώς ελήφθη απόφασις όπως κατά την νύκτα της 20ης προς την 21ην Ιουλίου εκτελεσθή επιχείρησις αερομεταφοράς μιας Μοίρας Καταδρομών διά τεσσάρων αεροσκαφών τύπου BOEING της Ολυμπιακής Αεροπορίας, απογειουμένων εκ του αεροδρομίου Μίκρας, μέσω του αεροδρομίου Σούδας. Η αποστολή αύτη εματαιώθη τελικώς εις το σκέλος του αεροδρομίου Σούδας, λόγω:

α. καθυστερήσεως της συγκεντρώσεως της μοίρας Καταδρομών εις αεροδρόμιον Μίκρας,
β. βλάβης ενός των αεροσκαφών, σημειωθήσης εις το αεροδρόμιο της Σούδας,
γ. αδυναμίας κατόπιν των ανωτέρω αντιξοότητων, εκτελέσεως της αποστολής, κατά την διάρκειαν της νυκτός, δεδομένου ότι μόνον υπό την κάλυψιν του σκότους ήτο δυνατή η αποφυγή της Τουρκικής Αεροπορίας.

Αργά κατά το εσπέρας της 20ης Ιουλίου, ο υποφαινόμενος προσπαθών να ταξινομήση τας σκέψεις του πρόεβει κατ΄ιδίαν εις αυτοκριτικήν επιδιώκων να εντοπίση την θέσιν του εντός της δραματικής καταστάσεως, εις ην είχε περιέλθη η Πατρίς. Και ενώ ουδεμίαν ανάμιξιν του ενετόπιζεν εις τα γεγονότα της Κύπρου, ανεζήτει να εντοπίση την εποχήν καθ΄ήν θα έδει ενδεχομένως να είχεν υποβάλει την παραίτησίν του εκ της θέσεως του Αρχηγού Αεροπορίας (απόφασιν εις ήν επανειλημμένως είχε καταλήξει, προ των γεγονότων, λόγω ουσιαστικής παρεμποδίσεως του εκ της προσφοράς, θετικών ίσως υπηρεσιών προς την Πατρίδα, πέραν των εις τον χώρον της Αεροπορίας υπ΄αυτού προσφερομένων), να προσδιορίση δε εάν και κατά πόσον μία τοιαύτη εκ μέρους του ενέργεια θα ήτο πράγματι η επιβεβλημένη. Συντόμως εν τούτοις, ο υποφαινόμενος κατέληξεν εις το συμπαίρασμα ότι ορθώς έπραξεν μη υλοποιήσας την περί παραιτήσεως απόφασίν του, διότι μία τοιαύτη εκ μέρους του ενέργεια προσελάμβανεν εις την συνείδησιν του, διαστάσεις εγκαταλείψεως «αποστολής εμπεπιστευμένης εις αυτόν υπό της Πατρίδος» και ουχί θέσεως προσφερεθίσης εις αυτόν υπό ατόμων και αρνήσεως δικαιώσεώς των υπ΄αυτής εναποτεθεισών εις το αξίωμά του προσδοκιών. Τέλος ανελογίσθη την υπεράνθρωπον τω όντι προσπάθειαν εις ήν ωδήγησεν ο ίδιος την Ελληνικήν Αεροπορίαν, προσπάθειαν ήτις απέδωσε μέχρι της στιγμής εκείνης καρπούς πέραν πάσης προσδοκίας, προσπάθειαν ήτις κατέστησεν την Ελληνικήν Αεροπορίαν καθ΄όλα έτοιμην να ανταποκριθή ανά πάσαν στιγμήν εις το κέλευσμα του καθήκοντος, και έκρινεν και διά τον λόγον τούτον την παραμονήν του, εκ των πραγμάτων επιβεβλημένην. Η θέσις του επομένως ήτο συγκεκριμένη, ήτο θέσις υπέρτατης έναντι της Πατρίδος ευθύνης, ιδιαιτέρως εις τας δυσχερείς ταύτας δι΄αυτήν στιγμάς».

21 ΙΟΥΛΙΟΥ 1974
«Την επομένην, Κυριακήν 21η Ιουλίου, η κατάστασις αντί βελτιώσεως εμφάνισεν επιδείνωσιν. Η Αεροπορία, από της εσπέρας της 19ης Ιουλίου, είχεν ανέλθη εις ύψιστον βαθμόν πολεμικής ετοιμότητας. Ήτο καθ΄όλα έτοιμη να θυσιασθή διά την Πατρίδα και κατά τοιούτον τρόπον ώστε η θυσία της αύτη να μην απέβαινεν επί ματαίω και να ήτο αντάξια των προσδοκιών του Έθνους και των ηρωικών του παραδόσεων. Κατά τας απογευματινάς ώρας της ημέρας εκείνης απεφασίσθη η αποστολή της μοίρας Καταδρομών εις Λευκωσίαν διά 15 μεταφορικών αεροσκαφών τύπου NORATLAS της Ελληνικής Αεροπορίας, κατά την διάρκεια της νυκτός της 21ης προς την 22αν Ιουλίου. Ο υποφαινόμενος προέβη προσωπικώς εις την παροχήν οδηγιών και κατευθύνσεων διά την εκτέλεσιν της αποστολής ταύτης, ήτις παρίστατο ανάγκη να διεξαχθή κατ’ ανορθόδοξον τρόπον εις λίαν χαμηλόν ύψος, των αεροσκαφών ιπταμένων μακράν των παραλίων της Τουρκίας, προς αποφυγήν εντοπισμού των υπό εχθρικών συσκευών RADAR και αντιμετωπίσεως αεροσκαφών αναχαιτίσεως. Προς τούτο επέβλεψε προσωπικώς και εις την επιλογήν των πλέον πεπειραμένων πληρωμάτων, και διέταξεν την εκδήλωσιν των απαραιτήτων ενεργειών διά την επιβεβαίωσιν της διαθεσιμότητος του διαδρόμου προσγειώσεως του αεροδρομίου Λευκωσίας, επί του οποίου εν τω μεταξύ είχον διανοιγεί κρατήρες συνεπεία βομβαρδισμών υπό Τουρκικών αεροσκαφών. Πέραν τούτων εζήτησεν εκ του Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων και απασών των εμπλεκομένων αρχών όπως ληφθούν μέτρα ίνα η αποστολή τηρηθή εν απολύτω μυστικότητι. Τα μέτρα ταύτα, δι’ ότι αφορά εις την Ελληνικήν Αεροπορία, διέταξε προσωπικώς ο ίδιος. Τέλος, αφού επιβεβαιώθη ότι κατά τας πρώτας νυκτερινάς ώρας ο διάδρομος προσγειώσεως είχεν όντως επισκευασθή, έδωσεν την εντολήν εκτελέσεως της αποστολής».

«Επρόκειτο περί μιάς αποστολής ήτις υπό του ξένου τύπου εχαρακτηρίσθη ως ηρωική, εν πολλοίς δε ως αποστολή αυτοκτονίας. Έν εκ των αεροσκαφών κατερρίφθη εις την περιοχήν της Λευκωσίας υπό αντιαεροπορικού πυρός της Εθνοφρουράς, διότι υπό τας συνθήκας πλημμελούς ελέγχου υπό τας οποίας ετέλουν τα τμήματά της δεν κατέστει δυνατόν να ενημερωθούν άπαντα επί της προσεγγίσεως των ημετέρων αεροσκαφών. Αποτέλεσμα της καταρρίψεως υπήρξεν η απώλεια των τεσσάρων μελών του πληρώματος και εικοσιοκτώ εκ των εικοσιεννέα επιβαινόντων ανδρών των δυνάμεων Καταδρομών. Εκ των λοιπών αεροσκαφών, τρία ακόμη βληθέντα υπό αντιαεροπορικού πυρός υπέστησαν βλάβες και μη δυνάμενα να απογειωθούν εκ νέου, ανετινάχθησαν εις το αεροδρόμιο της Λευκωσίας υπό φιλίων τμημάτων, κατόπιν διαταγής του υποφαινόμενου, διά να μην γίνουν αντιληπτά υπό του εχθρού ή εις την δυσμενεστέραν περίπτωσιν να μην περιέλθουν εις χείρας του. Τελικώς εκ των δεκαπέντε αεροσκαφών, άτινα έλαβον μέρος εις την επιχείρησιν ταύτην, επέστρεψαν τα ένδεκα, εάν δε ληφθή υπόψιν η κατάστασις των αεροσκαφών τούτων, τα οποία λόγω παλαιότητος περιορισμένην μόνον εγγύησιν επιτυχίας της όλης αποστολής ηδύνατο να παράσχουν, αντιλαμβάνεταί τις διατί η αποστολή εχαρακτηρίσθη ως τοιαύτη αυτοκτονίας. Σημειούται σχετικώς εις το σημείον τούτον ότι, ότε μετά τινάς ημέρας εγένετο σκέψις επαναλήψεώς της, η εν λεπτομερεία σχεδίασή της επί τη βάσει απάντων των υπεισερχομένων παραγόντων, αποκάλυψεν ότι οι πιθανότητες επιτυχίας διεξαγωγής της ανήρχοντο εις το χαμηλόν ποσοστόν ώστε εχαρακτηρίσθη σχεδόν αδύνατος. Σημειούται ωσαύτως ότι κατά την επομένην ελήφθη σήμα του Διοικητού των Βρεττανικών Δυνάμεων εις Κύπρον, δι΄ού εδηλούτο ότι εις περίπτωσιν επαναλήψεως τοιούτων πτήσεων, τα αεροσκάφη της Ελληνικής Αεροπορίας θα αναχαιτίζοντο υπό Βρεττανικών. Μία εισέτι απόδειξις της Βρεττανικής συμπαιγνίας εις το όλον εγχείρημα».

«Εν τω μεταξύ και πρό της διεξαγωγής της επιχειρήσεως ταύτης, περί ώραν 09:00, ο Στρατηγός Μπονάνος, επιστρέψας προφανώς εκ του γραφείου του Προέδρου της Δημοκρατίας, συνεκάλεσεν εις το γραφείον του σύσκεψιν Αρχηγών Κλάδων Ενόπλων Δυνάμεων και Υπαρχηγών των αντιστοίχων Αρχηγείων. Κατ΄αυτήν ανακοίνωσεν ευθέως ότι μετέφερεν απόφασιν βάσει της οποίας θα έπρεπεν να προχωρήσουμε εις σύρραξιν μετά της Τουρκίας και εζήτησεν να εκφραστούν αι σχετικαί απόψεις των παρισταμένων, αρχής γενομένης εκ των εκπροσώπων της Αεροπορίας».

«Ο υποφαινόμενος απήντησε πάραυτα ότι εφ΄όσον τούτο επιτάσσει το ύψιστον της πατρίδος συμφέρον, η Αεροπορία είναι καθ΄όλα έτοιμη. Άπαντα τα υπ΄αυτής διατιθέμενα αεροσκάφη, άτινα δύνανται να χρησιμοποιηθούν ως μαχητικά, απάντων των τύπων, είναι έμφορτα πυρομαχικών, τα δε πληρώματα, έχοντα πλήρη γνώσιν των λεπτομερειών της αποστολής των και των στόχων τους οποίους πρόκειται να προσβάλλουν, αναμένουν την διαταγήν απογειώσεως. Πέραν τούτων άπαντα τα αεροσκάφη λοιπών τύπων και τα αντίστοιχα πληρώματα είναι έτοιμα να φέρουν κατά τον πλέον αποτελεσματικόν τρόπον εις πέρας τας αποστολάς των, ως συμβαίνει και δι΄άπαντα ανεξαιρέτως τα λοιπά μέσα και προσωπικόν. Επιπροσθέτως δε άπαντα τα κέντρα επιχειρήσεων Αρχηγείων και Μονάδων τελούν εν υψίστη αναπτύξει και πλήρη λειτουργία. Εις το σημείον τούτο ο Αντιναύαρχος Αραπάκης ηρώτησεν τον υποφαινόμενον τι εννοεί λέγων ότι η Αεροπορία είναι έτοιμη προς πόλεμον και ποίο θα ήτο το αποτέλεσμα τούτου. Ο υποφανόμενος επανέλαβεν ότι είχεν είπει προηγουμένως προσθέσας ότι την κατάστασιν της Αεροπορίας είχεν πλειστάκις περιγράψει, εν πάσει λεπτομερεία, κατά το παρελθόν, προφορικώς και εγγράφως, είχεν δε προβή και σε εμπεριστατωμένην σύγκρισιν ταύτης προς τοιαύτην της Τουρκικής Αεροπορίας. Πρόσθεσεν ωσαύτως ότι, ως είχεν δηλώσει, η Ελληνική Αεροπορία έχει ανάγκη χρόνου δύο εως τεσσάρων ετών διά να προάγη την μαχητικήν αυτής ευρωστίαν, δια των υπό παραγγελίαν νέων αεροσκαφών και λοιπων μέσων, εις επίπεδα εγγυώμενα επιθυμητόν το αποτέλεσμα μιάς τοιαύτης συρράξεως. Κατά την στιγμήν όμως ταύτην, τελούσα ήδη εν μεγίστη αναπτύξει και επανδρώσει των μέσων τα οποία διαθέτει και εν πλήρη επανδρώσει και παρατάξει 17 έναντι των εν καιρώ ειρήνης 12 πολεμικών μοιρών, και εν πλήρη αραιώσει, είναι καθ΄όλα έτοιμη να ριφθή εις την μάχην και να αγωνισθή κατά τρόπον εξασφαλίζοντα τα μέγιστα δυνατά αποτελέσματα. Ο Αντιναύαρχος Αραπάκης έλαβεν εκ νέου τον λόγον ειπών ότι το Πολεμικόν Ναυτικόν δεν είναι εισέτι έτοιμον. Δύο αντιτορπιλλικά και δύο υποβρύχια ευρίσκονται εις τον Ναύσταθμον εν αδυναμία επανδρώσεως και κινήσεως. Ως δε πρόσθεσεν, δεν ενόμιζεν ότι είμεθα έτοιμοι προς πόλεμον πρό της παρελεύσεως ωρισμένου χρόνου, εθεώρει δε δυσχερή την διεξαγωγήν πολέμου. Εν συνεχεία τον λόγον έλαβεν ο Αντιστράτηγος Γαλατσάνος, ειπών ότι και ο Στρατός Ξηράς δεν ήτο έτοιμος προς πόλεμον. Αι δυνάμεις μας πρόσθεσεν και τα τεθωρακισμένα δεν έφθασαν ακόμη εις Έβρον, η επιστράτευσις τελεί εισέτι εν εξελίξει και απαιτούνται τουλάχιστον τρεις εισέτι ημέραι δια να ευρεθώμεν εν πλήρει ετοιμότητι. Ούτος δεν συμφώνησεν προς την άποψιν της καταφυγής εις σύρραξιν. Την αυτήν θέσιν και μάλιστα εις έντονον τόνον, υπεστήριξεν και ο Α΄ Υπαρχηγός του Αρχηγείου Στρατού, Αντιστράτηγος Επιτήδειος. Τελικώς η σύσκεψις έκλεισεν διά του γενικού συμπαιράσματος ότι δεν είμεθα έτοιμοι να προχωρήσουμεν εις σύρραξιν κατ΄εκείνην την στιγμήν και ότι απαιτούντο δύο έως τρεις ημέραι προετοιμασίας, ενώ η έκβασις της συρράξεως θα ήτο αμφίβολος».

22 ΙΟΥΛΙΟΥ 1974
«Την πρωίαν της Δευτέρας, 22ας Ιουλίου, η κατάστασις και πάλιν δεν ενεφάνιζε σημεία αισιοδοξίας. Αι Ελληνο-Κυπριακαί δυνάμεις παρά τας σημειωθείσας υπ’ αυτών επιτυχίας εις άλλα σημεία της νήσου, εις το στήριγμα Αγίου Ιλαρίονος και εις την Κυρήνειαν ουδέν ουσιαστικών είχον επιτύχει. Πέραν τούτου, ο εχθρικός βομβαρδισμός και γενικώς η πίεσις προσέλαβον εντατικώτερον ρυθμόν. Από της προηγουμένης, η Ελληνική Αεροπορία είχεν εκτιμήσει ότι εντός πέντε ωρών από της λήψεως σχετικής διαταγής θα ήτο εις θέσιν να επέμβη εις Κύπρον δι’ αεροσκαφών τύπου PHANTOM, κατά τρόπον εξασφαλίζοντα την αποτελεσματικήν αυτών δράσιν εναντίον του εχθρού, αλλά και την μεγίστην δυνατότητα επιστροφής των, δεδομένης της τεράστιας σημασίας ήν τα αεροσκάφη ταύτα ενείχον εις περίπτωσιν γενικής μετά της Τουρκίας συρράξεως. Σημειούται ενταύθα ότι τα εν λόγω αεροσκάφη σταθμεύοντο εις τα αεροδρόμια Ανδραβίδας και Τανάγρας, βάσει σχεδίων αντιμετωπίσεως Τουρκικής ενέργειας κατά της Χώρας και έχοντα συγκεκριμένας ως εκ τούτου αποστολάς, ώφειλον να μετασταθμεύσουν και επανεξοπλισθούν εις το αεροδρόμιον Ηρακλείου, μη δυνάμενα, λόγω αποστάσεως, να φέρουν εις πέρας μίαν τοιαύτην αποστολήν εκ των αρχικών αυτών θέσεων. Σημειούται επίσης ότι μόνον εις τας αρχικάς αυτάς θέσεις διετίθετο κατάλληλα μέσα και προσωπικόν ειδικώς εκπαιδευμένον διά την εξυπηρέτησιν των τελείως νέων τούτων οπλικών συστημάτων. Εντεύθεν και η ανάγκη πενταώρου περίπου απαιτήσεως προετοιμασίας διά την ανάληψην τοιαύτης αποστολής. Το καταστρωθέν σχέδιον δράσεως προέβλεπεν την αποστολήν επτά συνολικώς αεροσκαφών τύπου PHANTOM τεσσάρων χρησιμοποιουμένων εις ρόλον προσβολής και τριών εις τοιούτον καλύψεως, δι’ εξασφάλισιν της επιβιώσεως απάσης της δυνάμεως εκ της εχθρικής αντιδράσεως. Περαιτέρω, το σχέδιον προέβλεπε την μετάβασιν των αεροσκαφών εις την νήσον εις μέγα ύψος, την προσβολήν του έξωθι του λιμένος της Κυρύνειας ευρισκομένου Τουρκικού στόλου, εν συνεχεία δε την επιστροφήν των, διεξαγωμένην επίσης εις μεγάλον ύψος. Ούτω έχοντος του σχεδίου επεμβάσεως των αεροσκαφών PHANTOM, εδόθη εντολή μετασταθμεύσεως εις αεροδρόμιον Ηρακλείου την 08:00 ώραν. Τα αεροσκάφη εξεφορτώθησαν πάραυτά των όπλων διά των οποίων θα εξετέλουν την, βάσει του σχεδίου γενικής συρράξεως, αποστολήν των και ήρχισαν απογειούμενα διά το αεροδρόμιον Ηρακλείου, ένθα ευθύς άμα τη προσγειώσει των, ήρχισαν επανεξοπλιζόμενα δια την εκτέλεσιν της νέας, ειδικής αυτών αποστολής. Η κρίσιμος στιγμή, κατά την οποίαν απαιτείτο η επέμβασις της Αεροπορίας, είχε προσδιορισθή μεταξύ 11:00 και 13:00 ώρας. Λόγω όμως ελλείψεως επαρκούς πείρας του προσωπικού δεν κατέστη δυνατή η προετοιμασία των αεροσκαφών άτινα προορίζοντο να διαδραματίσουν ρόλον βομβαρδιστικών εντός του αρχικώς εκτιμηθέντος πενταώρου, το οποίον εκ των πραγμάτων απεδεικνύουο ότι θα έδει να ήτο εξάωρον ή επτάωρον. Πέραν τούτου, κατά την προσγείωσιν εις το αεροδρόμιον του Ηρακλείου, εν των αεροσκαφών, άτινα προωρίζοντο να διαδραματίσουν ρόλον καλύψεως (;;;;;;;) και είχον απογειωθεί εκ του αεροδρομίου της Τανάγρας, ένθα ενίσχυον την εκεί σταθμεύουσαν δύναμιν αναχαιτήσεως, υπέστη ατύχημα, συνεπεία σφάλματος του χειριστού, επι του διαδρόμου προσγειώσεως, τον οποίον έθεσεν εκτός ενεργείας. Ούτω ότε μεταξύ 13:00 και 14:00 ώρας, κατέστη δυνατή η πλήρης προετοιμασία ωρισμένων των αεροσκαφών τούτων δεν καθίστατο δυνατή η απογείωσίς των και διά τον επιπρόσθετον λόγον της καταστασεως του διαδρόμου προσγειώσεως. Κατόπιν των ανωτέρω αντιξοοτήτων, μία επιχείρησις ήτις εις την συνήδεισιν απάντων των πυκνούντων τας τάξεις της Ελληνικής Αεροπορίας, εκπροσωπούσης κατά την στιγμήν εκείνην ολόκληρον το Έθνος, θα απετέλει μοναδικήν ευκαιρείαν αποδείξεως του ανυπέρβλητου σθένους της Ελληνικής ψυχής, εματαιούτο και δη τόσον αδόξως. Υπο το κράτος τοιούτων συναισθημάτων και διαβλέπον εκ των συνεχώς επαφών, ας είχον διά την παρακολούθησιν της πορείας προετοιμασίας της εν λόγω επιχειρήσεως, την αποστέρησιν της Ελληνικής Αεροπορίας της δυνατότητος παροχής βοηθείας εις τους μαχομένους εις Κυρήνειαν αδελφούς, καθ΄ήν στιγμήν η βοήθεια αύτη θα ήτο τόσον δι’ αυτούς ζωτική, ο υποφαινόμενος, περί ώραν 10:00. Προέβη εις παραστάσεις προς τον Στρατηγόν Μπονάνον, τη συνεργασία του οποίου απεφασίσθη η εκ του αεροδρομίου Καστελλίου αποστολή 12 αεροσκαφών τύπου F-84F διά την προσβολήν του Τουρκικού στόλου. Η αποστολή αύτη θα απετέλει επίδειξιν υπέροχου ηρωισμού, δεδομένου ότι τα αεροσκάφη ταύτα, λόγω παλαιότητος, σοβαρών εκ ταύτης περιορισμών ευελιξίας, χαμηλων επιδόσεων, και ελλείψει καυσίμου, θα εξετίθετνο εις την όρασιν της εχθρικής αεροπορίας, μετά δε την προσβολήν του εχθρικού στόλου, όσα εξ αυτών θα κατώρθωνον να επιβιώσουν θα ήσαν υποχρεωμένα ή να προσγειωθούν εις Βρεττανικά αεροδρόμια της νήσουν ή να εγκαταληφθούν. Και όμως εισηγούμενος την εκτέλεσιν της αποστολής ταύτης, ο υποφαινόμενος εξεπροσώπει σύσσομον την Ελληνικήν Αεροπορίαν αλλά και την φωνήν της Πατρίδος, την φωνήν των εν αγανακτήσει τελούντων τέκνων της και την καθολικήν αυτών επιθυμίαν όπως αντί πάσης θυσίας έλθουν αρωγοί εις τους δεινώς δοκιμαζομένους αδελφούς των. Κατόπιν της συμφώνου γνώμης και του Στρατηγού Μονάνου, ο υποφαινόμενος, μεταξύ 11:00 και 12:00ώρας, έδωσεν δις την διαταγήν απογειώσεως των αεροσκαφών, δις δε ακύρωσεν ταύτην, κατόπιν εντολής του Προέδρου της Δημοκρατίας, όστις, ενημερούμενος εις εκάστην περίπτωσιν υπό του Στρατηγού Μπονάνου, δεν ένέκρινε την εκτέλεσίν της, εκτιμών ενδεχομένως την κατάστασιν βάσει πλειόντων στοιχείων. Τελικώς, η Κυρήνεια κατέρευσεν περί ώραν 14:00 ότε, συμφώνως προς την απόφασιν του Συμβουλίου Ασφαλείας, θα έδει να είχον καταπαύσει αι εχθροπραξίαι. Ως γνωστόν, οι Τούρκοι είχον θέσει ως ώραν καταπαύσεως του πυρός, από ιδικής των πλευράς την 18:00.»

«Περί ώραν 20:00 της ιδίας ημέρας, ο υποφαινόμενος μετάβη μετά των άλλων Αρχηγών εις το γραφείον του Προέδρου της Δημοκρατίας, ένθα προσήλθον και ο Πρωθυπουργός, ο Υπουργός Εξωτερικών και ο Ταξίαρχος Ιωαννίδης. Κατά την επακολουθήσασαν σύσκεψιν, κατεβήθη μάταιος προσπάθεια ανταλλαγής απόψεων επί της καταστάσεως. Η Ελλάς απεδέχθη την περί συσκέψεως εις Γενεύην πρότασιν. Παραλλήλως εκ Κύπρου περιήρχοντο πληροφορίαι περί επικείμενης αλώσεως της Λευκωσίας. Εν μέσω καταθλιπτικής και εξόχως δραματικής ατμόσφαιρας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εζήτησε παρά του Υπουργού Εξωτερικών όπως επικοινωνήση τηλεφωνικώς μετά του Αμερικανού Πρέσβεως και αιτήση μέσω αυτού την επέμβασιν του Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ. Πράγματι ο κ. Κυπραίος ήλθεν εις τηλεφωνικήν μετά του κ. TASCA επαφήν, περί ώραν 22:00 και προσπάθησε να μεταφέρη εις τούτον, εις την Αγγλικήν, τας οδηγίας του Προεδρου της Δημοκρατίας. Αμέσως σχεδόν μετά το πέρας της τηλεφωνικής επαφής, ο κ. Κυπραίος ανεχώρησεν προκριμένου, ως είπεν, να μεταβή εις το γραφείον του δι’ ετέραν σοβαράν απασχόλησιν. Ομοίως, ενεχώρησεν αμέσως και ο Πρωθυπουργός διά το γραφείον του, ένθα, ως είπεν, τον ανέμενον Υπουργοί.

Η αναχώρησις αυτή του κ. Ανδρουτσοπούλου απετέλεσεν και την απαρχήν νέων πολιτικών εξελίξεων ως τουλάχιστον, έζησεν ταύτας ο υποφαινόμενος. Τελών εν καταπλήξει εκ της παρακολουθήσεως της από τηλεφώνου συνομιλίας των κ.κ. Κυπραίου και TASCA, εστράφη προς τον Πρόεδρον της Δημοκρατίας και εις έντονον ύφος παρετήρησεν. «Με συγχωρείται Κύριε Πρόεδρε. Δεν γνωρίζω άριστα την Αγγλικήν γλώσσαν αλλά και με αυτά τα Αγγλικά τα οποία γνωρίζω, αντελήφθην ότι ο κ. Κυπραίος δεν ηδυνήθη να μεταφέρει εις τον κ. TASCA ότι του εζητήσατε να μεταφέρη. Τα Αγγλικά του είναι πάρα πολύ πτωχά και ενώ άλλα του είπατε, ούτος άλλα έλεγεν και άλλα ενόει. Είμαι δε βέβαιος ότι ο κ. TASCA δεν ενόησεν ότι του ελέχθη και απλώς απήντησεν εις τον κ. Κυπραίον δι ενός Ο.Κ. Πως είναι δυνατόν να μεταβώμεν εις την Γενεύην κατ’ αυτήν την τραγικήν φάσιν της Ιστορίας μας με Υπουργόν Εξωτερικών ο οποίος δεν γνωρίζει, την πολιτικήν, την Διπλωματίαν και την Αγγλικήν γλώσσαν;» Εις το σημείον τούτο ο Ταξίαρχος Ιωαννίδης εκραγείς διέκοψεν τον υποφαινόμενον λέγων. «Τον κατενόησεν ο TASCA. Και εμένα με καταλαβαίνουν οι Αμερικανοί». Ο υποφαινόμενος όμως του απήντησεν. «Πότε σας καταλαβαίνουν κ. Ταξίαρχε; Όταν τους ομιλήτε Ελληνικά;» Στραφείς δε εν συνεχεία προς τον Αντιναύαρχον Αραπάκην είπεν. « Κύριε Αραπάκη επειδή οι άλλοι κύριοι δεν γνωρίζουν Αγγλικά και ας με συγχωρήσουν διότι το αναφέρω, σε παρακαλώ να διαψεύσης ή να επιβεβαιώσης αυτά τα οποία είπον διά τον κ. Κυπραίον, εσύ ο οποίος γνωρίζεις Αγγλικά». Ο Αντιναύαρχος Αραπάκης προς στιγμήν εδίστασεν να λάβη θέσιν αλλά τότε ο υποφαινόμενος επενέβη και εν οργή προσέθεσεν. «Κύριε Αραπάκη απαντήσατε ευθέως. Αντελήφθητε τι έλεγεν ο κ. Κυπραίος; Γνωρίζει Αγγλικά διά να μεταβή εις την Γενεύην»; Και ο Αντιναύαρχος Αραπάκης συνεφώνησεν τελικώς δι’ όλα όσα είχεν είπει ο υποφαινόμενος διά τον κ. Κυπραίον. Εν τω μεταξύ, πρό της αναχωρήσεως των Αρχηγών διά το γραφείον του Προέδρου της Δημοκρατίας και καθ’ όν χρόνον ευρίσκοντο άπαντες εις το γραφείον του Αρχηγού Ενόπλων Δυνάμεων, κατά τας απογευματινάς ώρας συσκεπτόμενοι μετά την είδησιν της πτώσεως της Κυρήνειας, είχεν επιτευχθή μεταξύ των εν είδος σιωπηράς συμφωνίας. Συνεφωνήθη ότι παρίστατο ανάγκη λήψεως αποφάσεως, ουδείς όμως προέτεινεν τι, εν προκειμένω. Συνεφωνήθη πάντως, όπως οι Αρχηγοί παραμείνουν ηνωμένοι και αντιμετωπίσουν από κοινού την κατάστασιν, έδωσαν δε άπαντες επ’ αυτού τον λόγον εις τον Στρατηγό Μπονάνον»…

23-24 ΙΟΥΛΙΟΥ 1974 – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ
«Την πρωίαν της Τρίτης, 23ης Ιουλίου, περί ώραν 08:00 άπαντες οι Αρχηγοί συγκεντρώθησαν εκ νέου εις το γραφείον του Στρατηγού Μπονάνου. Μετά σύντομον ανασκόπησιν της καταστάσεως, ο Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων ανεχώρησεν διά το Γραφείον του Προέδρου της Δημοκρατίας, εζήτησεν δε όπως οι Αρχηγοί των Κλάδων αναμείνουν τηλεφωνικήν αυτού ειδοποίησιν ίνα μεταβούν και εκείνοι εκεί. Πράγματι περί ώραν 09:15 άπαντες ευρίσκοντο εις το Γραφείον του Προέδρου της Δημοκρατίας. Κατά την επακολουθήσασαν συζήτησιν, και ενώ είχον ανταλλαγή ωρισμένοι αόριστοι απόψεις χωρίς να έχη προταθή παρ’ ουδενός τι το συγκεκριμένον, εισήλθεν εις το γραφείον του Προέδρου της Δημοκρατίας ο Ταξίαρχος Ιωαννίδης και εκάθησεν εις το αριστερόν του υποφαινόμενου. Και πάλιν εσυνεχίσθη επ΄ολίγον η αποφυγή υφ’ απάντων διατυπώσεως συγκεκριμένης τινός προτάσεως, ότε ο υποφαινόμενος υπό το κράτος εντόνου εξάρσεως και εν απολύτω πεποιθήσει ότι εξεπλήρουν Εθνικό χρέος εστράφη προς τον Ταξίαρχον Ιωαννίδην και εν πλήρει πνευματική διαυγεία είπεν εις αυτόν:

«Κύριε Ταξίαρχε, σας εγνώρισα δια πρώτην φοράν κατά την 28ην Νοεμβρίου 1973. Έλαβον μέρος εις την μεταβολήν δια το καλόν της Πατρίδος. Δεν είμαι εις θέσιν να εκτιμήσω τι καλόν επράξατε δι αυτόν τον τόπον, πρέπει όμως να παραδεχθείτε ότι επράξατε και κακόν. Έχετε κάνει λάθος εκτιμήσεως και κατ’ αυτήν την στιγμήν η Πατρίς ευρίσκεται εις τραγικήν θέσιν. Λέγων όλα αυτά, γνωρίζω ότι είναι δυνατόν να σας προκαλέσω να σύρετε το περίστροφόν σας και να με φονεύσετε. Όμως εν ονόματι των παιδιών μου, και εννοώ κυρίως τα παιδιά μου που είναι κατά την στιγμήν αυτήν δεμένα μέσα στα αεροπλάνα, και εν ονόματι όλων των στρατευμένων παιδιών μας και ολοκλήρου της Πατρίδος, σας παρακαλώ να μας αφήσετε ησύχους να ίδωμεν πώς να εξέλθωμεν από το αδιέξοδον και να προλάβωμεν μεγαλύτερα δεινά. Σας παρακαλούμεν όλοι να μας αφήσετε».

«Ευθύς ώρα το πέρατι των λόγων του υποφαινόμενου, ο Ταξίαρχος Ιωαννίδης ηγέρθη, εφόρεσεν το πηλίκιον του και στραφείς προς τον υποφαινόμενον είπεν: «Δε γνωρίζει καλά ποιος είμαι ο κ. Αρχηγός της Αεροπορίας, αλλά αφού βλέπω ότι όλοι σας συμφωνείτε, δεν έχω θέσιν ανάμεσα σας και φεύγω».

Ενώ εξήρχετο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του είπεν: «Στάσου, πρέπει να βοηθήσεις». Και εκείνος απήντησεν: «Καλά. Δε θα αντιδράσω».

Τότε ο υποφαινόμενος παρενέβη και πάλιν προσθέσας: «Κύριε Ταξίαρχε, πρέπει να διατάξετε τους ανθρώπους σας να πειθαρχήσουν εις ότι αποφασίσωμεν».

Επ΄αυτού ανέμεναν άπαντες, και αυτός, προ της έδρας της εξόδου, απήντησεν:
«Καλώς, θα πράξω τούτο». Και χαιρετήσας στρατιωτικώς ανεχώρησεν.

Ακολούθως άπαντες συνεφώνησαν ότι έπρεπε να αιτηθεί η βοήθεια των Πολιτικών προσωπικοτήτων, τους οποίους ανέλαβον να καλέσει δια την 14:00 ώραν ο Διευθυντής του γραφείου του Προέδρου της Δημοκρατίας. Κατά την διάρκειαν της φάσεως ταύτης της συζητήσεως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εδήλωσεν ότι επιθυμεί να παραιτηθή ώστε να διευκολύνει την κατάστασιν. Διάθεσιν παραιτήσεως εξεδήλωσεν και ο Αρχηγός του Στρατού και μάλιστα μετ’ ιδιαιτέρας επιμονής. Υπό των υπολοίπων, όμως, ελέχθη εις αυτούς ότι η στιγμή δεν ήτο κατάλληλος δια τοιαύτας ενεργείας, ούτε διά καταλογισμόν ευθυνών. Ετονίσθη δε εις αυτούς ότι άπαντες ανεξαιρέτως έχουν ευθύνην έναντι της Πατρίδος, και ότι παρίστατο ανάγκη να παραμείνουν εις τας θέσεις των, τουλάχιστον, μέχρις ότου εξήρχετο η χώρα εκ του αδιεξόδου.
Αύτη ήτο και η κατάληξις της συσκέψεως, μετά την οποίαν, ενώ οι Αρχηγοί μετέβησαν εις τα Αρχηγεία τους δια να προετοιμάσουν τους Αξιωματικούς ταύτων και τους Διοικητάς των Μεγάλων Μονάδων των τριών Κλάδων επί της επικειμένης μεταβολής, μερίμνη του γραφείου του Προέδρου της Δημοκρατίας προσεκαλούντο αι πολιτικαί προσωπικότητες δια την 14:00 ώραν».

ΣΥΝΑΝΤΗΣΙΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΩΝ
«Οι Αρχηγοί επέστρεψαν εις το Γραφείον του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά την προκαθωρισθείσαν ώραν, μετά δε ολιγόλεπτον επαφήν του Στρατηγού Γκιζίκη μετά των πολιτικών προσωπικοτήτων, εκλήθησαν εις μετ΄αυτών σύσκεψιν. Κατά την σύσκεψιν ταύτην εκτός των Αρχηγών και του Προέδρου της Δημοκρατίας, παρέστησαν οι κ.κ Αθανασιάδης – Νόβας, Κανελλόπουλος, Στεφανόπουλος, Μαρκεζίνης, Μαύρος, Αβέρωφ, Ζολώτας, Γαρουφαλιάς, ως και ο Διευθυντής Γραφείου του Προέδρου της Δημοκρατίας Συνταγματάρχης Μπραβάκος. Ατυχώς ουδείς ετήρει πρακτικά, πλην ωρισμένων εκ των πολιτικών ανδρών, οίτινες ετήουν σποραδικάς σημειώσεις, και του υποφαινόμενου όστις ετήρει μάλλον λεπτομερείς τοιαύτας. Έν αρχή, ο στρατηγός Γκιζίκης επανέλαβεν την πρόθεσιν των Ενόπλων Δυνάμεων όπως παραδώσουν την διακυβέρνησιν της Χώρας, της οποίας ήσαν αι εγγυήτριαι, εις τους πολιτικούς άνδρας, αποσυρόμενοι εις τα κύρια αυτών καθήκοντα. Ούτως επανέλαβεν, ωσαύτως, την επιθυμίαν του όπως παραιτηθή, και ηττήσατο παρά των πολιτικών ανδρών όπως σχηματίσουν Κυβέρνησιν και αναλάβουν ούτοι την ευθύνην της πορείας της Χώρας».

«Ακολούθως, πρωτοστατούντος του κ. Αβέρωφ, όστις υπήρξεν ιδιαιτέρως κατηγορηματικός, ωμίλησαν ο εις μετά τον άλλον οι πολιτικοί άνδρες, αιτήσαντες όπως ενημερωθούν περί της εν προκειμένω θέσεως του Ταξιάρχου Ιωαννίδη, ως και εί του κατά πόσον οι Αρχηγοί ηδύναντο να εγγυηθούν περί της πειθαρχίας των Κλάδων εις τας εντολάς των. Υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας εδηλώθη εις τους πολιτικούς άνδρας ότι ο Ταξίαρχος Ιωαννίδης δεν θα αναμιχθή. Υφ΄εκάστου δε των Αρχηγών, ότι οι Κλάδοι τελούν υπό τον απόλυτον αυτών έλεγχον. Τελευταίος ομίλησεν ο υποφαινόμενος, όστις μετά την δήλωσιν του περί απολύτου πειθαρχίας και υπακοής της Αεροπορίας, προσέθεσεν:

«Κύριοι, επειδή συμβαίνει να είμαι νεότερος εις ηλικίαν εις την σύσκεψιν ταύτην, θα παρεκάλουν να μοι επιτρέψητε να ομιλήσω ολίγον περισσότερον. Έζησα και εγώ την αταξίαν της Χώρας μας κατά τα τελευταία έτη. Θα ήθελα όμως να επισημάνω ότι τα σφάλματα δεν αρχίζουν από την 21ην Απριλίου1967. Υπήρξεν η προ της ημέρας εκείνης περίοδος η οποία επέτρεψεν την δημιουργίαν της 21ης Απριλίοιυ. Συνεπώς, ουδείς δύναται να εντοπίση από πότε αρχίζουν τα σφάλματα μας. Θα έλεγα ότι αρχίζουν εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, από τότε που υπάρχουν Έλληνες. Ενώ δε ημείς δηλούμεν και υποσχόμεθα ότι θα πειθαρχήσουν οι Κλάδοι μας, θα πρέπει και υμείς, πριν εγερθήτε από αυτό το τραπέζι, πριν εξέλθητε από αυτήν την πόρτα, να υποσχεθήτε ότι θα πράξητε ότι επιβάλλεται δια την Πατρίδα, ώστε να προχωρήσεις εις ορθήν πορείαν και ότι δεν θα επιτρέψητε ποτέ να υπάρξη πάλι μια 21η Απριλίου. Ο παρακαθήμενος του υποφαινομένου κ. Αθανασόπουλος-Νόβας ανεφώνησεν εις το σημείον τούτο: «Πέστα παιδάκι μου. Έτσι είναι. Μυαλό δε βάζουμε».

«Μετά ταύτα επικολούθησεν συζήτησις καθ΄ ήν προετάθη ως λύσις ο σχηματισμός Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος, τη συμμετοχή είτε απόντων, είτε μέρους των παρισταμένων πολιτικών ανδρών, άπαντες δε ενεφανίζοντο μάλλον αποδεχομένοι μιαν Κυβέρνησιν των κ.κ. Κανελλόπουλου- Μαύρου, τη εξαιρέσει του κ. Αβέρωφ, όστις ευθύς αμέσως έθεσεν επί τάπητος την λύσιν Καραμανλή ως μοναδικήν διέξοδον.

Συγκεκριμένως, ο κ. Αβέρωφ είπεν ότι παρά την εκτίμησιν ήν τρέφει προς τους προαναφερθέντας, δια μιας λύσεως Καραμανλή θα αντιμετωπίζετο αποτελεσματικότερον το Εθνικόν μας θέμα, λόγω του κύρους και της προϊστορίας του ανδρός. Κατέληξεν δε δηλώσας ότι, ως πιστεύει, ο κ. Καραμανλής θα εδέχετο να αναλάβη την ιστορικήν ευθύνην της διακυβερνήσεως της Χώρας εις τοιαύτας δύσκολους στιγμάς. Ο Στρατηγός Γκιζίκης απήντησεν εις τον κ. Αβέρωφ ότι δεν έχει αντίρρησιν, πλην η κατάστασις είναι εξαιρετικώς επείγουσα. Ο κ. Καραμανλής απουσιάζει. Η Χώρα στερείται Κυβερνήσεως από της πρωϊας. Δεν γνωρίζομεν εάν ο κ. Καραμανλής επιθυμή να αναλάβη την Κυβέρνησιν. Πως θα επιστρέψη;

Κατά την φάσιν ταύτην των συζητήσεων, δεν ήλλαξεν η αρχική άποψις της λύσεως Κανελλόπουλου-Μαύρου, περί ώραν δε 17.00, οι πολιτικοί άνδρες ανεχώρησαν δια την διενέργειαν ιδιαιτέρων συνομιλιών.

Ο κ, Αβέρωφ, όμως επανήλθεν αμέσως εις το Γραφείον του Προέδρου της Δημοκρατίας και επέμεινεν και πάλιν επί της λύσεως Καραμανλή. Του εζητήθη τότε υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας και των Αρχηγών, να τηλεφωνήση εις τον κ. Καραμανλή. Τούτο εγένετο αμέσως εκ του γραφείου του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο κ. Καραμανλής δεν ανευρέθη εις την οικίαν του, ευρέθη όμως εις ετέραν οικίαν. Μετά τας πρώτας εξηγήσεις του κ. Αβέρωφ, του ωμίλησεν από του τηλεφώνου ο Στρατηγός Γκιζίκης, όστις και του ανέπτυξεν την κατάστασιν και το επιβεβλημένον της επιστροφής του.

Εις το σημείον εκείνο ο υποφαινόμενος αντελήφθη ότι κ. Καραμανλής διετήρει ενδοιασμούς ως προς τον τρόπον της επιστροφής του. Τότε εζήτησεν το τηλέφωνον παρά του Στρατηγού Γκιζίκη και ομιλών δια δυνατής φωνής, εις τον κ. Καραμανλήν, είπεν:

«Κύριε Πρόεδρε, σας ομιλεί ο Αρχηγός της Αεροπορίας, Αντιπτέραρχος Παπανικολάου. Σας παρακαλώ και εγώ. Είναι ανάγκη να επιστρέψητε απόψε εις την Πατρίδα δια να βοηθήσητε».
Επειδή ο κ. Καραμανλής διετήρει ακόμη ενδοιασμούς, ύψωσεν περισσότερον τον τόνον της φωνής του και επέμεινεν εις την άμεσον επιστροφήν του.

Ο κ. Καραμανλής είπεν τότε: «Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Πώς να έλθω αυτήν την ώραν;»
Ο υποφαινόμενος όμως εσυνέχισεν:

«Πρέπει να έλθετε. Μόλις κλείσετε το τηλέφωνον, θα τηλεφωνήσετε εις τον Έλληνα Πρέσβυν, και θα γνωρίσετε εις αυτόν το σημείον εις το οποίον θα ευρίσκεσθε. Μετά μίαν ώραν, αφού θα έχετε ετοιμάσει την βαλίτσα σας, θα έλθη να σας πάρη αυτοκίνητον δια να σας μεταφέρη εις το αεροδρόμιον. Όλα τα άλλα θα τα ρυθμίσω μετά της Πρεσβείας, η οποία θα υπενοικιάσει αεροσκάφος δια να σας φέρει απόψε εδώ».

Τελικώς ο κ. Καραμανλής εδέχθη. Μετά το πέρας της συνομιλίας του μετά του κ. Καραμανλή, ο υποφαινόμενος εκάλεσεν τον Πρέσβυν κ. Καβαλιεράτον, εις Παρισίους, και του έδωσεν οδηγίας. Του εζήτησεν να προβή εις υπενοικίασιν αεροσκάφους της AIRFRANCE, να αιτήσει παρά του πληρώματος όπως καταβάλη πάσαν προσπάθειαν ώστε η πτήσις δι’ Αθήνας να εκτελεσθή μετά της μεγαλυτέρας δυνατής ταχύτητος, να αναμένη δε τηλεφώνημα του κ. Καραμανλή.

Τελικώς, ως γνωστόν, ο κ. Καραμανλής έφθασεν ενταύθα δι΄αεροσκάφους το οποίον διέθεσεν ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας.

Εν τω μεταξύ, από της 21.00 ώρας μέχρι της 24:00 (περίπου) και ενώ ανεμένετο η άφιξις του κ. Καραμανλή, ανεπτύχθη έντονος διπλωματική δραστηριότητα εκ μέρους των κ.κ. Κανελλόπουλου, Μαύρου και Αβέρωφ, μέσω τηλεφωνικών επαφών των μετά Πρέσβεων και προσωπικοτήτων διαφόρων Χωρών, των οποίων εζητήθη η επέμβασις προς αποφυγήν σφαγών και διώξεων εις Κύπρον, ιδιαιτέρως δε εις Λευκωσία. Εν τω πλαισίω των ανωτέρων προσπαθειών, εκλήθησν εις το γραφείον του Προέδρου της Δημοκρατίας, οι Πρέσβεις των ΗΠΑ, της Μ. Βρεττανίας και της Γερμανίας, οίτινες και εξεδήλωσαν πάραυτα ενεργείας προς τας Κυβερνήσεις των.»

ΑΦΙΞΙΣ κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ
«Ο κ. Καραμανλής αφίχθη εις το γραφείον του Προέδρου της Δημοκρατίας, περί ώραν 03:10 της 24ης Ιουλίου. Αμέσως επραγματοποιήθη σύντομος αυτού ενημέρωσις επί της καταστάσεως. Παρεσχέθησαν εις αυτόν, εκ νέου, διαβεβαιώσεις εκ μέρους των Αρχηγών εις ότι αφεώρα εις την πειθαρχίαν και την υπακοήν των υπ΄αυτούς Κλάδων. Επίσης δι’ απάντων των πολιτικών ανδρών παρεσχέθησαν διαβεβαιώσεις υποστηρίξεως του κ. Καραμανλή εις την προσπάθειαν άρσεως του αδιεξόδου εις ό είχεν περιέλθει η Χώρα και περαιτέρω χειρισμού του Εθνικού θέματος. Εις ερώτησιν του κ. Καραμανλή περί της παλαιάς Κυβερνήσεως, εδόθη εις αυτόν η απάντησις ότι αύτη έχει παύσει υφισταμένη από της πρωίας της 23ης Ιουλίου. Παρά την επιμονήν απάντων των παρευρισκομένων, περί αμέσου ορκωμοσίας του ως Πρωθυπουργού, ο κ. Καραμανλής αντέδρασε δι’ ίσης επιμονής λέγων: «Αυτά είναι θέατρον. Επιθυμώ να ενημερωθώ περαιτέρω. Αύριο το πρωί θα γίνουν αυτά».

Προς στιγμήν συνεζητήθη η λύσις της εκ μέρους του κ. Καραμανλή αποδοχής εντολής σχηματισμού Κυβερνήσεως, της Ορκωμοσίας αναβαλομένης δια της την πρωϊαν. Η λύσι αύτη, όμως, απερρίφθη αμέσως, άπαντες δε επέμενον όπως η ορκωμοσία πραγματοποιηθεί πάραυτα, δεδομένου ότι πάσα παράτασις της εκκρεμότητος καθίστατο άκρως επικίνδυνος. Επεθύμει να ορκισθή την 10:00 ώραν.

Εις την επιμονήν όλων προσετέθη και η τοιαύτη του υποφαινομένου, όστις κύπτων ελαφρώς προ του καθημένου κ. Καραμανλή και επιδεικνύων εις αυτόν το ωρολόγιον του, είπεν:
«Κύριε Πρόεδρε, η ώρα όπως βλέπετε είναι 04:10. Κατά την στιγμήν αυτήν όλα μας τα αεροσκάφη είναι φορτωμένα δια πυρομαχικών και έτοιμα να πολεμήσουν. Οι χειρισταί μας ευρίσκονται μέσα εις τα αεροσκάφη έτοιμοι να απογειωθούν. Διά των ακουστικών των παρακολουθούν τας εκπομπάς του ραδιοφώνου δια να μάθουν ποιος θα είναι ο Πρωθυπουργός, ποιος θα τους διατάξει να απογειωθούν εάν χρειασθεί να επιτεθούν εκείνοι πρώτοι ή τους επιτεθεί η Τουρκική Αεροπορία. «Εγερθήτε Κύριε Πρόεδρε, είναι ανάγκη να ορκισθήτε τώρα αμέσως».

Τελικώς ο κ. Καραμανλής εκάμφθη και συνοδευόμενος υπό των ευχών απάντων των παρισταμένων, μετέβη μετά του Προέδρου της Δημοκρατίας εις παρακείμενον χώρος ένθα ανέμενεν ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος και έδωσεν τον νενομισμένον όρκον του Πρωθυπουργού».

ΠΡΟΣΦΑΤΟΣ ΕΛΛΗΝΟ – ΤΟΥΚΙΚΗ ΚΡΙΣΙΣ
«Η πρόσφατος, τραγική εις έκτασιν συνεπειών, κρίσις εκτός των άλλων θα ηδύνατο να αποδοθή και εις:

Την προοδευτικήν εξασθένισιν της Εθνικής ημών ισχίος, της ενάρξεως της τοιαύτης εξασθενήσεως τοποθετουμένης εις τας αρχάς σχεδόν της δεκαετίας 1960-1970,
την ενδεχομένην συμφωνία ΗΠΑ και ΕΣΣΔ δι’ ότι αφορά εις τον χώρον της Ανατολικής Μεσογείου και ταύτισιν «υψηλών» επί του χώρου τούτου σχεδίων,
την επαμφοτερίζουσαν (ανέκαθεν), πολιτικήν της Τουρκίας έναντι και των δύο υπερδυνάμεων,
την ικανοποίησιν των συμφερόντων του Ισραήλ, ήτοι ισχυροποίησιν και παφίωσιν του εν όψει εξελίξεων εις Μέσην Ανατολήν και επαναλειτουργίας της διώρυγος του SUEZ
την ανάγκην ναδιευθετήσεως του STATUS QUO των Τουρκικών στενών και του εναερίου χώρου του Αιγαίου,
την σαφώς αρνητικήν έναντι ημών θέσιν των Βρεττανών,
την παθητικήν, ανεκτικήν (εάν μη υποθάλπουσαν) θέσιν των ΗΠΑ,
την κάλυψη της Τουρκίας υπό της ΕΣΣΔ και
τα ημέτερα σφάλματα του παρελθόντος, απωτέρου και προσφάτου».

Η έκθεσις του κ. Αρχηγού Αεροπορίας κ. Αλέξανδρου Παπανικολάου αναφέρεται και στην διάταξη μάχης που έλαβαν η Ελληνική και Τουρκική Αεροπορία, η οποία δεν περίμενε σθεναρή αντίσταση-αντίδραση από την Ελληνική. Αναφερόμενος στα μέτρα που πήρε η Τουρκία και κήρυξε απαγορευμένη περιοχή το μισό Αιγαίο περιγράφει περιστατικό, « κατά τας τρεις πρώτας ημέρας της κρίσεως προκλητικαί ήταν οι παραβιάσεις του ως άνω εναερίου χώρου…..με πολλές αναχαιτίσεις αεροσκαφών αναχαίτισης και αναγνώρισης. Η κατάστασις αύτη εκορυφώθη κατά τας μεσημβρινάς ώρας της 22ας Ιουλίου, ότε διεξήχθη αερομαχία άνωθεν της περιοχής Λήμνου-Λέσβου-Αγίου Ευστρατίου μεταξύ δύο Ελληνικών αεροσκαφών τύπου F-5 και δύο Τουρκικών αεροσκαφών τύπου F-102 κατά την διάρκεια της οποίας το εν των Τουρκικών αεροσκαφών κατερρίφθη, το δε έτερον συνετρίβη εις περιοχήν Σμύρνης καθ’ όν χρόνον εξετέλει αναγκαστικήν προσγείωσιν ελλείψη καυσίμου»……….

……Πολλοί είναι οι τομείς της Ελληνικής Αεροπορίας οι οποίοι μετά την κρίση άλλαξαν και αποτέλεσαν τα θεμέλια μιας νέας Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας της οποίας τα άλματα ήταν και είναι πρωτόγνωρα. Η σωστή ανάλυση μιας κρίσης αποτελεί πάντα παράγοντα εξέλιξης!!!!!

Ο Αντιπτέραρχος (Ι) Παπανικολάου Αλέξανδρος, γεννήθηκε στα Καστέλλια Ν. Φωκίδος το έτος 1927. Εισήχθη στην Σχολή Αεροπορίας, τμήμα Ιπταμένων το έτος 1947 και ονομάσθηκε Ανθυποσμηναγός το 1949. Για τις εξαίρετες υπηρεσίες του τιμήθηκε με όλα τα μετάλλια. Από 5-7-1971 έως 25-7-1973 υπηρέτησε ως Αρχηγός ΑΤΑ και από 25-11-1973 έως 23-1-1975 ως Αρχηγός ΓΕΑ.

* Ο Κωνσταντίνος Τζαβέλλας είναι αντιπτέραρχος ε.α., πρόεδρος της ΕΑΑΑ.


Βίας ο Πριηνεύς: Άκουγε πολλά, μίλα την ώρα που πρέπει.

Θαλής o Μιλήσιος: Καλύτερα να σε φθονούν παρά να σε λυπούνται.

Κλεόβουλος ο Λίνδιος: Το μέτρο είναι άριστο.

Περίανδρος ο Κορίνθιος: Οι ηδονές είναι θνητές, οι αρετές αθάνατες.

Πιττακός ο Μυτιληναίος: Με την ανάγκη δεν τα βάζουν ούτε οι θεοί.

Σωκράτης: Εν οίδα ότι ουδέν οίδα. Ουδείς εκών κακός.

Θουκυδίδης: Δύο τα εναντιότατα ευβουλία είναι, τάχος τε και οργήν.

Πλάτων: Άγνοια, η ρίζα και ο μίσχος όλου του κακού. 

Αριστοτέλης: Δεν υπάρχει τίποτε πιο άνισο από την ίση μεταχείριση των ανίσων.