Δεν υπάρχει πια ως αυτοτελής ανεξάρτητη παιδευτική βαθμίδα∙ υπάρχει ως τυπικός προθάλαμος στα ΑΕΙ χωρίς να εξασφαλίζει και την είσοδο σε αυτά.
Και η ειρωνεία είναι ότι τελικά ούτε την αποστολή του ως τριετής απαιτητική εκπαίδευση στην περίοδο μείζονος ωριμότητας των μαθητών (16-18 ετών) επιτελεί, αλλά ούτε βαρύνει καθόλου για την είσοδο στα ΑΕΙ.
Για να ξαναγίνει Λύκειο το Λύκειο και να εκπληρώσει τον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε ως καίρια επιλεγόμενη απαιτητική βαθμίδα τής Εκπαίδευσης (μετά την υποχρεωτική για όλους Εκπαίδευση που τελειώνει στη Γ’ Γυμνασίου) πρέπει να αποτολμηθεί Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ που δεν έχει γίνει ακόμη: το μεν Λύκειο να αποκτήσει ξανά την παιδευτική αυτονομία, το κύρος και τη βαρύτητά του, η δε εισαγωγή στα ΑΕΙ να στηρίζεται κυρίως στην επίδοση των μαθητών στο Λύκειο έτσι ώστε η όλη η διαδικασία εισαγωγής στα ΑΕΙ να αρχίζει και να τελειώνει μέσα στο Λύκειο.
Πότε, αλήθεια, θα συνειδητοποιήσουμε ότι το Λύκειο τό γέ νυν ἔχον έχει πλήρως απαξιωθεί; Δεν υπάρχει πια το Λύκειο ως αυτοτελής ανεξάρτητη παιδευτική βαθμίδα∙ υπάρχει ως τυπικός υποχρεωτικός προθάλαμος στα ΑΕΙ χωρίς να εξασφαλίζει και την είσοδο σε αυτά. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι το Λύκειο ούτε την παιδευτική αποστολή του ως τριετής απαιτητική εκπαίδευση στην περίοδο μείζονος ωριμότητας των μαθητών (16-18 ετών) επιτελεί, αλλά ούτε βαρύνει καθόλου ―ουσιαστικά και τυπικά― για την είσοδο στα ΑΕΙ! Υπό τη σημερινή μορφή και λειτουργία του το Λύκειο αποτυγχάνει κατ’ ουσίαν και στα δύο. Επειδή είναι απαξιωμένο, δεν φέρει κατά τρόπο αποδεκτό εις πέρας ακόμη και την προετοιμασία για την είσοδο στα ΑΕΙ, αφού στον ρόλο αυτό έχει στην πράξη υποκατασταθεί από τη «φοίτηση» στα Φροντιστήρια. Αυτό σημαίνει ότι δεν επιτυγχάνει τελικά ούτε και να λειτουργεί ως «άτυπο Φροντιστήριο», αφού στη συνείδηση μαθητών και γονέων (μήπως και των εκπαιδευτικών;) ισχύν και εμπιστοσύνη διαθέτουν τα οργανωμένα Φροντιστήρια ή (για όσους μπορούν) τα ιδιαίτερα μαθήματα ή ο συνδυασμός και των δύο. Oχι το Σχολείο…
Aρα, η πραγματική παιδευτική λειτουργία στο Λύκειο, λόγω τού πνεύματος και τού άγχους που επικρατεί ήδη από την Α’ Λυκείου, είναι ανεπίτρεπτα περιορισμένη. Η απαξίωση της διδασκαλίας στη σχολική τάξη βαίνει κλιμακούμενη για να κορυφωθεί στη Γ’ Λυκείου (στην οποία συχνά το έτος τελειώνει στην πράξη… τον Νοέμβριο!). Η απαξίωση επεκτείνεται αναπόφευκτα και στο κύρος των διδασκόντων καθηγητών, πλήρως μεν των καθηγητών μη εξεταζομένων μαθημάτων, σε κυμαινόμενο δε βαθμό και των καθηγητών διδασκομένων μαθημάτων (εδώ και από αλαζονικές αξιολογήσεις μερικών φροντιστών). Η μεσολάβηση τής Τράπεζας Θεμάτων διασώζει σε κάποιον βαθμό «την τιμή των όπλων» (καλύπτει λ.χ. αναγκαστικά τη διδακτέα ύλη και βάζει το σχολείο να λειτουργήσει στοιχειωδώς ως σχολείο)∙ αλλά μέχρις εκεί. Το σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ καθορίζει τα πάντα: ό,τι δεν συνδέεται άμεσα και δεν βαρύνει για τις εισαγωγικές εξετάσεις αυτοαπαξιώνεται ασχέτως τής προσπάθειας και τής ικανότητας των διδασκόντων καθηγητών.
Ποια μεταρρύθμιση, λοιπόν, με έλλογη αλλαγή τού συστήματος εισαγωγής στα ΑΕΙ μπορεί να λειτουργήσει σταδιακώς διορθωτικά, ώστε να «αναστηθεί», όπως συνηθίζω να λέω, το Λύκειο; Oποια λύση προταθεί θα πρέπει: 1) να κινηθεί προς την αποκατάσταση τής θεσμοθετημένης λειτουργίας τού Λυκείου και στην επανάκτηση τής παιδευτικής αξίας του∙ 2) να οδηγήσει στο αυτονόητο που ισχύει ευρύτερα στις προηγμένες χώρες, να αναχθεί η τριετής επίδοση τού μαθητή στο Λύκειο σε βαρύνον κριτήριο για την εισαγωγή του στα ΑΕΙ.
Ο συνυπολογισμός τής επίδοσης τού μαθητή στην Α’, Β’ και Γ’ Λυκείου, (συμπεριλαμβανομένης τής εξέτασης και σε θέματα από την Τράπεζα Θεμάτων, όπως ισχύει σήμερα) χωρίς να φέρει αναταραχή στη σχολική πράξη θα αποτελούσε κίνητρο για αποκατάσταση τού κύρους όλων των μαθημάτων που διδάσκονται στις τρεις αυτές τάξεις και των καθηγητών που τα διδάσκουν. Θα ενεργοποιούσε δηλαδή τη φυσική λειτουργία τού Λυκείου ως Σχολείου και θα κατέληγε στην απόκτηση ενός απολυτηρίου τού Λυκείου για ευρύτερη χρήση αλλά και ως είδους «ακαδημαϊκού απολυτηρίου», αφού η επίδοση θα βάρυνε για την εισαγωγή στα ΑΕΙ. Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος τής επίδοσης στις τρεις λυκειακές τάξεις θα αποτελούσε έναν αυτοτελή βαθμό εισαγωγής στα ΑΕΙ (οιονεί τον «πέμπτο» βαθμό που θα συνδιαμορφώνει με τους άλλους τέσσερεις βαθμούς των τεσσάρων εξεταζομένων μαθημάτων την βαθμολογία εισαγωγής στα ΑΕΙ).
Εφόσον ο μαθητής θέλει να φοιτήσει σε Πανεπιστήμιο μετά τη λήψη τού απολυτηρίου θα υποστεί στο πλαίσιο πάντα τού Λυκείου μία γραπτή εξέταση τεσσάρων μαθημάτων ανά επιστημονική κατεύθυνση. Η εξέταση αυτή θα είναι με κοινά πανελλήνια θέματα αποκλειστικά από την Τράπεζα Θεμάτων, ώστε να επιτευχθεί το αδιάβλητο (που είναι άλλωστε και το μόνο πλεονέκτημα τού ισχύοντος συστήματος) με τα γραπτά αυτά να διορθώνονται σε κέντρα αξιολόγησης από ειδικά εκπαιδευμένους αξιολογητές ώστε να μειωθούν δραστικά οι βαθμολογικές αποκλίσεις. Από την εξέταση αυτή θα βγαίνει ένας μέσος όρος που σήμερα είναι ο μόνος που καθορίζει την εισαγωγή στα ΑΕΙ με τις επιπτώσεις που περιγράψαμε οι οποίες έχουν αχρηστεύσει τη σημασία τού Λυκείου. Αν αντιθέτως στους 4 αυτούς βαθμούς προστεθεί και ένας «πέμπτος», αυτός τού μέσου όρου τής επίδοσης στις 3 τάξεις τού Λυκείου, τότε είναι προφανές ότι προκύπτει μια πιο δίκαιη, αξιόπιστη και πληρέστερη εικόνα κάθε υποψηφίου.
Σε σχέση με αυτόν τον πέμπτο βαθμό, προκειμένου να ενισχυθεί η αντικειμενικότητα στην βαθμολογία από τα Λύκεια, μπορεί ως ασφαλιστική δικλίδα ο βαθμός (ως μέσος όρος) από τα 4 ειδικά πανελληνίως εξεταζόμενα μαθήματα να ρυθμίζει εξισορροπητικά τον πέμπτο βαθμό επίδοσης στις τάξεις τού Λυκείου: αν ο βαθμός μέσου όρου των πανελληνίων μαθημάτων διαφέρει κατά 2 τουλάχιστον μονάδες τού βαθμού μέσου όρου τής σχολικής επίδοσης, τότε ο πέμπτος βαθμός θα μειώνεται ή θα αυξάνεται αναλόγως. Παράδειγμα: αν ο βαθμός των 4 μαθημάτων είναι 16 και ο βαθμός τής σχολικής επίδοσης 18, θα μειώνεται ο βαθμός τής σχολικής επίδοσης σε 17, ενώ αν ο βαθμός τής σχολικής επίδοσης είναι 14, θα αυξάνεται σε 15.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ. Ενα σύστημα όπως αυτό που σκιαγραφείται εδώ, το οποίο χρήζει περαιτέρω επεξεργασίας, προσφέρει τα εξής:
1. Δίνει μια αξιόπιστη συνολική εικόνα των πραγματικών ικανοτήτων τού υποψήφιου φοιτητή που εξάγεται από μια πορεία 3 ολόκληρων ετών ― και όχι… 3 ωρών εξέτασης, όπως είναι σήμερα, που καθιστά το ισχύον σύστημα αναξιόπιστο (επιβραβεύει την παπαγαλία και στηρίζεται σε ελλιπή εικόνα) και απάνθρωπο (κρίνεται η προσπάθεια ενός μαθητή μέσα σε ένα τρίωρο).
2. Αποκτά και πάλι βαρύτητα το παιδευτικό έργο που επιτελείται στο σχολείο από όλους τους καθηγητές σε όλα τα μαθήματα, δηλ. επανέρχεται η κανονική παιδευτική λειτουργία τού Λυκείου ―σήμερα έχει ευτελισθεί και πλήρως απαξιωθεί αφού η επίδοση στο Λύκειο δεν μετράει πουθενά!
3. Οι μαθητές έχουν προφανές κίνητρο να εντείνουν τις προσπάθειές τους για να βελτιώσουν την επίδοσή τους στα μαθήματα τού σχολείου ―σήμερα κυριαρχεί στην συνείδηση μαθητών και γονέων όχι η αξία τού Σχολείου αλλά η αξία… τού Φροντιστηρίου, γεγονός που μετατρέπει την εισαγωγή στα ΑΕΙ σε ένα πανάκριβο για τους γονείς σύστημα και άδικο για μαθητές που δεν έχουν ανάλογες οικονομικές δυνατότητες!
4. Ο «πέμπτος» βαθμός ως μέσος όρος τής επίδοσης στα 3 έτη τού σχολείου αφενός δίνει μια πιο αξιόπιστη εικόνα τού μαθητή, αφετέρου δε αποτελεί ασφαλιστική δικλίδα που εξισορροπεί (προς τα πάνω ή προς τα κάτω) την πραγματική επίδοση και αίρει έτσι στην πράξη ενδεχόμενες χαριστικές ή άλλες παρεμβάσεις στην σχολική αξιολόγηση.
5.Το αδιάβλητο τού ισχύοντος συστήματος εξασφαλίζεται εξίσου στο προτεινόμενο σύστημα αφ’ενός μεν με την πανελλήνια μέσω κοινών εξεταζόμενων θεμάτων από την Τράπεζα Θεμάτων και αντικειμενικά βαθμολογούμενων σε εξεταστικά κέντρα με ειδικευμένους-επιμορφωμένους αξιολογητές, αφετέρου δε με την τελική διαμόρφωση τού πέμπτου βαθμού ανάλογα με τον μέσο όρο των 4 πανελληνίως εξεταζομένων μαθημάτων. Ας σημειωθεί ότι η εξέταση με κοινά θέματα από την ηλεγμένη και διαβαθμισμένη Τράπεζα Θεμάτων, η οποία συνδέεται άμεσα με το Λύκειο, αίρει το πρόβλημα των θεμάτων που δίδονται από την εκάστοτε Εξεταστική Επιτροπή τού Υπουργείου Παιδείας τα οποία προκαλούν τόσες συζητήσεις για την δυσκολία ή την ευκολία τους. Επιτέλους, η όλη διαδικασία εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο αρχίζει και τελειώνει μέσα στο Λύκειο (άλλο ότι τα Πανεπιστήμια ορθώς προσδιορίζουν τη βαρύτητα ορισμένων εξεταζομένων μαθημάτων που κρίνουν ως αναγκαία προϋπόθεση)
Οι σκέψεις, εκτιμήσεις και επισημάνσεις αυτές δεν σημαίνουν βεβαίως ότι η πλειονότητα των υποψηφίων που εισάγονται στα ΑΕΙ με το ισχύον σύστημα δεν είναι άξιοι ή ικανοί. Ἄπαγε ἀπ’ ἐμοῦ ἡ βλασφημία! Το ζήτημα είναι με ποιον τρόπο όλοι οι νέοι που μπαίνουν σε αυτήν την απάνθρωπη και πανάκριβη και άδικη και ενίοτε αναξιόπιστη σημερινή δοκιμασία, κι από κοντά οι γονείς τους αλλά και η ελληνική κοινωνία ακόμη (σε ποια χώρα το θέμα τής έκθεσης ή η σωστή ή μη λύση ενός μαθηματικού προβλήματος απασχολεί τα ΜΜΕ;), πώς όλοι αυτοί μπορούν να απαλλαγούν από αυτό το μείζον ―οιονεί εθνικό― πρόβλημα και να περάσουν σε ένα καλύτερο σύστημα, πιο δίκαιο, πιο ανθρώπινο, πιο αξιόπιστο και εξίσου αδιάβλητο που θα συμβάλει συγχρόνως στην «ανάσταση τού Λυκείου» ως καίριας μορφωτικής βαθμίδας.
* Ο Γ. Μπαμπινιώτης είναι ομότιμος Καθηγητής Γλωσσολογίας και πρώην Πρύτανης τού ΕΚΠΑ Πηγή: Protagon.gr