Σε συνέχεια του πρόσφατου άρθρου μου στη Νέα Πρωινή και σε ότι αφορά τις δηλώσεις αξιωματούχων (η πρόεδρος αλλά και ο αρχηγός του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης και επικρατέστερος για την πρωθυπουργία) περί «δικαιώματος» χρήσης ονόματος κατά το δοκούν και εκτός πλαισίου της Συμφωνίας των Πρεσπών της Βόρειας Μακεδονίας, αλλά και τις δηλώσεις της Ελληνικής Ηγεσίας, θα ήθελα να επανέλθω επισημαίνοντας τα εξής:
Οι συγκεκριμένες δηλώσεις τράβηξαν άμεσα την διεθνή προσοχή σε ΕΕ, ΗΠΑ και αλλού, μα πρωτίστως και κυρίως της Ελληνικής Κυβέρνησης ενώ συνάμα ήγειραν τα αντανακλαστικά του ευαίσθητου στο θέμα Ελληνικού λαού. Θετικές ομολογουμένως οι πρώτες αντιδράσεις για τα ημέτερα συμφέροντα και θέσεις.
Μένει να μελετηθεί η συνέχεια αυτής της σπουδής αλλά και οι εξελίξεις.
Οι περισσότεροι Έλληνες, για πολλούς λόγους, αισθάνονται προδομένοι από την επιλογή της αποδοχής της συμφωνίας των Πρεσπών κατηγορώντας κάποιοι εκ νέου την τότε Κυβέρνηση που την έκανε αποδεκτή. Εκφεύγει της παρούσης η όποια ανάλυση επί του αν ήταν σκόπιμο, ή μη, η αποδοχή της.
Υποστηρίζω ότι η Βόρεια Μακεδονία επιδιώκει την ένταξη στην ΕΕ, διότι μέσω αυτής προσβλέπει στην ανάπτυξη, την ευημερία, την οικονομική κοινωνική και πολιτική ασφάλεια που η ΕΕ εξασφαλίζει στα μέλη της. Συναφώς αναγνωρίζονται βήματα προόδου που τα Σκόπια έχουν κάνει στην κατεύθυνση αυτή και προφανώς είναι προς το συμφέρον όλων των Βαλκανίων η δημιουργία κλίματος σταθερότητας, ανάπτυξης και ειρηνικής συμπόρευσης των λαών των.
Μετά την σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008, όπου η τότε ελληνική κυβέρνηση είχε καταφέρει να μπεί ως προϋπόθεση για την είσοδο της τότε FYROM και σήμερα North Macedonia στο ΝΑΤΟ η επίλυση του ζητήματος του ονόματος, προφανώς και διαδραματίστηκαν πολλά. Τα Σκόπια μεταξύ άλλων, έκαναν και προσπάθειες για την ευρωπαϊκή τους ολοκλήρωση.
Μην διαφεύγει όμως της κύριας προσοχής, ότι για το διεθνές σύστημα τότε προείχε η ένταξή τους στο ΝΑΤΟ και όχι στην ΕΕ. Αυτό λοιπόν επετεύχθη με τη Συμφωνία των Πρεσπών, και η εν λόγω χώρα εισήλθε στους κόλπους της Συμμαχίας και αυτό πλέον δεν αλλάζει! Άξιο επίσης προσοχής είναι οι δηλώσεις του Έλληνα Πρωθυπουργού αλλά και άλλων αξιωματούχων ότι αν οι Ηγέτες της Βόρειας Μακεδονίας επιμείνουν στον αναθεωρητισμό τους περί του ονόματος σε πρώτη φάση, ας «ξεχάσουν» την ευρωπαϊκή τους πορεία. Επιτρέψτε μου να αντιτείνω ότι, το ζητούμενο ήταν η ένταξή τους στο ΝΑΤΟ η οποία και επετεύχθη! Η ευρωπαϊκή τους πορεία θεωρητικά συνεχίζεται και αν, λέω αν, επιτύχουν να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις (ανά κεφάλαιο της διαπραγμάτευσης για την ένταξή τους) της ΕΕ, και κληθούμε να συμφωνήσουμε στην ευρωπαϊκή της ολοκλήρωση την ημέρα που πραγματικά θα είναι έτοιμη, αν υφίσταται ζήτημα «ονόματος» εκ νέου, ουσιαστικά θα δημιουργήσουμε ένα νέο Βουκουρέστι με απαίτηση καταβολής υψηλότατου διπλωματικού κεφαλαίου από πλευράς μας. Αφήστε που θεωρώ ότι αυτό το ενδεχόμενο δεν είναι του βραχυπρόθεσμου, οπότε μέχρι τότε εμείς θα αναλώνουμε τέτοιο κεφάλαιο άνευ λόγου και αιτίας. Ας μην παραγνωρίζεται παράλληλα το γεγονός ότι η οπτική για τον ελληνικό λαό στρέφεται στο ενδεχόμενο (δηλαδή την μη αποδοχή της ένταξης στην ΕΕ) και όχι στο γεγονός και στην ουσία (που είναι ότι αφού εισήλθαν στο ΝΑΤΟ από το οποίο δεν δύναται να βγουν, εκπληρώνοντας την επιδίωξη τους, αναθεωρούν σε ότι αφορά στο όνομα και συνεχίζουν ακάθεκτοι τον σθεναρό αναθεωρητισμό τους).
Οι λύσεις λοιπόν κατά την αντίληψή μου είναι δύο:
Στην ΕΕ να γίνουν όλες οι απαραίτητες ενέργειες και να μπουν εκείνες οι δικλείδες ασφαλείας καθόσον θα πρέπει να «μάθαμε το μάθημά μας» από τα αναθεωρητικά Σκόπια. Οι δε επιλογές μας (ευρωπαϊκοί πόροι, ευκαιρίες για τα Σκόπια, πρόοδος διαπραγματεύσεων, κλπ) θα πρέπει να διακρίνονται για την φειδωλή τους διαλλακτικότητα. Συναφώς οι προτάσεις μου ως εκφράσθηκαν στο προηγούμενο άρθρο μου, (https://neaproini.gr/2024/05/16/how-do-you-dare-your-excellency/) παραμένουν ως έχουν.
Στο ΝΑΤΟ είναι βέβαιο, ότι θεσμικά η γραφειοκρατία δεν θα δεχτεί καμία απόκλιση στο ζήτημα του ονόματος. Η χώρα θα ονοματίζεται Βόρεια Μακεδονία στο πλαίσιο της συμφωνίας ένταξης της. Όμως θα αρχίσουμε να παρατηρούμε τα εξής:
•Αξιωματούχοι της εν λόγω χώρας (ειδικά όταν τελούν υπό εντολή ή εθνική κατεύθυνση) να χρησιμοποιούν το προκλητικό και εκτός συμφωνίας όνομα με αποτέλεσμα οι δικοί μας επιτελείς (σε όλα τα επίπεδα) να αναγκάζονται να αντιδράσουν (κάτι σαν το γνωστό ζήτημα «των Στενών (της συνθήκης του Μοντρώ) – The Straits ( Montreux Convention)»), ομολογουμένως κουράζοντας ειδικά τους πλέον νέους και μάλλον αδαείς επιτελείς των χωρών της Συμμαχίας!
•Το ζήτημα θα θεωρείται «διμερές» και προβλέπω μια ημετέρα απομόνωση από τους λοιπούς συμμάχους που ουσιαστικά δεν τους ενδιαφέρει και θα θεωρούν ότι δημιουργεί κωλυσιεργίες στα συμμαχικά δρώμενα.
•Πολλοί δε, ίσως και εντέχνως, θα διερωτώνται για την σημασία ή την ουσία του ζητήματος θεωρώντας μας «αδιάλλακτους ή μη ευέλικτους»! Αφήστε που αυτό θα τύχει εκμετάλλευσης της Τουρκίας που θα «δημιουργήσει» άλλη μια ευκαιρία διμερών διαφορών.
•Θα πρέπει να εξηγούμε διαρκώς τη θέση μας (rational) ειδικά όταν υφίσταται απόφαση (έγγραφα προς συμφωνία-consensus), καταναλώνοντας επίσης εθνικό κεφάλαιο.
•Εκτιμώ ότι θα πρέπει σήμερα κιόλας, να κινηθούμε ιδιαίτερα δυναμικά και -a priori- να εγείρουμε το θέμα, υιοθετώντας την ακραία, πλην όμως ενδεικτική του επιπέδου της βούλησης μας, πρόταση (εντός ΝΑΤΟ πάντα) για επίκληση άρθρου 4 (διαβουλεύσεις μεταξύ συμμάχων) ή και να ζητήσουμε το «πάγωμα εγγράφων» για κάποιο χρονικό διάστημα ώστε να εξετασθούν οι όποιες επιλογές - προοπτικές.
•Να αναδείξουμε το θέμα ως υψηλής εθνικής προτεραιότητας με σθεναρότητα και αυτό να γίνει αντιληπτό από όλους ότι αποτελεί αδιαπραγμάτευτη επιλογή μας.
•Να ακολουθηθεί σχεδιασμένη προσέγγιση σε διμερές επίπεδο με άλλες χώρες με κοινές αντιλήψεις προς σχεδιασμό κοινής διεξόδου στις εν λόγω προκλήσεις (δημιουργία μηχανισμού πίεσης).
Ο Γεώργιος Τσόγκας ...