ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 
ΑΝΑΛΥΣΗ 
Ιστορικό υπόβαθρο 
Δολοφονία Tellini και κατάληψη της Κέρκυρας 
Γαλλική υψηλή στρατηγική 
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 1

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η ελληνοϊταλική κρίση του 1923 προέκυψε στις 27 Αυγούστου, ύστερα από την δολοφονία από αγνώστους σε ελληνικό έδαφος, του Στρατηγού Enrico Tellini και των λοιπών μελών της ιταλικής αντιπροσωπείας που συμμετείχαν στη Διεθνή Επιτροπή για τη διαχάραξη της ελληνοαλβανικής μεθορίου και κορυφώθηκε με την ιταλική κατάληψη της Κέρκυρας στις 31 Αυγούστου, η οποία τερματίστηκε στις 27 Σεπτεμβρίου.
Η εν λόγω κρίση δεν είναι γνωστή στο ευρύ κοινό αν και αποτέλεσε το πρώτο μεγάλο τεστ της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), θέτοντας σε διακινδύνευση την διεθνή ειρήνη και την αξιοπιστία των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου.
 
Ταυτόχρονα σηματοδότησε το έναυσμα της επιθετικής εξωτερικής πολιτικής του Benito Mussolini, ο οποίος έχοντας ανέλθει στην εξουσία στα τέλη του 1922, ανέμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να την παρουσιάσει τόσο στη διεθνή κοινότητα όσο και στο ιταλικό κοινό. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η παρουσίαση των γεγονότων που οδήγησαν στην ελληνοϊταλική κρίση του 1923 και η εξέταση της γαλλικής υψηλής στρατηγικής στο πλαίσιο αυτής, καθώς μπορεί η Ιταλία να κλιμάκωσε την κρίση, η Γαλλία όμως έπαιξε κυρίαρχο ρόλο στην έκβασή της.

ΑΝΑΛΥΣΗ
Ιστορικό υπόβαθρο
Το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε τόσο την Ελλάδα όσο και την Ιταλία στο στρατόπεδο των νικητών, αλλά οι συνθήκες που είχε διαμορφώσει ο πόλεμος θα ταλάνιζαν για πολλά χρόνια τον ευρωπαϊκό χώρο. Στην Ελλάδα, η άδοξη κατάληξη της Μικρασιατικής εκστρατείας επέφερε το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, η οποία επί έναν αιώνα περίπου υπήρξε ο ακρογωνιαίος λίθος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ο αλυτρωτισμός πέρασε πλέον στα χέρια ιδιωτικών οργανώσεων, οι οποίες συντηρούσαν ζητήματα των αλύτρωτων περιοχών, με το επίσημο κράτος να δείχνει ανοχή αλλά όχι ενεργή συμμετοχή. Πλέον το δόγμα της Ελλάδας περιστρεφόταν γύρω από την διατήρηση του υπάρχοντος καθεστώτος. Ταυτόχρονα η εσωτερική κατάσταση χαρακτηριζόταν από πολιτική αστάθεια και κοινωνικές εντάσεις. Η εξουσία πέρασε στα χέρια μιας «επαναστατικής» κυβέρνησης υπό τον Συνταγματάρχη Στυλιανό Γονατά το φθινόπωρο του 1922, οι έριδες μεταξύ βενιζελικών και βασιλικών ήταν σε έξαρση, ενώ την ίδια στιγμή η χώρα είχε να αντιμετωπίσει το φλέγον ζήτημα των προσφύγων.

Η εσωτερική κατάσταση της Ιταλίας την επαύριον του πολέμου υπήρξε εξίσου ταραχώδης. Τα εδαφικά κέρδη που αποκόμισε η Ιταλία θεωρήθηκαν ανεπαρκή για τις θυσίες της και επέτειναν ένα αίσθημα ανικανοποίητου εθνικισμού που είχε ως στόχο την οικοδόμηση μιας αυτοκρατορίας. Ταυτόχρονα ο πληθωρισμός, ο κορεσμός της αγοράς εργασίας, η αποδιοργάνωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας συνεπεία απεργιών και της έλλειψης πρόσβασης σε ξένες αγορές και η άνοδος του ριζοσπαστισμού, οδήγησαν σε ισχυρή αμφισβήτηση του ιταλικού πολιτικού σκηνικού και τελικά έδωσε την ευκαιρία στον Mussolini να ανέλθει στην εξουσία τον Οκτώβριο του 1922, επιβάλλοντας φασιστικό καθεστώς.

Δολοφονία Tellini και κατάληψη της Κέρκυρας
Από το καλοκαίρι του 1923 ο Moussolini υιοθέτησε μια επιθετική εξωτερική πολιτική ξεκινώντας με την κατάληψη της Κέρκυρας. Οι βλέψεις εναντίον ελληνικών εδαφών δεν ήταν κάτι καινούργιο αλλά είχαν εκδηλωθεί από την ίδρυση του ιταλικού κράτους. Την πρόφαση για την προσχεδιασμένη κατάληψη του νησιού αποτέλεσε η δολοφονία του Ιταλού Στρατηγού Enrico Tellini και τεσσάρων μελών της ιταλικής αντιπροσωπείας που συμμετείχε μαζί με την αντίστοιχη ελληνική και αλβανική, στη Διεθνή Επιτροπή για τη χάραξη της ελληνοαλβανικής μεθορίου.

Στις 27 Αυγούστου οι αντιπροσωπείες θα πραγματοποιούσαν αναγνώριση στην κοιλάδα του Δρίνου, έχοντας ορίσει ως τόπο συνάντησης το ελληνικό φυλάκιο της Κακαβιάς στις 09:00. Κατά τη μετάβαση της ιταλικής αντιπροσωπείας και καθώς εκινείτο επί του δρόμου Ιωαννίνων – Κακαβιάς έπεσε σε ενέδρα πλησίον των συνόρων, με αποτέλεσμα τη δολοφονία όλων των μελών της. , Αν και η δολοφονία έγινε από αγνώστους, η Ιταλία έσπευσε να κατηγορήσει την Ελλάδα και αφού απέτυχε να αποσπάσει έγκριση από Βρετανία και Γαλλία για κάθε πιθανή ιταλική απάντηση, απέστειλε προς αυτή στις 29 Αυγούστου, μία ρηματική διακοίνωση υπό μορφή 24ωρου τελεσιγράφου, που ανέσυρε μνήμες του τελεσιγράφου της Αυστροουγγαρίας προς τη Σερβία το 1914. Αξίζει να τονιστεί ότι σύμφωνα με αρκετές πηγές οι δράστες ήταν Αλβανοί, ενώ σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς όπως ο Alan Cassels και ο James Barros, ο Mussolini συγκαταλέγεται μεταξύ των υπόπτων που κρύβονταν πίσω από το περιστατικό.

Η διακοίνωση της Ιταλίας περιείχε ιδιαιτέρως σκληρούς όρους, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν υπήρχαν αποδείξεις περί ελληνικής υπαιτιότητας. Πιο συγκεκριμένα η Ρώμη αξίωνε:
α. Επίσημη συγγνώμη ενώπιον της ιταλικής διπλωματικής αποστολής στην Αθήνα.
β. Την τέλεση μνημοσύνου για τα θύματα, παρουσία της ελληνικής κυβέρνησης.
γ. Την απόδοση στρατιωτικών τιμών στις σορούς των θυμάτων.
δ. Την απόδοση τιμών στην ιταλική σημαία.
ε. Την θανατική ποινή για τους ενόχους.
στ.Αποζημίωση 50.000.000 λιρετών εντός πέντε ημερών από τη διακοίνωση.

Η ελληνική κυβέρνηση απάντησε την επομένη, αποδεχόμενη τους τέσσερεις πρώτους όρους με τροποποιήσεις, ενώ απέρριψε τους τρεις τελευταίους καθόσον έθιγαν την τιμή και την κυριαρχία της χώρας. Παράλληλα δήλωσε ότι ήταν διατεθειμένη να προσφύγει στην ΚτΕ και να δεχθεί τις αποφάσεις της, σε περίπτωση ιταλικής απόρριψης της ελληνικής ρηματικής διακοίνωσης. Μην αναμένοντας την ελληνική απάντηση και επιδεικνύοντας περιφρόνηση για την ΚτΕ, ο Mussolini έδρασε μονομερώς, δίνοντας εντολή στις 30 Αυγούστου στον ιταλικό στόλο να αποπλεύσει προς κατάληψη της Κέρκυρας. Η αμεσότητα με την οποία έδρασε η Ιταλία για την κατάληψη της Κέρκυρας οφείλεται στο γεγονός ότι αυτή η επιχείρηση είχε ήδη σχεδιαστεί στο πλαίσιο ιταλικών αντιποίνων έναντι πιθανών ελληνικών αντιδράσεων που θα προέκυπταν από την ιταλική προσάρτηση των Δωδεκανήσων, η οποία είχε οριστεί για τις 30 Αυγούστου. ,

Το πρωί της 31ης Αυγούστου μια δύναμη δεκαεπτά πλοίων του ιταλικού ναυτικού, συνοδευόμενη από ένα υποβρύχιο και τέσσερα υδροπλάνα έκαναν την εμφάνισή τους στα ανοιχτά της Κέρκυρας, λαμβάνοντας θέσεις μάχης. Περί τις 15:00 μ.μ., ο Πλοίαρχος Antonio Foschini συνοδευόμενος από τον Υποπλοίαρχο Tsordini, μετέβησαν στη Νομαρχία προκειμένου να επιδώσουν στον νομάρχη Πέτρο Ευριπαίο, ένα έγγραφο σύμφωνα με το οποίο είχε προθεσμία μισής ώρας να παραδώσει το νησί, χωρίς καμία αντίσταση.
 
Ο Ευριπαίος αιτήθηκε χρόνο για να επικοινωνήσει με την κυβέρνηση κάτι που δεν δέχθηκε ο Foschini και αφού κατηγόρησε τον τελευταίο για παραβίαση της κατοχυρωμένης ουδετερότητας της Κέρκυρας, τον ενημέρωσε ότι το νησί στερείτο στρατιωτικών δυνατοτήτων ενώ τα δύο φρούριά της δεν διέθεταν οπλισμό και φιλοξενούσαν Μικρασιάτες πρόσφυγες, γεγονός που γνώριζε ο επικεφαλής της ναυτικής δύναμης, Αντιναύαρχος Emilio Solari.

Περί ώρας 16:30 η ιταλική αντιπροσωπεία αποχώρησε, δίδοντας ένα σημείωμα με τους όρους παράδοσης και γνωστοποιώντας πως αν ως τις 17:00 δεν είχε υψωθεί λευκή σημαία στον ιστό του παλαιού φρουρίου, θα ξεκινούσε η απόβαση των ιταλικών στρατευμάτων κατόπιν τριών άσφαιρων κανονιοβολισμών. Στις 17:00, οι τρεις άσφαιροι κανονιοβολισμοί, ακολουθήθηκαν από τον βομβαρδισμό του παλαιού και του νέου φρουρίου. Ύστερα από έναν 25λεπτο βομβαρδισμό που κόστισε τη ζωή περίπου 15 και τον τραυματισμό τουλάχιστον 35 ατόμων, αποφασίσθηκε η παράδοση του νησιού και ακολούθησε η αποβίβαση των στρατευμάτων εισβολής.

Η Ελλάδα προσέφυγε την 1 Σεπτεμβρίου στην Κ.τ.Ε ορίζοντας ως αντιπρόσωπο της τον Νικόλαο Πολίτη, επικαλούμενη τα άρθρα 12 και 15 της Συνθήκης περί παραπομπής σε διαιτησία από την Συνέλευση, οποιασδήποτε διαφοράς ενδέχεται να προκαλέσει ρήξη. , Η κατάληψη της Κέρκυρας ως ζήτημα που απειλούσε τη διεθνή ειρήνη ενέπιπτε στην αρμοδιότητα της ΚτΕ, όμως η άστοχη ενέργεια της Ελλάδας, στο πλαίσιο επίδειξης καλής θελήσεως, να ζητήσει με διακοίνωσή της στις 2 Σεπτεμβρίου, τη σύσταση ανακριτικής επιτροπής από την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη για τη δολοφονία, υπέσκαψε τη στρατηγική της υπέρ της παραπομπής του ζητήματος στην ΚτΕ.
 
Η Βρετανία ήταν υπέρ της αρμοδιότητας της ΚτΕ καθώς έβλεπε το γεγονός ως αμφισβήτηση βασικών αξιών που είχαν κλονιστεί από ένα δικτάτορα. Οι Γάλλοι από την άλλη, αντιτίθεντο σε αυτό ανησυχώντας ότι θα δημιουργούσε προηγούμενο για την ανάμιξη της ΚτΕ στη γαλλική κατοχή του Ruhr. Αντ’ αυτού προτιμούσαν την εξέταση της υπόθεσης από την Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη όπου η βρετανική αντίδραση θα αδρανοποιείτο από τη γαλλική και την ιταλική αντιπροσωπεία.
 
Ο Mussolini ενίσχυσε τη γαλλική στάση, απειλώντας ότι θα αποχωρήσει από την ΚτΕ αν επιληφθεί του ζητήματος. Ως εκ τούτου, στερούμενη τη γαλλική υποστήριξη, η Βρετανία υπαναχώρησε από την αρχική της θέση περί αρμοδιότητας της ΚτΕ. Τελικώς λόγω πολιτικών σκοπιμοτήτων το ζήτημα παραπέμφθηκε στην Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη όπου ανέλαβε τη διερεύνηση της δολοφονίας Tellini και υποχρέωσε την Ελλάδα να καταβάλει αποζημίωση 50.000.000 λιρετών στην Ιταλία, παρά το γεγονός ότι το πόρισμα της επιτροπής διερεύνησης απέκλεισε κάθε ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης για τη δολοφονία.
Κατ’ αυτό τον τρόπο το κύρος της Ιταλίας διεσώθη και οι Γάλλοι απέφυγαν μια επικίνδυνη σύνδεση μεταξύ Κέρκυρας και Ruhr, εις βάρος της Ελλάδας. Ο Mussolini αρνήθηκε αρχικά να αποχωρήσει από την Κέρκυρα, όπου η ιταλική κατοχή είχε αρχίσει να παρουσιάζει σημάδια μονιμότητας, αλλά μετά από βρετανικές πιέσεις και πληροφορίες του ιταλικού ναυτικού που παρουσίαζαν την ανωτερότητα του βρετανικού στόλου, υποχώρησε και οι Ιταλοί αποσύρθηκαν από το νησί στις 27 Σεπτεμβρίου.

Γαλλική υψηλή στρατηγική
Η γαλλική στρατηγική μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στόχευε πρωτίστως στην εξασφάλιση της πολιτικοστρατιωτικής ασφάλειας της Γαλλίας έναντι μιας νέας γερμανικής απειλής. Η δραστηριοποίηση για τον περιορισμό της γερμανικής ισχύος ώστε η Γερμανία να παραμείνει σε καθεστώς ήττας και απομόνωσης, ήταν η κύρια επιδίωξη της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής. Η πλήρης εφαρμογή της Συνθήκης των Βερσαλλιών και ιδίως των προβλέψεων περί επανορθώσεων, η σύναψη συμμαχιών στρεφομένων κατά του Βερολίνου και η χρήση στρατιωτικής βίας, αποτέλεσαν εργαλεία αυτής της πολιτικής.

Σύμφωνα με τον Walter McDougall η γαλλική στρατηγική περιλάμβανε:
α. Την επίτευξη εγγυήσεων που θα διασφάλιζαν ζωτικά συμφέροντα στους τομείς της στρατιωτικής και οικονομικής ασφάλειας και της βιομηχανικής ανάπτυξης.
β. Την αποτροπή της ανάκαμψης της Γερμανίας, η οποία θα την έφερνε σε θέση οικονομικής και στρατιωτικής κυριαρχίας στην Ευρώπη.

Η συνθήκη των Βερσαλλιών εξυπηρετούσε αυτό το σκοπό αλλά καθώς τόσο η συμμαχική αλληλεγγύη όσο και η γερμανική συνεργασία, που ήταν απαραίτητα στοιχεία εκτέλεσης των όρων της συνθήκης, δεν εξασφαλίστηκαν, η Γαλλία προχώρησε σε μια στρατηγική περιορισμού της γερμανικής κυριαρχίας στις περιοχές της Ρηνανίας και του Ruhr. Η αποδυνάμωση της Γερμανίας θα οδηγούσε μεταξύ άλλων σε μια ισότητα μεταξύ γαλλικών και γερμανικών δυνατοτήτων και στην επιβίωση της Γαλλίας ως Μεγάλης Δύναμης.

Στο πλαίσιο αυτό η Γαλλία εισέβαλε τον Ιανουάριο του 1923 στο Ruhr σε μια προσπάθεια να υπερβεί το τέλμα στο οποίο είχε περιέλθει η διεθνής πολιτική το 1922 σχετικά με το θέμα των πολεμικών επανορθώσεων και να φέρει τη Γαλλία σε θέση ισχύος, αναγκάζοντας τη Γερμανία να παραδεχθεί την ήττα της και την υποχρέωσή της σχετικά με τις επανορθώσεις καθώς και να υποχρεώσει ΗΠΑ και Βρετανία να προβούν σε χορήγηση δανείου προς της Γερμανία ώστε να σταθεροποιηθεί το μάρκο και να ξεκινήσει η αποπληρωμή των επανορθώσεων.

Στο επίπεδο της υψηλής στρατηγικής, η γαλλική πολιτική επηρεάστηκε από τρεις ασυμβίβαστες μεταξύ τους επιλογές:
α. Τη διατήρηση μιας γαλλοβρετανικής “entente” ως υποκατάστατο της Συνθήκης Εγγύησης (Treaty of Guarantee), την οποία δεν επικύρωσε η αμερικανική γερουσία και με την οποία ΗΠΑ και Βρετανία εγγυούνταν τα γαλλικά σύνορα έναντι γερμανικής επιθετικότητας.
β. Τη δημιουργία μιας γαλλογερμανικής “entente” που μεταφραζόταν σε εμπορική και βιομηχανική συνεργασία και τη συμμόρφωση της Γερμανίας με τις προβλέψεις της Συνθήκης των Βερσαλλιών.
γ. Την προώθηση ενός ιδιαίτερου καθεστώτος για τη Ρηνανία, προκειμένου να εξασφαλιστούν οι επανορθώσεις και η εθνική ασφάλεια, αποτρέποντας μια γερμανική ανάκαμψη. ,

Με τα ανωτέρω κατά νου μπορεί να εξηγηθεί η στάση της Γαλλίας στην ελληνοϊταλική κρίση του 1923, μια στάση που εδράζεται πρωτίστως στην εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων αυτής και δευτερευόντως στην ιδεολογία.

Την περίοδο 1900-1940 η γαλλική πολιτική αντιμετώπιζε την Ιταλία ως εξισορροπητικό παράγοντα στις σχέσεις του Παρισιού πρωτίστως με το Λονδίνο και το Βερολίνο. Ο Poincaré αν και αρνήθηκε λευκή επιταγή στον Mussolini προσπάθησε να παραπέμψει την ελληνοϊταλική κρίση στην Πρεσβευτική Συνδιάσκεψη, την οποία μπορούσε να ελέγξει ως πρόεδρος της και ταυτόχρονα εισηγήθηκε κυρώσεις εναντίον της Ελλάδας, μέσω αυτής.

Οι λόγοι της γαλλικής στάσης μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
α. Ο Poincaré ήθελε να προστατεύσει την πολιτική του στο Ruhr, η κατοχή του οποίου έφερνε τη Γαλλία αντιμέτωπη με τη Βρετανία και τη Γερμανία. Επομένως συνεπεία της ρήξης με τη Βρετανία, η σύμπλευση της Ιταλίας με το γαλλοβελγικό μπλοκ ήταν απαραίτητη ώστε να υπάρξει ευνοϊκή αναλογία 3:1 στην Επιτροπή Επανορθώσεων.
β. Η αναγνώριση της αρμοδιότητας της ΚτΕ στην επίλυση του ζητήματος της Κέρκυρας, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανάλογη εξέταση του ζητήματος του Ruhr από το ίδιο όργανο. Η αγνόηση της Ιταλίας για παράκαμψη της ΚτΕ θα μπορούσε να την οδηγήσει σε μια άβολη για τη Γαλλία, σύγκριση μεταξύ της κατοχής των δύο περιοχών.
γ. Η γαλλική ηγεσία ανησυχούσε ότι πιθανή ήττα του Mussolini στο ζήτημα της Κέρκυρας, ενδέχετο να προκαλέσει τριγμούς στην ιταλική πολιτική σκηνή. Ο Poincaré ως συντηρητικός, απέρριπτε μεν τις μεθόδους του Mussolini, αλλά εκτιμούσε τις αντικολεκτιβιστικές και αντιδιεθνιστικές απόψεις του και έβρισκε τον ιταλικό φασισμό λιγότερο ενοχλητικό από τον κομμουνισμό και τον σοσιαλισμό.
δ. Στους υπολογισμούς της γαλλικής ηγεσίας, για το ζήτημα της Κέρκυρας, έπαιξε ρόλο η αντίληψή της για την επερχόμενη σύγκρουση μεταξύ Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας για την πόλη Fiume.

Εν κατακλείδι, η κατοχή του Ruhr αποτελούσε τον κυριότερο προσδιοριστικό παράγοντα της γαλλικής πολιτικής το 1923.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
   
Η ελληνοϊταλική κρίση του 1923 επιβεβαιώνει τις βασικές αρχές της ρεαλιστικής σχολής. Η ρήση από το διάλογο μεταξύ Αθηναίων και Μηλίων, «ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύνατος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του» καθώς και η άποψη ότι οι διεθνείς οργανισμοί υπάρχουν για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ισχυρών, βρίσκουν απόλυτη εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Η Ελλάδα, μια μικρή χώρα βρέθηκε κατηγορούμενη για τη δολοφονία της ιταλικής αντιπροσωπείας, ένα έγκλημα για το οποίο δεν υπήρχε καμία απόδειξη για πιθανή εμπλοκή της. Αναμφίβολα η Ελλάδα ως φιλοξενούσα χώρα είχε ευθύνη για την ασφάλεια των ξένων αντιπροσωπειών, όμως η ιταλική κατηγορία υπερέβαινε αυτή τη διάσταση κάνοντας λόγο για ενοχή, κάτι εντελώς αβάσιμο. Ταυτόχρονα, η Ιταλία έχοντας διαπράξει μια πολύ σοβαρότερη παράβαση του Διεθνούς Δικαίου με τον βομβαρδισμό και το θάνατο αθώων Ελλήνων πολιτών, την παραβίαση της ελληνικής κυριαρχίας και τη διακινδύνευση της διεθνούς ειρήνης, έμεινε στο απυρόβλητο. Εν ολίγοις η αδικία που υπέστη η Ελλάδα στα χέρια της Πρεσβευτικής Συνδιάσκεψης, ήταν το τίμημα για τη διατήρηση της ειρήνης, μιας ειρήνης σε βάρος της δικαιοσύνης. Όπως ανέφερε προφητικά ο Σουηδός εκπρόσωπος στην ΚτΕ, Karl Hjalmar Branting, «η ειρήνη που δεν βασίζεται στη δικαιοσύνη, περιέχει μέσα της τα σπέρματα μελλοντικών συγκρούσεων».

Για τη νεότευκτη ΚτΕ, η κατάληψη της Κέρκυρας ήταν μια από τις πρώτες δοκιμασίες που κατέδειξαν την αναποτελεσματικότητα του θεσμού και την αδυναμία του να διαφυλάξει την ειρήνη όταν εμπλέκονταν τα συμφέροντα μεγάλων δυνάμεων. Την επόμενη δεκαετία, η ιαπωνική κατάληψη της Μαντζουρίας (1931), η ιταλική εισβολή στην Αιθιοπία (1935) και η τσεχοσλοβακική κρίση (1938) οδήγησαν στην απαξίωση του θεσμού. Αντίστοιχη αδυναμία διαφύλαξης της διεθνούς ασφάλειας και ειρήνης παρατηρείται ακόμη και σήμερα στον διάδοχο της ΚτΕ, τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών με πιο πρόσφατο παράδειγμα τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Η προσχεδιασμένη κατάληψη της Κέρκυρας και το ζήτημα του Fiume αποτελούσαν πτυχές της ίδιας επιθετικής ιταλικής πολιτικής, που εδραζόταν σε έναν ανεκπλήρωτο ιμπεριαλισμό ενώ ταυτόχρονα προσέφερε στον Mussolini μια ευκαιρία εδραίωσης της εξουσίας του στο εσωτερικό. Ο Mussolini περιφρονώντας την ΚτΕ, εισήγαγε μια νέα μορφή κυνικής διπλωματίας, με διαπραγματεύσεις που διεξάγονταν με κακή πίστη. Μια διπλωματία που έφθασε στο αποκορύφωμά της, την επόμενη δεκαετία και ανήγαγε τη χρήση βίας σε prima ratio για την επίτευξη των εθνικών στόχων.

Τα ιταλικά σχέδια εκμεταλλεύθηκαν την κατάσταση της Ελλάδας και συγκεκριμένα:
α. Τη στρατιωτική, οικονομική και κοινωνική αναταραχή που είχε προκαλέσει ο Α’ Π.Π. και η Μικρασιατική εκστρατεία.
β. Την έλλειψη ομοψυχίας συνεπεία του εθνικού διχασμού.
γ. Το καθεστώς αποστρατικοποίησης της Κέρκυρας.
δ. Τη διεθνή απομόνωση της χώρας.

Η Γαλλία με τη στάση της κατόρθωσε να διαφυλάξει βραχυπρόθεσμα τα συμφέροντά της καθώς η κρίση δεν συσχετίστηκε με την πολιτική της στο Ruhr. Μακροπρόθεσμα όμως, η ζημιά στο γόητρο της ΚτΕ της κόστισε καθώς αρκετοί Γάλλοι θεωρούσαν ότι μέσω της ΚτΕ, η χώρα θα μπορούσε να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο, προστατεύοντας τα συμφέροντά της έναντι της Γερμανίας. Ταυτόχρονα αποτέλεσε σημείο τριβής για τις γαλλοβρετανικές σχέσεις. Η κρίση όμως έλαβε και μια ιδεολογική χροιά, διχάζοντας την γαλλική πολιτική σκηνή, με τους συντηρητικούς να υπερασπίζονται την πολιτική Mussolini και τους σοσιαλιστές να την καταδικάζουν.

Η εν λόγω κρίση τονίζει την αρχή της αυτοβοήθειας εντός του άναρχου διεθνούς συστήματος. Αναμφίβολα οι κανόνες Διεθνούς Δικαίου είναι σημαντικοί, πλην όμως η κινητήρια δύναμη της διεθνούς πολιτικής παραμένει το εθνικό συμφέρον και το νόμισμα αυτής, η ισχύς. Όπως αναφέρει ο Παναγιώτης Κονδύλης οι θεσμοί είναι τεχνητές κατασκευές και όταν παραμερίζονται ξεπροβάλει το πραγματικό πρόσωπο της Φύσης, ο νόμος της ισχύος. Εξού και η ανάγκη για συνεχή αναβάθμιση των ελληνικών συντελεστών ισχύος και δη της σκληρής ισχύος, καθώς η γειτνίαση με ασταθή υποσυστήματα ασφαλείας και οι τουρκικές απειλές, δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού.

Η διεθνής απομόνωση της χώρας ήταν κάτι που το πλήρωσε τόσο το 1923 όσο και το 1897, διακινδυνεύοντας την έκβαση του μετέπειτα Μακεδονικού Αγώνα. Σε αυτό το πλαίσιο είναι απαραίτητη η αποχή από ενέργειες που οδηγούν σε περιθωριοποίηση της χώρας. Η συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς και συμμαχίες και η ενεργητική διπλωματία, είναι παράγοντες που δύνανται να ενισχύσουν το κρατικό κύρος και τη σημασία της χώρας σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.

Η αμυντική αδυναμία της Κέρκυρας έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ιταλική απόφαση για κατάληψη της. Το γεγονός αυτό τονίζει την ανάγκη αμυντικής θωράκισης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, τη στιγμή που η τουρκική επιθετική ρητορική έχει κλιμακωθεί σημαντικά, εγείροντας έξω από κάθε έννοια δικαίου και λογικής ζήτημα αποστρατικοποίησης αυτών και συνδέοντας το εξίσου παράνομα με το καθεστώς κυριαρχίας. Στο πνεύμα του «ό,τι απειλείται δεν αποστρατιωτικοποιείται», η Ελλάδα θα πρέπει να προβεί σε έναν ορθολογικό αμυντικό σχεδιασμό που θα εξασφαλίζει την εδαφική ακεραιότητα της ηπειρωτικής και νησιωτικής της επικράτειας. Καθώς ο κατακερματισμός του ελληνικού χώρου προσφέρει πλεονέκτημα στον αντίπαλο και με δεδομένη την αριθμητική του υπεροπλία, θα πρέπει ο σχεδιασμός να επιτυγχάνει τη βέλτιστη ισορροπία μεταξύ δύο βασικών αναγκών:
α. Την προβολή ικανοποιητικής άμυνας έως την άφιξη ενισχύσεων.
β. Την συγκέντρωση δυνάμεων και την αποφυγή κατακερματισμού αυτών, τουλάχιστον έως ότου προσδιορισθεί η εχθρική κύρια προσπάθεια.

ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΗΓΕΣ  Ιστοσελίδες
Araud, G. (2015). The foreign policy of France between 1919 and 1939: the reasons for a descent into hell. [Διαδίκτυο] Διαθέσιμο στο: https://franceintheus.org/spip.php?article6836&fbclid=IwAR1RJO2-Lo27vtGg8y2nL0_lafSDtjqGyhhDakJe2TAq1XuP8Tbavbmc5CE-  [Προσπελάστηκε 18/4/22 ].
Μαλαμής, Β. (χ.χ.). Η δολοφονία Τελίνι και η κατάληψη της Κέρκυρας (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1923). [Διαδίκτυο] Διαθέσιμο στο: https://www.academia.edu/37673382/%CE%97_%CE%B4%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CF%86%CE%BF%CE%BD%CE%AF%CE%B1_%CE%A4%CE%B5%CE%BB%CE%AF%CE%BD%CE%B9_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%B7_%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC%CE%BB%CE%B7%CF%88%CE%B7_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%9A%CE%AD%CF%81%CE%BA%CF%85%CF%81%CE%B1%CF%82_%CE%91%CF%8D%CE%B3%CE%BF%CF%85%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%82_%CE%A3%CE%B5%CF%80%CF%84%CE%AD%CE%BC%CE%B2%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82_1923_  [Προσπελάστηκε 17/4/22].
Παπαφλωράτος, Σ. Ι. (2017). Ο Βομβαρδισμός και η κατάληψη της Κέρκυρας από τους Ιταλούς το 1923 (31 Αυγούστου – 27 Σεπτεμβρίου). [Διαδίκτυο] Διαθέσιμο στο: https://clioturbata.com/%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%88%CE%B5%CE%B9%CF%82/%CE%B9%CF%89%CE%B1%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%83-%CF%83-%CF%80%CE%B1%CF%80%CE%B1%CF%86%CE%BB%CF%89%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%83-%CE%BF-%CE%B2%CE%BF%CE%BC%CE%B2%CE%B1%CF%81%CE%B4%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF/  [Προσπελάστηκε 17/4/22]

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
α. Ελληνόγλωσση
Βερέμης, Θ. (1999). Ελλάδα – Ευρώπη: Από τον Πρώτο Πόλεμο ως τον Ψυχρό Πόλεμο. Αθήνα: Εκδόσεις Πλέθρον.
Burns. E.M. (2006). Ευρωπαϊκή ιστορία: Ο δυτικός πολιτισμός: Νεότεροι χρόνοι (μτφρ. Τάσος Δαρβέρης). Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Επίκεντρο Α.Ε.
Γκράτσι, Ε. (1980). Η αρχή του τέλους: Η επιχείρηση κατά της Ελλάδος (μτφρ. Χρυσώ Γκίκα). Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας.
Clogg, R. (2012). Σύντομη ιστορία της νεώτερης Ελλάδας (μτφρ. Χάρης Φουντέας). Αθήνα: Α. Καρδαμίτσα.
Γρηγοριάδης, Σ. (1976). Τα φοβερά ντοκουμέντα: Υπόθεση Κέρκυρας Αύγουστος 1923. Αθήνα: Εκδόσεις Φυτράκη.
Δαφνής, Γ. (1955): Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940 (τεύχος Β’). Αθήνα: Εκδόσεις Ίκαρος.
Θουκυδίδου Ιστορία, Ε 89.
Κονδύλης, Π. (1992). Η ηδονή, η ισχύς και η ουτοπία. Αθήνα: Στιγμή.
Κουσκουβέλης, Ι. Η. (2010). Εισαγωγή στις διεθνείς σχέσεις. Αθήνα: Εκδόσεις Ποιότητα.
Παπαρρηγόπουλος, Ι. (2009). Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (τόμος 25). Αθήνα: Εκδόσεις Τέσσερα Πι Α.Ε.
Παπαφλωράτος, Ι. (2019). Η Ελληνοϊταλική κρίση του 1923: Το επεισόδιο Tellini/Κέρκυρας. Αθήνα: Εκδόσεις Πελασγός.
Παπαφλωράτος. Σ. Ι. (2021). Η εξωτερική πολιτική και η υψηλή στρατηγική των Μεγάλων Δυνάμεων και των Βαλκανικών κρατών: Συμπεριλαμβανομένων Ελλάδος – Τουρκίας. Αθήνα: Εκδόσεις Λειμών.
Στεφανίδης, Δ. Ι. (1997). Ο τελευταίος Ευρωπαϊκός αιώνας: Διπλωματία και πολιτική δυνάμεων (1871-1945). Αθήνα: Προσκήνιο.
Τσάμης, Ε. (2015). Η υψηλή στρατηγική της Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας και Ιταλίας στη διάρκεια του μεσοπολέμου: Ανάλυση και συμπεράσματα. (Διπλωματική εργασία). Θεσσαλονίκη: Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Ανακτήθηκε την 17/422 από: https://dspace.lib.uom.gr/handle/2159/18466
Χατζηιωσήφ, Χ. (επιμ.) (2009). Όψεις πολιτικής και οικονομικής ιστορίας 1900-1940. Αθήνα: Εκδόσεις Βιβλιόραμα.

β. Ξενόγλωσση
Ανώνυμος (1923, Αύγουστος 31). Albanians blamed. The Daily News, (σελ. 7).
Ανώνυμος (1923, Σεπτέμβριος 17). Murdered Italians. The Recorder, (σελ. 1).
Barros, J. (1961). Mussolini's first aggression: the Corfu ultimatum. Balkan Studies. Vol. 2, (σελ. 257-286).
Barros, J. (1965). The Corfu incident of 1923: Mussolini and the League of Nations. Princeton (N.J.): Princeton University Press.
Blatt, J. (1986). France and Italy at the Paris Peace Conference. The International History Review. Vol. 8, Issue 1, (σελ. 27-40). https://doi.org/10.1080/07075332.1986.9640400
Blatt, J. (1988). France and the Corfu-Fiume Crisis of 1923. The Historian. Vol. 50, No. 2, (σελ. 234-259). https://doi.org/10.1111/j.1540-6563.1988.tb00744.x
Burgwyn, H. J. (1997). Italian foreign policy in the interwar period, 1918-1940. Westport (CT): Praeger publishers.
Cassels, A. (1970). Mussolini’s early diplomacy. Princeton (N.J.): Princeton University Press.
Duggan, C. (2008). The force of destiny: A history of Italy since 1796. New York (N.Y.): Houghton Mifflin Company.
Finney, B. P. (1993). The relations between the Entente powers and Greece, 1923-6 (Διδακτορική διατριβή). Leeds: University of Leeds. Ανακτήθηκε την 18/4/22 από: https://etheses.whiterose.ac.uk/669/
Jacobson, J. (1983). Strategies of French foreign policy after World War I. The Journal of Modern History, Vol. 55, No. 1, (σελ. 78-95). https://doi.org/10.1086/242420
McDougall, A. W. (1978). France's Rhineland policy, 1914-1924: The last bid for a balance of power in Europe. Princeton (N.J.): Princeton University Press.
McDougall, A. W. (1979). Political Economy versus national sovereignty: French structures for German economic integration after Versailles. The Journal of Modern History. Vol. 51, No. 1, (σελ. 4-23). https://doi.org/10.1086/241846
Ortega y Gasset, J. (1932). The revolt of the masses. New York (N.Y.): W. W. Norton & Company.
Papafloratos, S. J. (2015). The Fiume and the Corfu incidents. Balkan Studies. Vol. 45. (σελ. 259-272).

Ruches, J. P. (1965). Albania's Captives. Chicago (IL): Argonaut.
Salvemini, G. (1953). Prelude to World War II. London: Victor Gollancz Ltd.
Soutou, H. G. (1978). La France et les Marches de l'Est 1914-1919. Revue Historique. T. 260, (σελ. 341-388).
Yearwood, J. P. (1986). 'Consistently with Honour'; Great Britain, the League of Nations and the Corfu Crisis of 1923. Journal of Contemporary History, Vol. 21, No. 4, (σελ. 559-579).
Φωτογραφικό υλικό
Εικόνα 1: Φωτογραφία από τον τόπο της δολοφονίας της ιταλικής αντιπροσωπείας.
Εικόνα 2: Enrico Tellini
Εικόνα 3: Πέτρος Ευριπαίος
Εικόνα 4: Emilio Solari
Εικόνα 5: Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Η Καθημερινή» της 1/9/1923.
Εικόνα 6: Ιταλικά γραμματόσημα με την ένδειξη «Κέρκυρα».
Εικόνα 7: Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Corriere della Sera της 1/9/1923.
Εικόνα 8: Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας La Stampa της 1/9/1923.
Εικόνα 9: Αποβίβαση ιταλικών στρατευμάτων στην Κέρκυρα.
Εικόνα 10: Ιταλική προκήρυξη που αφισοκολλήθηκε στην Κέρκυρα μετά την κατάληψή της


Βίας ο Πριηνεύς: Άκουγε πολλά, μίλα την ώρα που πρέπει.

Θαλής o Μιλήσιος: Καλύτερα να σε φθονούν παρά να σε λυπούνται.

Κλεόβουλος ο Λίνδιος: Το μέτρο είναι άριστο.

Περίανδρος ο Κορίνθιος: Οι ηδονές είναι θνητές, οι αρετές αθάνατες.

Πιττακός ο Μυτιληναίος: Με την ανάγκη δεν τα βάζουν ούτε οι θεοί.

Σωκράτης: Εν οίδα ότι ουδέν οίδα. Ουδείς εκών κακός.

Θουκυδίδης: Δύο τα εναντιότατα ευβουλία είναι, τάχος τε και οργήν.

Πλάτων: Άγνοια, η ρίζα και ο μίσχος όλου του κακού. 

Αριστοτέλης: Δεν υπάρχει τίποτε πιο άνισο από την ίση μεταχείριση των ανίσων.