Είναι η πιο μεγάλη μέρα για μας τους Ελληνες η 25 Μαρτίου. Η πιο συμβολική μέρα της λεφτεριάς και της ανεξαρτησίας μας. Διπλή η γιορτή, ημέρα χαράς και αγαλλίασης. Γιορτάζουμε τον Ευαγγελισμό της Υπεραγίας Θεοτόκου αλλά και τον Ευαγγελισμό του Εθνους μας.

Μεγάλη η αργία, που αν και πέφτει μέσα στη Σαρακοστή η εκκλησία για να τιμήσει τη μέρα επιτρέπει τη βρώση ψαριών και μπακαλιάρου. Οι γυναίκες δεν κάνουν καμιά δουλειά αυτή τη μέρα, ακόμα ούτε συλλαμβάνουν για να μη πέσει η γέννα πάνω στα Χριστούγεννα. Κάθε σπίτι, κάθε χωριό, κάθε πολιτεία όλη η Ελλάδα γιόρταζε και γιορτάζει λαμπρά αυτή τη μέρα.

Ακούγοντας το αθάνατο δημοτικό ‘’ Κρυφά το λένε τα πουλιά…κρυφά τα χελιδόνια .. κρυφά το λέει και ο γούμενος από την Αγια Λαύρα.. Παιδιάμ για μεταλάβετε για ξομολογηθείτε … γιατί σηκώθη πόλεμος και πολεμάν τους Τούρκους …’’, ήλθαν στη μνήμη μου μέρες παλιές, μέρες λαμπρές, μέρες οραματισμένες.

1963. Μάρτης, Τριήμερο Σαββατοκύριακου 25. Καλαμπάκα. Η πολιτεία είχε δεν είχε πέντε χιλιάδες κόσμο. Οι δρόμοι πέρα από τους κεντρικούς χωματόδρομοι. Είχε για τα καλά μπει η Ανοιξη για να μην πω το Καλοκαίρι. Ο Πηνειός με τις άσπρες πέτρες με πολύ και γάργαρο νερό. Ο Κόζιακας κοντά και η Πίνδος γερασμένα με κάτασπρα μαλλιά. Ο κάμπος καταπράσινος και με σύννεφα από κάτασπρα χαμομήλια και μαργαρίτες. Η σκιά από τα Μετέωρα εκεί αιώνια. Η Χιλιόχρονη εκκλησία της Κοίμησης τα Θεοτόκου, το πέτρινο Δημοτικό Σχολείο αλλά και το καινούργιο μέγαρο του Γυμνασίου Καλαμπάκας - δωρεά Καλαμπακιωτών Ευεργετών από την Αμερική στα 1955 -δέσποζαν στα χαμόσπιτα της Καλαμπάκας τα περισσότερα καταστραμμένα από τους πολέμους της δεκαετίας του 40.

Ο Δήμαρχος είχε προετοιμάσει την πόλη για τη μεγάλη εθνική γιορτή. Οι νοικοκυρές, οι περισσότερες είχαν βάψει τις μάντρες και τα σπίτια τους. Σκουπιδάκι πουθενά, οι δρόμοι είχαν φουκαληθεί (σκουπιστει με χορταρένια σκούπα, φουκάλι).

Την παραμονή της 25ης, Κυριακή, θα γιορταζόταν και θα γινόταν στο Γυμνάσιο μεγάλη επετειακή εσπερίδα. Η μέρα ηλιόλουστη, ο ήλιος έλαμπε πάνω στα Μετέωρα και τα χιόνια αντανακλούσαν κάτασπρα πάνω στην Κίσσα και Κορομηλιά του Κόζιακα και στην κορυφή της Πίνδου, στη Μπόμπα, στα χωριά του Ασπροποτάμου. Η εσπερίδα της Χρονιάς. Ο Γυμνασιάρχης Αναστάσιος Βλαχόπουλος, μου φαινόταν πολύ μεγάλος τότε με τα άσπρα μαλλιά του, αλλά ήταν δεν ήταν πενήντα, μαζί με τους καθηγητές μας έβαλαν να καθαρίσουμε και να τακτοποιήσομε τις κάτω αίθουσες του Γυμνασίου για να φιλοξενήσουν τους καλεσμένους στη βραδυνή εσπερίδα.

 

Είμασταν εκεί, πρωί πρωί της Κυριακής όλοι οι μαθητές και μαθήτριες των δύο τελευταίων τάξεων. Και βάλαμε πολύ πλάτη και δουλειά. Ανοίξαμε τα διαχωριστικά των έξη αιθουσών του ισογείου και διαμορφώσαμε ένα πολύ μεγάλο χώρο που χωρούσε πάνω από πεντακόσια άτομα. Βάλαμε μπροστά το βάθρο της σκηνής. Δέκα σειρές με καρέκλες για τους επισήμους και τους γονείς μας. Πιο πίσω όλα τα θρανία για τους μαθητές και όλο τον κόσμο. Βάλαμε, επίσης στο φουαγιέ του σχολείου πολλούς μεγάλους πάγκους για να μπορέσουν οι καλεσμένοι μας να πιούν ένα ποτήρι κρασί με στραγάλια και καρύδια που η περιοχή είχε άφθονα. Φυστίκια δεν είχαμε. Και, μπόλικο χαλβά σπιτίσιο για γλυκό.

Αφού τα βάλαμε στη σειρά και τα ετοιμάσαμε όλα ο γυμνασιάρχης έδωσε το ‘ζυγούς της δουλειάς λύσατε’. Κράτησε, ωστόσο τον γυμναστή μας, τον Αγγελο Βισβάρδη ένα όμορφο τριαντάχρονο παληκάρι από την Ζάκυνθο, που ήταν ο γενικός επόπτης και οργανωτής της βραδιάς, την χορευτική ομάδα των μαθητών, τη θεατρική ομάδα της βραδιάς, και εμένα, που ως πρώτος μαθητής της ημέρας θα εκφωνούσα τον πανηγυρικό της βραδιάς από την πλευρά των μαθητών. Αφού βεβαιώθηκε ο γυμναστής μας ότι όλοι είμασταν έτοιμοι για τη βραδιά, εμένα με ρώτησε αν η φουστανέλα η θεσσαλική που θα φορούσα ήταν πεντακάθαρη και σιδερωμένη, μας άφησε να φύγουμε για να ξεκουραστούμε, και να επιστρέψουμε στις έξη το απόγευμα. Η Γιορτή θα άρχιζε στις επτά.

Και, νάμαστε εκεί, πριν τις επτά. Στην πρώτη γραμμή: ο γυμνασιάρχης μας ως οικοδεσπότης, ο εκπρόσωπος της τότε κυβέρνησης βουλευτής Κλεόβουλος Γιαννούσης, ο δήμαρχος, ο επίσκοπος Σταγών, ο στρατιωτικός Διοικητής, ο Διοικητής του Αστυνομικού τμήματος, οι άλλες αρχές της πόλης. Πιο πίσω οι γονείς μας και πιο πίσω όλοι οι μαθητές του γυμνασίου αλλά και αντιπροσωπία μαθητών του δημοτικού σχολείου με τον δάσκαλό τους Ψύρρα.

Στις επτά, ακριβώς, ο συντονιστής γυμναστής μας, άνοιξε την εσπερίδα. Χαιρέτησαν με περιεκτικούς λόγους και σε καθαρεύουσα εποχής, ο οικοδεσπότης γυμνασιάρχης, ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης, ο επίσκοπος Σταγών, ο δήμαρχος. Υστερα, εκφώνησε τον πανηγυρικό της ημέρα εκ μέρους των καθηγητών ο Χρήστος Ντάφος, ένας θεολόγος, λυγερόκορμος, παλιότερα είχε υπηρετήσει ως έφεδρος στα ΛΟΚ. Ο λόγος του μας καθήλωσε. Οσο, τον άκουγα έπαιρνα θάρρος και για το δικό μου αλλά και έτρεμα μέσα στη φουστανέλα μου. Και, ήλθε και η σειρά μου. Και, ανέβηκα, τρέμοντας στο βάθρο με τρία φύλλα χαρτιού για το δικό μου πανηγυρικό, εκ μέρους των μαθητών, ως ο πρώτος μαθητής του Γυμνασίου. Κοίταξα κάτω, τάχασα… είδα πολύ μα πολύ κόσμο, ποτέ δεν είδα δει τόσο κόσμο μαζεμένο σε μια τεράστια αίθουσα. Και, χειροκροτούσαν, για να μου δώσουν θάρρος, και όλοι με έβλεπαν σαν δικό τους παιδί! Και μάζεψα, θάρρος πολύ και τόλμη, και ανέβασα τον τόνο, όπως ο δάσκαλός μου με είχε συμβουλεύσει στις πρόβες… Και, έφτασα στο τέλος, ο κόσμος και προπάντων οι συμμαθητές και μαθητές σηκώθηκαν και χειροκροτούσαν, και μερικοί φώναζαν μπράβο … μπράβο Τάσο … Μπράβο Μπασαρά. Ω! θεέ μου, ποτέ, μα ποτέ δεν ξανάζησα τέτοια στιγμή… Γέμισα τις μπαταρίες μου για όλη τη ζωή, από ξυπόλητος στον κάμπο μπροστά σε τόσο κόσμο με την εθνική καλή στολή του παππού μου, Αναστασίου Μπασαρά που 19 χρόνια πριν είχαν, άγρια, εκτελέσει οι Γερμανοί. Ενιωθα, στο λόγο μου ότι τιμούσα και τον παππού μου.

Και, η γιορτή συνεχιζόταν, με τη θεατρική παράσταση των μαθητών της έκτης και πέμπτης τάξεως του γυμνασίου ‘’Το Τίμημα της Λεφτεριάς (Ο Κατσιαντώνης), του Γιώργου Θεοτοκά’’ Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας … Ο Κατσιαντώνης, ο Αλή Πασάς, το παλάτι στα Γιάννενα, με τον Αλή πασά και τους αυλικούς του, κατακτούν το ακροατήριο. Οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη. Τα σκηνικά αλλάζουν στο λεπτό. Η μαθήτρια της πέμπτης Λουλού τραγουδούσε έξοχα τα καλύτερα δημοτικά. Οι μαθητές εντυπωσιάζουν, ανεβαίνουν και κατεβαίνουν στη σκηνή σαν επαγγελματίες. Ένα πανηγύρι. Αποθεώνουν αυτούς που κατεβαίνουν στο φινάλε. Οι πρωταγωνιστές συμμαθητές και συμμαθήτριες: Ο Νίκος Κατσίμπας, Ο Ηλίας ο Σκαρλάτος, ο Τάκης ο Ζωσιμάς, ο Νίκος ο Γκούγκλας, ο Γιώργος ο Βλαχογιάννης, ο Χρήστος ο Μόκκας… η Μαρίνα η Σακοπέντα, η Θεοδώρα η Στάλια, η Θεοδώρα η Θεοδώρου, η Ελένη η Μπελλου, η Ειρήνη η Αθανασούλα .. αγκαλιάζονται, φιλιούνται, ΧΑΙΡΟΝΤΑΙ και ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΟΥΝ τη δουλειά τους και λάμπουν από χαρά. Ο Βεληγκέκας, ο Παντελής ο Μάρκου, ημίγυμνο λέει σε όλους πόσο «ωραία» σκοτώθηκε! Ο κόσμος ψάλλει τον εθνικό ύμνο και ξεσπά σε χειροκροτήματα. Γονείς, Παππούδες και γιαγιάδες με δάκρυα στα μάτια. Ορθιοι όλοι οι επίσημοι συγχαίρουν τον γυμνασιάρχη και οργανωτή γυμναστή. Ακολουθούν χοροί παραδοσιακοί, τσάμικο, η καραγκούνα, μπεράτικο Τρικάλων, ποντιακοί… Η βραδιά τελειώνει με ένα ποτήρι κρασί για τους μεγάλους και σπιτικό χαλβά για μας τους μαθητές και τους μικρούς, πορτοκαλάδα και κόκα κόλα δεν είχαμε τότε.

Και, η μεγάλη παρέλαση, τη Δευτέρα στις 25. Η μέρα ηλιόλουστη. Η ανοιξη στο φόρτε της. Το πρωί όλο το γυμνάσιο, οκτώ τμήματα (η πρώτη και η Δευτέρα τάξη είχαν από δυό διμοιρίες), μαζευτήκαμε στο σχολείο και συντεταγμένοι πήγαμε στην εκκλησία για να παρακολουθήσουμε τη λειτουργία και δοξολογία της 25ης Μαρτίου.
Το μεσημέρι, στις 12:00 ακριβώς θα άρχιζε η μεγάλη παρέα. Όλα τα τμήματα για παρέλαση είχαν παραταχθεί στην Πλατεία Ρήγα Φεραίου. Η παρέλαση θα γινόταν στην κεντρική οδό Τρικάλων. Ενώ οι επίσημοι είχαν θέσεις στο πάνω διάζωμα της κεντρικής πλατείας Οικονόμου.

Και ξεκίνησε, η παρέλαση. Μπροστά το Δημοτικό σχολείο, το μοναδικό της Καλαμπάκας. Πάνω από 12 τμήματα, δυό η κάθε τάξη.

Υστερα, το γυμνάσιο. Μπροστά οι τυμπανιστές για να δίνουν το ρυθμό με τα τύμπανα. Πίσω ο αγηματάρχης. Ο ωραίος γυμναστής Αγγελος Βισβάρδης. Υστερα όλο το Γυμνάσιο. Μπροστά η σημαία. Ημουνα ο Σημαιοφόρος. Πολύ το καμάρι, μεγάλη η περηφάνεια, πετούσα, σήκωνα την τιμημένη σημαία του σχολείου μας, παραστάτες είχα την Ειρήνη Αρσενίου, τον Αδάμου, τον Σωτήρη Ρίζο…

Τα τύμπανα, μας ξεσήκωναν, λίγο πριν φτάσουμε στην πλατεία, άκουσα μια πολύ γνωστή καραγκούνικη φωνή. Κυτάζοντας δεξιά είδα τη μάνα μου Ρίνω με την καλή της καραγκούνικη στολή, τον πατέρα μου Κώστα με το καινούργιο του κοστούμι, την αδελφή της μάνας μου Σταυρούλα με το θείο μου Βάιο, είχαν και αυτοί έλθει από το χωριό για να καμαρώσουν τα κορίτσια τους και ξαδέλφες μου Παναγιώτα κι Ελένη … Τάσιο . Τάσιο Μπράβο καμάριμ, πάντα πρώτος σπλάχνομ…

Και, μου φάνηκε ότι τα τύμπανα χτυπούσαν πιο γερά και δυνατά… και μου φαινόταν ότι δεν περπατούσα… αλλά πετούσα… και περάσαμε σεμνά μπροστά από τους επισήμους… όλοι χειροκροτούσαν, όλοι φώναζαν με ενθουσιασμό, τα μεγάφωνα της εποχής έπαιζαν στη διαπασών Κολοκοτρωναίηκα και Κλέφτικα, .. και παρελαύναμε πετώντας και φτάσαμε ξανά στην αυλή του Γυμνασίου μας για να ανεβάσουμε τη σημαία μας στον ιστό. Και, κλείσαμε, τραγουδώντας, όλοι μα όλοι τον εθνικό μας ύμνο.

Λίγο πιο μετά, ένα F84, διαπέρασε τους βράχους των Μετεώρων. Ρίγη συγκίνησης σε όλη την πολιτεία για τη μεγάλη τιμή από την Πολεμική Αεροπορία. Λέγανε πως ήταν ο ανθυποσμηναγός, ο Δημήτρης ο Μάνδαλος, ο μέντοράς μου για την ένταξή μου στην Πολεμική Αεροπορία. Σημαιοφόρος του Γυμνασίου μας στην παρέλαση του 1958.  Ένα χρόνο μετά τον Οκτώβριο του 1964, ο Δημήτρης σκοτώθηκε με το F84 στον Αραξο, στην 116 ΣΜ.

Το βράδυ όλο το σχολείο, στις λαμπαδηδρομίες ή λαμπαδηφορίες, δρομικοί περίπατοι με λαμπάδες, στους κεντρικούς δρόμους και πλατεία της Καλαμπάκας. Θεσμός από την αρχαία Ελλάδα και προγόνους μας προς τιμήν θεοτήτων σχετιζόμενων με την λατρεία του πυρός.

Ετσι, λοιπόν, γιορτάζαμε τότε το 1963 στην Καλαμπάκα την ημέρα της 25ης Μαρτίου Μαρτίου.
Χρόνια Πολλά, Ζήτω η Ελλάδα μας, Αθάνατοι οι Νεκροί μας!

Αναστάσιος Μπασαράς, 25/3/2022

 

Βίας ο Πριηνεύς: Άκουγε πολλά, μίλα την ώρα που πρέπει.

Θαλής o Μιλήσιος: Καλύτερα να σε φθονούν παρά να σε λυπούνται.

Κλεόβουλος ο Λίνδιος: Το μέτρο είναι άριστο.

Περίανδρος ο Κορίνθιος: Οι ηδονές είναι θνητές, οι αρετές αθάνατες.

Πιττακός ο Μυτιληναίος: Με την ανάγκη δεν τα βάζουν ούτε οι θεοί.

Σωκράτης: Εν οίδα ότι ουδέν οίδα. Ουδείς εκών κακός.

Θουκυδίδης: Δύο τα εναντιότατα ευβουλία είναι, τάχος τε και οργήν.

Πλάτων: Άγνοια, η ρίζα και ο μίσχος όλου του κακού. 

Αριστοτέλης: Δεν υπάρχει τίποτε πιο άνισο από την ίση μεταχείριση των ανίσων.